Συν & Πλην: «Μοτέλ» στο Θέατρο Τέχνης
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Μοτέλ» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου που ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης.
Σ’ ένα decadence ξενοδοχείο, κάπου στην ελληνική επαρχία, κοντά σε μια φύση που οργιάζει, δολοφονείται μια κοπέλα. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται. Ο ένοχος παραμένει ασύλληπτος και η έρευνα της αστυνομίας βρίσκεται σε εκκρεμότητα.
Ένας ελαιοχρωματιστής – ειδικός στο να καθαρίζει τόπους εγκλημάτων – φτάνει στο ξενοδοχείο και πιάνει δουλειά στο δωμάτιο που τελέστηκε ο φόνος. Ιδιοκτήτης του μοτέλ, είναι ένας περίεργος, χωρίς αναστολές, τύπος που επιδιώκει να βγάλει κέρδος από το παραμικρό – πουλώντας, ας πούμε, και τη μοκέτα που λερώθηκε από το αίμα της κοπέλας στο e bay.
Όταν ο ιδιοκτήτης, προτρέπει τον μάστορα, να αξιοποιήσει τη κόρη του στις εργασίες, μια περίεργη σχέση θα αναπτυχθεί μεταξύ τους. Μια σχέση που θα αποτελέσει την αρχή της αποκάλυψης σκοτεινών μυστικών.
Η κοινωνική μάστιγα της γυναικείας κακοποίησης σε πολλές από τις εκφάνσεις της, περνούν από το νέο έργο του Βασίλη Μαυρογεωργίου. Το έργο καταπιάνεται με τουλάχιστον τέσσερις βασικές μορφές ψυχολογικής και σωματικής βίας, χωνεμένης σε ένα προστατευμένο περιβάλλον – όπως θεωρητικά είναι αυτό της οικογένειας.
Το «Μοτέλ» σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ως συγγραφέας επενδύει τόσο καθαρά και συνειδητά στο χώρο του ρεαλισμού – καθώς σε προηγούμενες απόπειρες του εισέβαλαν στοιχεία φαντασίας, κόμικ, πολιτικής σάτιρας κ.α.
Προφανώς, επηρεασμένος από την τρέχουσα επικαιρότητα που έχει αναδείξει τις γυναικοκτονίες και την κακοποίηση εις βάρος των γυναικών σε ένα από τα μείζονα ζητήματα των καιρών μας, ο Μαυρογεωργίου γράφει ένα κείμενο που αγγίζει ισότιμα αρκετά είδη: Το νουάρ, το αστυνομικό θρίλερ, το κοινωνικό και οικογενειακό δράμα.
Ασφαλώς, το «Μοτέλ» δεν είναι μόνο προϊόν της «επικαιρότητας». Οι crime series που σαρώνουν σε όλες τις home entertainment πλατφόρμες μας έχουν εξοικειώσει συστηματικά με το είδος. Είναι, ωστόσο, η ίδια η πραγματικότητα που, πλέον, μοιάζει να προλαβαίνει την όποια μυθοπλασία.
Με γλώσσα σύγχρονη, κοφτή, καλοσχηματισμένους ήρωες, σύντομες σκηνές που οδηγούν τεχνηέντως η μία στην άλλη, ξεδιπλώνεται η ιστορία ως ένα τωρινό, αθυρόστομο, μετα-ειδησεογραφικό αφήγημα. Και κάπου – κάπου έχει μικρά ξεσπάσματα λυρικότητας.
Παρουσιάζοντας σε επίσημη πρώτη ένα δικό του έργο – που ακροβατεί ανάμεσα στο κοινωνικό δράμα και το αστυνομικό νουάρ – ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στήνει μια καλοφτιαγμένη παράσταση, με ανατροπές και δυνατά αντανακλαστικά που κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι την τελευταία στιγμή. Μπορεί να μην λείπουν τα δραματουργικά κλισέ και οι συμβάσεις στις οποίες μας έχουν εκπαιδεύσει οι ταινίες και οι σειρές του είδους. Παρόλα αυτά, το έργο διατυπώνει εύγλωττα την έντονη ανησυχία της εποχής για ένα κοινωνικό φαινόμενο. Όλα αυτά, υποστηρίζονται και από τις καλές ερμηνείες του θιάσου.
