Σχεδόν οι μισές απαντήσεις του, μου προκαλούν ελαφρά αμηχανία.. Άραγε τις εννοεί ή αστειεύεται; Τελικά, τα ερωτηματικά στο πρόσωπο μου τον καλούν να λύσει την χαριτωμένη παρεξήγηση, λέγοντας: «Κάνω πάντα χιούμορ κι έχω αυτόν τον κυνισμό. Το κόλπο πιάνει και στους σκηνοθέτες στην πρόβα. Με ρωτούν ‘καλά τώρα, δοκιμάζεις ή κοροϊδεύεις;’. Και με το ύφος του επαγγελματία τους απαντώ: ‘Δοκιμάζω, φυσικά’». Κάπως έτσι η συνάντηση με τον Γιάννη Κότσιφα μοιάζει με αυτοσχεδιασμό – κωμικό αυτοσχεδιασμό εννοείται.
Η διάθεση που έχει επί σκηνής, στις παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου, του Νίκου Καραθάνου και σπανιότερα του Δημήτρη Μαυρίκιου – σταθερό συνεργάτη των οποίων αποτελεί – δεν απέχει και πολύ από τον τρόπο του να υπάρχει στην καθημερινότητα. Έχει χιούμορ και παιδικότητα, σαρκάζεται ανελέητα, πότε – πότε επιτρέπει στην κρυμμένη απελπισία να αποκαλυφθεί, αλλά πάντα απελευθερώνει μια σουρεαλιστική δυναμική. Τρεις ώρες μαζί του φτάνουν για να μάθεις ότι μόλις αποφάσισε να δει και τους δέκα κύκλους από τα «Φιλαράκια», ότι έχει δουλέψει μπουφετζής (ναι, έτσι το είπε) όσο σπούδαζε στο Εθνικό, ότι παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια σαν έφηβος, ότι ήταν καλός αμυντικός στο βόλεϊ, ότι έχει γράψει κείμενο για την ανάγνωση του Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς στον «Πλούτο», ότι του ανεβαίνουν γρήγορα τα δάκρυα στα μάτια.
Ο Γιάννης Κότσιφας έγινε τυχαία ηθοποιός και ακόμα, όπως ομολογεί, στην τύχη αφήνεται. Δεν αγαπά τα σχέδια, κουράζεται από το κυνήγι των στόχων, δεν είχε, ούτε έχει υψηλές φιλοδοξίες. Παρόλα αυτά, πιστεύει πως μπορεί να καταφέρει ό,τι κι αν του ζητηθεί.
Η φετινή σεζόν τον βρίσκει στο πιο οικείο του περιβάλλον: Στον «Προμηθέα» του Καραθάνου (που αυτό το καλοκαίρι ετοιμάζεται για παραστάσεις στην Γαλλία και την Ισπανία) και άμεσα στον «Φρανκεστάιν: Ο χαμένος Παράδεισος» της Κιτσοπούλου – και τα δύο παραγωγές της Στέγης. Ο ίδιος τα περιγράφει σαν το ιδανικό του στο θέατρο.
Είσαι, σχεδόν, σαν βασικό εξάρτημα της μηχανής των παραστάσεων που σκηνοθετεί η Λένα Κιτσοπούλου όσο και ο Νίκος Καραθάνος.Αυτό είναι αλήθεια. Κι εγώ έτσι νιώθω γι’ αυτά τα δύο… άτομα. Με τη Λένα συγκεκριμένα, η πρώτη επαγγελματική συνάντηση έγινε σε ένα αναλόγιο του Εθνικού Θεάτρο, στις «Ραψωδίες» του Μαρωνίτη, στις οποίες συμμετείχα κι εγώ με μικρούς ρόλους. Αυτό παρουσιαζόταν στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Τσίλερ και θυμάμαι πως η Λένα περπατούσε στο διάδρομο φορώντας μια μάσκα στο πίσω μέρος του κεφαλιού ενώ εγώ προχωρούσα στα τέσσερα. Ήταν μια ιδέα μας (και καλά) για να μην χαθεί η μαγεία. Οπότε, καταλαβαίνεις, γιατί επακολούθησαν αυτά που επακολούθησαν…
Ναι. Εκεί ένιωσα ότι για πρώτη φορά ελευθερώθηκα.
