Η Γκαλερί Άλμα παρουσιάζει, από τις 12 Μαΐου έως τις 18 Ιουνίου, την ατομική έκθεση της Κατερίνας Μερτζάνη «unREMEMBERed».
Όπως επισημαίνει η Ιστορικός Τέχνης και Επιμελήτρια της Έκθεσης Μπία Παπαδοπούλου:«Τα πρόσφατα έργα της Κατερίνας Μερτζάνη μιλούν για τη λήθη και τα θραύσματα της μνήμης, όπως υποδηλώνει άλλωστε το λογοπαίγνιο του τίτλου της έκθεσης unreMEMBERed. Αποτυπώνουν έμμεσα τη μακρά και επίπονη χειρωνακτική διαδικασία της γένεσής τους, μια διαδικασία που απαρτίζεται από αλλεπάλληλες καταστροφές, αναγεννήσεις και συνεχείς αναθεωρήσεις.
Δομικό και εννοιολογικό στοιχείο, το θραύσμα χρησιμοποιείται ως μέσον εξερεύνησης του παρόντος πεδίου, υπενθυμίζοντας παράλληλα τον πεπερασμένο χρόνο. Η καλλιτέχνις περισυλλέγει με εμμονή εικόνες και χαρακτικά από παλιά βιβλία και περιοδικά, φωτογραφίες, εφημερίδες, λεκιασμένα χαρτιά κουζίνας που πλένει και στεγνώνει, φανταχτερά χαρτιά περιτυλίγματος, μικρά κομμάτια υφασμάτων, δαντέλες, τούφες μαλλιών, στοιχεία της φύσης και άλλα ετερόκλητα μικροαντικείμενα. Λιλιπούτια αποσπάσματα της πραγματικότητας και του προσωπικού της περίγυρου που φέρουν τη γοητεία του ευτελούς και του ασήμαντου. Στην prima materia της συγκαταλέγει επίσης δικά της έργα που κατακερματίζει για να μετατρέψει τα βιωμένα εικαστικά σπαράγματα σε τμήματα νέων συνθέσεων εμποτισμένων με φρέσκες εννοιολογικές προεκτάσεις.
Στην ομώνυμη με την έκθεση ενότητα κολάζ, τα επαναχρησιμοποιημένα κομμάτια αφηρημένων έργων της με τα αστραφτερά μεταλλικά χρώματα συγκατοικούν με σκισμένες φωτογραφίες και τυπωμένες εικόνες, εν μέρει αναγνωρίσιμες. Οι συνθέσεις αιωρούνται άναρχα σε ρόδινο πεδίο και ορίζονται από την ελάχιστη χρήση μιας λιτής γραμμής που άλλοτε συνενώνει τα επικολλημένα στοιχεία και άλλοτε τα προεκτείνει νοερά στον χώρο, διεγείροντας στον θεατή ελεύθερους συνειρμούς.
