Hot or Not #10: Όσα μας άρεσαν και όσα μας “χάλασαν” αυτή την εβδομάδα
Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε: Από ταινίες και νέες σειρές, μέχρι νέες ανακαλύψεις σε στέκια, αυτά είναι όλα όσα μάς τράβηξαν το ενδιαφέρον.
Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, είδαμε σειρές, ταινίες, ανακαλύψαμε νέα στέκια και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μας κέντρισε το ενδιαφέρον και μας ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Βόλτα στην 68η Ανθοκομική Έκθεση Κηφισιάς και το πιο νόστιμο cheesecake που έχω φάει ποτέ!10 χρόνια ζω στην Αθήνα αλλά πρώτη φορά βρέθηκα στην 68η Ανθοκομική Έκθεση Κηφισιάς – τη μεγαλύτερη γιορτή των λουλουδιών και φυτών – στο ιστορικό Άλσος Κηφισιάς «Δήμαρχος Δημ. Ζωμόπουλος», το προηγούμενο Σάββατο. Η αλήθεια είναι πως επειδή οι δύο καραντίνες λόγω πανδημίας με βρήκαν στην επαρχία και περνούσα πολύ χρόνο περπατώντας καθημερινά στη φύση, μου είχε λείψει η αίσθηση αυτής της «επαφής» μαζί της. Η ημέρα ήταν σχεδόν καλοκαιρινή κι έτσι η βόλτα αποδείχθηκε πολύ επιτυχημένη. Προμηθεύτηκα, μάλιστα, και το πρωτομαγιάτικο στεφάνι μου με τους αγαπημένους μου αμάραντους, το οποίο βρήκε τη θέση του στην πόρτα μου – και κάθε φορά που το κοιτάζω μου φτιάχνει τη διάθεση. Δεν θέλω να παραλείψω να μιλήσω φυσικά για το πιο νόστιμο cheesecake που έχω φάει ποτέ, αφού μετά τη βόλτα στην έκθεση πήγα να απολαύσω ένα καφεδάκι κάτω από τον ήλιο στο καφέ Μέντα στην Κηφισιά. Ένα πολύ όμορφο καφέ, εντελώς της δικής μου αισθητικής. Αν βρεθείτε ποτέ στο καφέ Μέντα ζητήστε να δοκιμάσετε το cheesecake λεμόνι – ήταν απίστευτο! Και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία: Το καφέ στεγάζεται στο σπίτι που έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Άγγελος Σικελιανός.
Ευδοκία Βαζούκη
Τα νέα για τον ερχομό της Έμμα Στόουν και του Γιώργου Λάνθιμου στην Αθήνα για την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας του ταινίας «Βληχή» δεν με άφησαν ανεπηρέαστη. Μετά από την σπαζοκεφαλιά για το ποια από τις 3 προβολές της Παρασκευής 6 Μαΐου να κλείσω για να τους πετύχω, κατάφερα -προφανώς- να κλείσω την λάθος και να μη τους δω! Αλλά το αντιπαρέρχομαι αυτό -με άλλα λόγια δεν θέλω να το θυμάμαι- κι ας πω δύο λόγια -εντελώς υποκειμενικά γιατί στην προκειμένη αλλιώς δεν γίνεται- για την ταινία. Το τοπίο της Τήνου γυρισμένο σε ασπρόμαυρο με αρκετό θόρυβο, η πραγματικά συγκλονιστική Έμμα Στόουν, οι υπερευρυγώνιοι φακοί, οι γιαγιάδες και η ζωντανή μουσική της ΕΛΣ, της Χορωδίας της ΕΡΤ και της σολίστ Αγγελίνας Τκάτσεβα μου γέννησαν πολλά συναισθήματα. Κυρίως ήταν αυτό το συναίσθημα του ανοίκειου, του απόκοσμου κι ανατριχιαστικού. Μιλά για τον έρωτα; Για τον θάνατο; Μήπως για τον κύκλο της ζωής; Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά γιατί ο καθένας βάζει τις δικές του ερμηνείες. Πάντως δεν έλειψαν οι σκηνές που μπορώ να χαρακτηρίσω «λανθιμικές» και που σε μεγάλο βαθμό ως φαν της δουλειάς του, τις ήθελα κιόλας.
Φωτεινή Νικολίτσα
Το “Πλυντήριο” είναι σημείο αναφοράς της νυχτερινής Αθήνας για τις πολύ καλές τιμές του και την εγγυημένη διασκέδαση που υπόσχεται από Πέμπτη μέχρι Σάββατο. Πριν μπει στη ζωή μας η πανδημία, τα απανωτά lockdown και ο διαρκής φόβος κάθε φορά που υπάρχει έστω και υποψία πονόλαιμου, το “Πλυντήριο” ήταν τακτικό στέκι, για όλους εμάς που έχουμε απενοχοποιήσει την trash μουσική και μπορούμε να χορεύουμε όλο το βράδυ με Britney Spears, Καλομοίρα, Eurovision, 80s, 90s, ελληνική τραπ, Βασίλη Καρρά και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί -αρκεί να θεωρείται cult! Γεμάτο πλυντήρια, μαλακτικά, απορριπαντικά και κρεμασμένες μπουγάδες, μπορώ να εγγυηθώ ότι κανένα άλλο αθηναϊκό club δεν μοιάζει με το Πλυντήριο. Έτσι, η πρώτη μου έξοδος στο κάποτε αγαπημένο μου στέκι, μετά από δύο χρόνια πανδημίας, μου έδωσε μία γεύση από την προ-covid κανονικότητα και δεν θα μπορούσε παρά να είναι το highlight της εβδομάδας μου. Και φυσικά ανυπομονώ να ξαναπάω!