Τα Συν (+) Το έργοΗ διαπίστωση πως τα (λιγοστά) νέα ελληνικά έργα δεν απηχούν το ποδοπάτημα που έχουμε υποστεί, ως κοινωνία, τα τελευταία χρόνια, διαψεύδεται πότε – πότε. Η νέα δραματουργία του Βασίλη Μαυρογεωργίου είναι μια τέτοια περίπτωση. Μολονότι, αντλεί τεχνικές και ιδέες από το εύφορο λιβάδι των crime series, εντούτοις καταφέρνει να τοποθετήσει στο επίκεντρο μείζονα κοινωνικά προβλήματα, όπως αυτό της έμφυλης βίας, της γυναικείας κακοποίησης και των οριακών οικογενειακών σχέσεων.
Η σκηνοθεσίαΔύσκολη εξίσωση όταν ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης ενός έργου συναντώνται στο ίδιο πρόσωπο. Παρόλα αυτά, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου σκηνοθετεί το κείμενο του με διαύγεια. Υιοθετεί έναν άψογο ρυθμό, που κλιμακώνει το σασπένς, μακιγιάρει τις δραματουργικές αδυναμίες του κειμένου (ειδικά προς το φινάλε) και οδηγεί τους ηθοποιούς του σε ερμηνείες γεμάτες αλήθεια και ψυχολογική ένταση.
Η ειλικρινής σχέση που αναπτύσσει η εξαμελής πρωταγωνιστική ομάδα με το υλικό της είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα μιας παράστασης ρεαλισμού όπως αυτή. Όλοι, ανεξαιρέτως, μεταφέρουν στην σκηνική εμπειρία την αίσθηση μιας «φέτας ζωής». Ο Χρήστος Σαπουντζής στέρεος και γειωμένος στο ρόλο του τεχνικού της Αστυνομίας. Ο Νίκος Αλεξίου καθώς παρακολουθεί τις κλιμακώσεις του πατέρα μεταξύ αθωότητας και ενοχής. Η Κατερίνα Λυπηρίδου που ερμηνεύει με φυσικότητα την καταπιεσμένη αλλά και καταπιεστική μάνα. Η Ιωάννα Μαυρέα ως επισκέπτρια του «Μοτέλ» πάνω στην ερμηνεία της οποίας χτίζεται η ανατροπή του έργου.
Ωστόσο, την προσοχή μας στρέφουμε κυρίως στις δύο νεότερες παρουσίες της διανομής. Πρώτα στην Κλέλια Ανδριολάτου, που υποδύεται την αποκλίνουσα κόρη: Παρά τις εκφραστικές παραδρομές της, κάνει ένα αξιοπρόσεχτο ντεμπούτο, αποδίδοντας το φόβο, τις εξάρσεις και τη μοναξιά του ανθρώπου που έχει υποστεί βία. Κι επίσης, την Ελευθερία Παγκάλου στο ρόλο της φίλης της, για την ανεπιτήδευτη φυσικότητα με την οποία ερμηνεύει.
Ο Νίκος Κηπουργός φροντίζει να κάνει διακριτή την παρουσία του ως συντελεστής της παράστασης. Ορχηστρικές πάσες από τη μία σκηνή στην άλλη με αφηγηματική δυναμική, υφολογικά αμφίσημες όπως και το έργο στο οποίο αναφέρονται.
Οι φωτισμοίΤο πρόσημο της αγωνίας και των ανατροπών του έργου οφείλει και στον ατμοσφαιρικό, συχνά νουάρ, φωτιστικό σχεδιασμό της Στέλλας Κάλτσου.
Μια από τις συχνότερες παγίδες στην απόδοση του θεάτρου του ρεαλισμού είναι η, επί σκηνής, κινησιολογία. Εδώ υπό την καθοδήγηση του Πάρη Μαντόπουλου και την οργάνωση των σκηνών πάλης από τον Θάνο Δερμάτη προστατεύεται – ευτυχώς – η επιδίωξη του ‘αληθινού’ συμβάντος.
Τα Πλην (-)Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό αλλά για ένα χαρακτηριστικό που αφορά σχεδόν όλες τις παραγωγές του Θεάτρου Τέχνης. Τα, χαμηλού κόστους, σκηνικά υποβαθμίζουν την προσπάθεια των παραγωγών με την αναγκαστική λιτότητα τους. Με τα ελάχιστα μέσα κι εδώ ο σκηνογράφος Κωνσταντίνος Ζαμάνης νοηματοδοτεί μεν το φτηνό επαρχιακό μοτέλ (με τις, τυπικές, ρετρό ξύλινες επενδύσεις) αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα παραμένει ‘στενάχωρο’.
Το άθροισμα (=)Δυναμικό ντεμπούτο ενός νεόκοπου έργου με κοινωνικά αντανακλαστικά.