Στην ενότητα «Α-μελής μνήμη» πρωταγωνιστές γίνονται τα κιτρινισμένα χαρτιά γραφής που η Μερτζάνη εντόπισε σε μεγάλες ποσότητες στο σπίτι ενός θείου της. Με αυτά δημιουργεί ιδιόρρυθμες εύθραυστες κατασκευές ακανόνιστων σχημάτων, κωδικοποιημένα ημερολόγια κομματιασμένης μνήμης. Τα παλιά χαρτιά, με εμφανή τη φθορά του χρόνου, κτίζουν το υπόβαθρο και σχηματοποιούν παράλληλα τις ανάγλυφες ποιότητες των έργων. Κόβονται αυθόρμητα με το χέρι ή με ψαλίδι ραπτικής σε μικροσκοπικά κομμάτια, τσαλακώνονται, διπλώνονται, ξεδιπλώνονται, ξανα-τσακίζονται και ξανα-σκίζονται πριν επικολληθούν τελικά πάνω στις επιφάνειες των έργων με τις άλλες ύλες. Δημιουργούν σχήματα, όγκους, πτυχώσεις, κενά, διαμορφώνοντας αλλεπάλληλες παλίμψηστες επιφάνειες. Χειρόγραφες σημειώσεις, κηλίδες μπογιάς, αφηρημένες χειρονομίες, χρωματικά αποτυπώματα, χρυσόσκονες και άλλα απαστράπτοντα ίχνη συμπληρώνουν τους χαοτικούς μικρόκοσμους που λειτουργούν σαν χαρτογραφίες της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η Μερτζάνη κομματιάζει την εύληπτη αφήγηση, όπως κομματιάζει την ανακυκλωμένη ύλη. Κρύβει και αποκαλύπτει τις χαρακτικές εικόνες – συχνά τοπία ή στιγμιότυπα από το ζωικό και φυτικό βασίλειο– με τα τσακίσματα και σκισίματα των χαρτιών καθώς και με τις διαφορετικές στρωματογραφίες των έργων. Αναποδογυρίζει τις φωτογραφίες, όπως και τα αποκόμματα των εφημερίδων, δυσχεραίνοντας ακόμα περισσότερο την ανάγνωση. Αποποιούμενη ότι περιγραφικό και προφανές, στοχεύει στην ασάφεια για να σχολιάσει έμμεσα την απώλεια διαχρονικών νοημάτων και αξιών που χαρακτηρίζει την εποχή.
Στα κολάζ «Ψαλμός 1» και «Ψαλμός 2», η γραφή γίνεται ευανάγνωστη: σκέψεις που αφορούν τον τίτλο της έκθεσης, γραμμένες με μολύβι, και στίχοι από τους ψαλμούς του Δαβίδ, σε μετάφραση Ανδρέα Κάλβου. Τα ποιητικά αποσπάσματα –νύξεις για τη μοναξιά του ανθρώπου και την ανάγκη εσωτερικής γαλήνης, αρμονίας και αναζήτησης– συνδιαλέγονται με εικόνες που προκύπτουν σαν τυχαία και, όπως πάντα, με ένα πλήθος από ετερόκλητα στοιχεία. Η αντιπαράθεση τους συνθέτει «κρυφά» αφηγήματα, ανοιχτά σε ερμηνείες.
Η Μερτζάνη παίζει με την έννοια της ψευδαίσθησης και την όραση του θεατή. Εντείνει το οπτικό παιχνίδι μεταξύ αλήθειας και ψεύδους χρησιμοποιώντας ειδικές ακρυλικές μπογιές που αλλάζουν χρώμα καθώς ο επισκέπτης κινείται στον χώρο.
Έτσι τον μετατρέπει σε ενεργό δέκτη, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την έννοια του εφήμερου και τη ρευστότητα των καιρών.
Η αισθητική μετάλλαξη κυριαρχεί στους πίνακες με τα αλλεπάλληλα στρώματα ύλης, τις πλούσιες ματιέρες και τις ποικίλες υφές. Τα έντονα γυαλιστερά χρώματά τους είναι ενίοτε γλυκερά, μια αναφορά στην αισθητική του κιτς και την άγρια, καπιταλιστική επέλαση του «έτοιμου». Πολύχρωμα, γυαλιστερά μωσαϊκά, οι πίνακες προσφέρουν πλούσια ύλη για το μάτι. Κρύβουν γρίφους και εκπλήξεις, προσκαλώντας τον θεατή να περιπλανηθεί στα μαγικά μονοπάτια τους, κινητοποιώντας την περιέργεια, τις αισθήσεις, τους συνειρμούς του νου.
Ένα κρυπτογραφημένο σχόλιο για την ανθρώπινη ύπαρξη, την κοινωνία και την εποχή, διατυπωμένο μέσα από έργα με γυναικεία τρυφερότητα και διάχυτο συναίσθημα, δίχως λυρισμούς».
Μπία Παπαδοπούλου
Ιστορικός Τέχνης, Επιμελήτρια Εκθέσεων