Πώς περιγράφεις τη σχέση σας;Με τη Λένα είμαστε φίλοι, με αγάπη βαθιά. Είναι σαν να έχουμε υπάρξει συμμαθητές, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουμε υπάρξει
Ως σχέση ζωής. Είμαστε φίλοι, με αγάπη βαθιά. Μοιάζουμε με δύο τεκτονικές πλάκες που υπάρχουν παράλληλα και βγάζουν σπινθήρες κατά την, μεταξύ τους, τριβή. Είναι σαν να έχουμε υπάρξει συμμαθητές, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουμε υπάρξει. Έχουμε παράλληλες ζωές, βιώματα, κοντινές σκέψεις στα ερωτικά, στα παιδέματα. Υπάρχει πολύ πυκνή εμπειρία συσσωρευμένη μεταξύ μας. Το αστείο είναι πως είχαμε γνωριστεί σε κοινωνικό επίπεδο πολλά χρόνια πριν συνεργαστούμε. Και την είχα αντιπαθήσει σφόδρα. Θυμάμαι, στην χρυσή εποχή των clubs, βγαίναμε βράδυ παρά βράδυ, με τον Καραθάνο. Η Λένα που, εν τω μεταξύ, είχε γνωριστεί με το Νίκο δουλεύοντας με τον Βασίλη Παπαβασιλείου για το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, ερχόταν να μας βρει αλλά και δεν μου έλεγε ούτε «γεια». Καθόταν στο τραπέζι μας και μιλούσε μόνο στο Νίκο! Την αντιπαθούσα φριχτά, σου λέω. Μετά αυτό ανατράπηκε εντελώς.
Τι πιστεύεις πως είναι αυτό που τροφοδοτεί κάθε φορά την συνεργασία σας;Γίνεται από μόνο του, είναι κάπως αυτονόητο. Γουστάρω να είμαι πάντα κομμάτι αυτού που κάνει – κι εκείνη με σκέφτεται αμέσως. Δηλαδή, όταν μαθαίνω πως γράφει καινούργιο έργο, λέω από μέσα μου «α, θα είμαι κι εγώ». Στη σκηνή συνεννοούμαστε χωρίς πολλά – πολλά. Ξέρω τι θέλει και πως θα το κάνω. Κι επειδή γράφει και η ίδια τα έργα της, αισθάνομαι καμιά φορά πως τα γράφει σκεπτόμενη πως θα παίξω εγώ τον τάδε ρόλο.
Καλά, εντάξει… Η Λένα δεν κάθεται σε ένα ρομαντικό παράθυρο για να γράψει για μένα! Απλώς, έχει στο μυαλό της ποιος ρόλος πάει σε ποιον.
Δεν είμαι και πολύ της καριέρας, δεν βάζω στόχους να παίξω αυτό το ρόλο, να κάνω το τάδε έργο. Δεν κάνω σχέδια
Ειδικά τα τελευταία χρόνια, συνεργάζομαι και με άλλους σκηνοθέτες. Με ζητάνε και αισθάνομαι πως με εκτιμούν – χωρίς να το λέω με έπαρση. Τώρα, όσον αφορά στη συνεργασία μου με τη Λένα υπάρχει μια μόνιμη επωδός «α, εσείς που κάνετε τα τρελά». Το έχω ακούσει πολλές φορές αυτό και μου μοιάζει αφοριστικό, ταμπέλα. Άλλοτε, πάλι γελάω. Τι να πω… Μπορεί να ισχύει κιόλας, μπορεί να «βγαίνει ο Κότσιφας και να κάνει τα τρελά του». Ίσως, γι΄ αυτό και ο ρόλος του Ωκεανού στον «Προμηθέα» του Νίκου Καραθάνου ήταν για μένα μια εμπειρία απίστευτη. Ήταν μια ευκαιρία για έναν ρόλο βαθύ, γειωμένο. Ένιωσα πως δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι· απλώς να είμαι εκεί.
Κιτσοπούλου, Καραθάνος. Μαζί με τον Δημήτρη Μαυρίκιο αυτή, μάλλον, είναι η ιερή τριάδα συνεργατών σου στο θέατρο.Ο Μαυρίκιος είναι κάτι σαν μπαμπάς και μέντορας. Πάντως, ναι όλα αυτά τα πρόσωπα είναι και η ζωή μου. Δεν είναι μόνο συνεργάτες, είναι κάτι σαν συγγενείς Θαυμάζεις έναν άνθρωπο τόσο ως άνθρωπο όσο και ως καλλιτέχνη. Δεν τους διαχωρίζω, τους αντιμετωπίζω ως όλον. Ειδικά αυτούς τους τρεις ανθρώπους που ως δημιουργοί δεν κάνουν πολλά πράγματα το χρόνο· μπορεί να περάσουν και 2-3 χρόνια για να σκηνοθετήσουν. Μου αρέσει αυτή η επιλεκτικότητα τους, δίνει ένα παραπάνω νόημα στα πράγματα. Ασφαλώς και σέβομαι τους σκηνοθέτες που κάνουν δύο και τρεις παραστάσεις σε μια σεζόν· όμως, θεωρώ ότι ο τρόπος του Μαυρίκιου, του Νίκου, της Λένας έχει ένα βάθος, μια σκέψη, μια προεργασία.