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Το τριήμερο της Πρωτομαγιάς παρακολούθησα το συγκλονιστικό έργο του Ariel Dorfman «Ο Θάνατος και η Κόρη» στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία της Θάλειας Γρίβα. Σε μια χώρα, η οποία βιώνει μια τρικυμιώδη περίοδο μετάβασης από τον φασισμό στη δημοκρατία, ένας άντρας, μέλος της επιτροπής διερεύνησης των ειδεχθών εγκλημάτων του προηγούμενου καθεστώτος, φέρνει ανυποψίαστος στο σπίτι έναν επισκέπτη, στου οποίου τη φωνή η σύζυγος του αναγνωρίζει τον άνθρωπο που την κακοποίησε βάναυσα ως πολιτική κρατούμενη. Ως θεατής βρέθηκα, λοιπόν, μάρτυρας μιας «τραγωδίας», χωρίς ξεκάθαρη λύση, που με έκανε να αμφιταλαντευτώ αρκετά. Από τη μια κατανοούσα τον εύθραυστο και γεμάτο οδύνη ψυχισμό της ηρωίδας, η οποία, φέροντας μέσα της την ανοιχτή πληγή του τραυματικού παρελθόντος της, προσπάθησε να έρθει αντιμέτωπη με αυτό και να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο της αποζητώντας τη μοναδική «δικαιοσύνη» που της φαινόταν εφικτή εκείνη τη στιγμή. Μια «δικαιοσύνη» που αναπόφευκτα οδηγούσε σε ένα «σταυροδρόμι» όπου θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην «εκδίκηση» και τη «συγχώρεση». Από την άλλη δεν μπορούσα να μην συνταχθώ με τις εκκλήσεις του συζύγου. Αν και θεώρησα τα κίνητρα του κάπως εγωιστικά, ωστόσο η πεποίθηση του ότι μόνο μέσα από την πραγματική δικαιοσύνη και τον νόμο η δημοκρατία μπορεί να εδραιωθεί και μια ολόκληρη χώρα, αλλά και η ίδια η ηρωίδα, μπορεί να «λυτρωθεί» και όχι μέσα από τη διαιώνιση των κακώς κειμένων του παρελθόντος, με έβρισκε σύμφωνη. Σίγουρα η γνώση, ωστόσο, ότι η γυναίκα αυτή, την οποία υποδυόταν υποδειγματικά η Σίσσυ Μαράθου, δεν βρήκε ποτέ δικαίωση μέσα από τη νόμιμη οδό και κλήθηκε να προσποιηθεί ότι μπορούσε να «ξεχάσει» και να «συγχωρέσει», ακόμη και όταν έπεφτε πρόσωπο με πρόσωπο με τον αρχιβασανιστή της, θα με στοιχειώνει για αρκετό καιρό ακόμη.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Αυτή την εβδομάδα τελείωσα ένα πολύ διάσημο βιβλίο, που από πολλούς θεωρείται κλασσικό. Έχει προσαρμοστεί και σε ταινία από τον ένα και μοναδικό Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Δεν αναφέρομαι σε άλλο παρά στο πολύ “controversial” Λολίτα. Για όσους δεν το έχουν ξανά ακούσει, η πλοκή είναι ως εξής: Ένας 40χρονος άντρας, με πολλά ψυχολογικά τραύματα από το παρελθόν ερωτεύεται ένα 12χρονο κορίτσι, στο οποίο δίνει το χαϊδευτικό “Λολίτα”. Θα έλεγα ψέματα αν προσπαθούσα να σας πείσω ότι ο τρόπος γραφής του συγγραφέα, του Β. Νομπακοφ, είναι ανιαρός. Κάθε άλλο, το βιβλίο είναι ευχάριστο, με πολύ καυστικό χιούμορ και σαρκασμό. Υπάρχει όμως για εμένα ένα πρόβλημα. Τελειώνοντας το πρώτο μέρος του βιβλίου, – το οποίο χωρίζεται σε δύο – αντιμετώπισα ένα δίλημμα. Ενώ μέχρι εκείνο το σημείο, είναι ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας προσπαθεί να καταδικάσει αυτή την συμπεριφορά της παιδοφιλίας που προέρχεται από τον πρωταγωνιστή, το νόημα και το ύφος αισθάνομαι πως παίρνουν από εκεί κι έπειτα μια διαφορετική στροφή. Είναι η αλήθεια πως κάθε βιβλίο γράφεται στην εποχή του και δεν πρέπει να το συγκρίνουμε με τα δεδομένα της δικής μας. Δεν παύει όμως να τίθεται το εξής ερώτημα: είναι σωστό να θεωρείται ένα βιβλίο για την παιδοφιλία ακόμα και τώρα “κλασσικό”, ή θα έπρεπε πλέον να επανεξετάζονται τα δεδομένα και οι καταστάσεις να αλλάζουν; Από εμένα πάντως είναι όχι.
Αθανασία Δεληγιώργη