Ναι, την θεωρώ έκφραση υγείας.
Μπορεί να είμαι και τυχερός. Φυσικά, μέχρι τα 35 μου δεν συνέβαινε αυτό. Ήταν τότε που ήρθε το «Χαίρε Νύμφη» κι αισθάνθηκα πως το συνάφι με αποδέχθηκε
Να μην αισθάνεσαι κέντρο του κόσμου. Γύρω μας υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν πηγαίνουν θέατρο, άνθρωποι που ξέρουν το θέατρο μόνο ως λέξη. Κι αυτό, αν το σκεφτείς, είναι αρκετά καθησυχαστικό.
Έχεις νιώσει ποτέ έτσι, έστω και ξώφαλτσα;Νομίζω όχι. Έχω εγωισμό, θέλω να είμαι καλός, θέλω να αρέσω αλλά όχι, κέντρο του κόσμου, δεν έχω αισθανθεί. Δεν είμαι και πολύ της καριέρας, δεν βάζω στόχους να παίξω αυτό το ρόλο, να κάνω το τάδε έργο. Δεν κάνω σχέδια. Για να καταλάβεις, αν μου κάνουν πρόταση να παίξω σε ένα σίριαλ το πρώτο συναίσθημα που θα με καταλάβει θα είναι άγχος. Αντί, δηλαδή, να σκέφτομαι πως αυτό μπορεί να μου ανοίξει μια πόρτα για μια άλλη δουλειά, να γίνω πιο αναγνωρίσιμος, να παίρνω ποσοστά σε παραστάσεις κ.ο.κ.
Τι έχει η αναγνωρισιμότητα και δεν την αναζητάς;Δεν την σκέφτομαι. Αν είναι να έρθει, καλώς. Αν μου συμβεί είναι σίγουρο πως θα την χαρώ. Αλλά δεν είναι ο στόχος μου. Συχνά, όταν κατεβαίνω στην Αμαλιάδα, οι φίλοι μου με ρωτούν «τι θα γίνει δεν θα σε δούμε στην τηλεόραση;». Ωστόσο, δεν το κυνηγάω, δεν με καίει. Αν και έτοιμος είμαι για τα πάντα.
Όπως σε ακούω, μοιάζεις να αφήνεσαι σε ό,τι έρθει.Έχω ζήσει ευτυχισμένες στιγμές στο θέατρο και συνεχίζω να ζω. Στιγμές που είχαν τα πάντα μέσα: Τη χαρά, τη βαρεμάρα, την πλήξη της σεζόν. Δεν το λέω τυχαία – αν μου προτείνουν να παίξω σεζόν μπορεί να τρελαθώ. Ακόμα και μια παράσταση που διαρκεί τρεις μήνες μου φαίνεται αδιανόητη. Ιδανικό είναι αυτό το σχήμα παρουσίασης της Στέγης, δυο -τρεις εβδομάδες παραστάσεων και γεια σας. Πάντως, για να απαντήσω στην ερώτηση σου, ναι, αφήνομαι γιατί έρχονται πράγματα ωραία. Μπορεί να είμαι και τυχερός. Φυσικά, μέχρι τα 35 μου δεν συνέβαινε αυτό. Ήταν τότε που ήρθε το «Χαίρε Νύμφη» κι αισθάνθηκα πως το συνάφι με αποδέχθηκε.
Μέχρι τότε τι συνέβαινε;Με είχαν αποκλείσει κι από οντισιόν και πολλά άλλα. Μάλλον, έφταιγα κι εγώ γιατί δεν είχα δώσει το σήμα ότι «είμαι εδώ».
Έχεις την ανάγκη αποδοχής του συναφιού;Όλοι επιζητούν την αποδοχή ακόμα και μέσα στον κύκλο μιας οικογένειας. Αλλά αν νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, η αποδοχή θα έρθει αργά ή γρήγορα.
Του χρόνου, λοιπόν, έχεις προγραμματίσει τι θα κάνεις;Ούτε που με νοιάζουν οι μεγάλοι ρόλοι. Καλύτερα με τις μικρότερες συμμετοχές, είναι και πιο ξεκούραστες. Ο μεγάλος ρόλος σημαίνει πως θα σύρεις βαρύ κάρο
Θα είμαι με το Νίκο Καραθάνο στο Εθνικό κατά το δεύτερο μισό της σεζόν, σε μια παράσταση που, στ’ αλήθεια, δεν ξέρουμε τι θα είναι. Όσο για το φθινόπωρο, κάτι συζητάω με συναδέλφους.
Έχω πληροφορίες για ένα ακόμα σχέδιο στο οποίο συμμετέχεις. Ο «Προμηθέας» θα ταξιδέψει στο Φεστιβάλ του Μονπελιέ. Έχεις ανυπομονησία ή έχεις άγχος;Ασφαλώς και χαίρομαι που θα πάμε στο Μονπελιέ. Ίσως, αργότερα, ταξιδέψουμε και στη Μαδρίτη. Όμως, νιώθω πιο ελεύθερος που θα παίζω για ένα κοινό το οποίο δεν με έχει ξαναδεί ποτέ. Το μόνο πρόβλημα είναι πως δεν μου αρέσουν τα ταξίδια. Για να καταλάβεις, όταν η ομάδα πήγε στη Νέα Υόρκη και στη Χιλή με τους «Όρνιθες» – εγώ δούλευα σεζόν στην «Αγριόπαπια» στο «Πορεία» – δεν απογοητεύτηκα καθόλου που έχασα τα ταξίδια.
Όλα αυτά τα ‘θηρία’ με τα οποία συνεργάζεσαι δεν σου έχουν εμπνεύσει να κάνεις κάτι που να ξεκινάει από σένα;Κάτι τέτοιο πάει να γίνει τώρα. Θα είναι η πρώτη φορά που θα πυροδοτηθεί κάτι από μένα.
Χωρίς, ωστόσο, να έχεις περιέργεια να σκηνοθετήσεις.Δεν θέλω να έχω την ευθύνη – μπορεί και να μην είμαι ικανός να το κάνω. Μου αρκεί να κάνω το ρόλο μου, να παίξω. Βλέπω, ας πούμε, τώρα τη Λένα να ζει μια τρέλα. Δεν τη θέλω αυτήν την εξόντωση. Δεν είμαι τεμπέλης, θέλω να δουλεύω αλλά με μεγαλύτερη ησυχία.
Κι ούτε σου λείπουν οι μεγαλύτεροι ρόλοι;Ούτε που με νοιάζουν. Καλύτερα με τις μικρότερες συμμετοχές, είναι και πιο ξεκούραστες. Ο μεγάλος ρόλος σημαίνει πως θα σύρεις βαρύ κάρο.
Το θέατρο προέκυψε τυχαία στην περίπτωση σου, σωστά;Έχω μια αίσθηση ότι έχω έναν προσωπικό τρόπο, υπάρχουν πράγματα που πιστεύω ότι μπορώ να κάνω με μια προσωπική ποιότητα
Για να μην πω ότι προέκυψε κατά λάθος. Τα καλοκαίρια, όταν ήμουν παιδί, πήγαινα στην αρχαία Ήλιδα και παρακολουθούσα το Φεστιβάλ Αρχαίου δράματος που οργανωνόταν εκεί. Είχα δει την Άννα Συνοδινού να παίζει, τη Μιράντα Ζαφειροπούλου, το Δημήτρη Παπαμιχαήλ, το Νίκο Τζόγια, παραστάσεις του Ευαγγελάτου. Είχα πάρει μια ατμόσφαιρα και όπου έβρισκα ευκαιρία έκανα και τον κομπάρσο. Παρόλα αυτά, επέμενα να σπουδάσω στην Γυμναστική Ακαδημία. Ήρθα στην Αθήνα αλλά η σχολή δεν μου τράβηξε το ενδιαφέρον, περνούσα άσχημα. Κι έτσι πήγα στη χορωδία του Πανεπιστημίου όπου γνώρισα τον Δημήτρη Ντάσκα που μου είπε «γιατί δεν δίνεις στο Εθνικό; Δεν πάνε πολλά αγόρια». «Εντάξει» του λέω. Και έδωσα.
Πότε πίστεψες πραγματικά ότι είσαι φτιαγμένος για ηθοποιός;Θυμάμαι στο πρώτο έτος να λέω πως «είμαι ένα τίποτα». Κι έτσι όταν εμφανιζόμουν, οι φίλοι μου, μου έλεγαν «περνάει το τίποτα»! Στην αρχή ντρεπόμουν να λέω ότι είμαι ηθοποιός, γιατί είχα κάνει λίγα πράγματα. Άλλα όπως είπα, το «Χαίρε Νύμφη» ήταν σταθμός. Εκεί ένιωσα ότι πατάω γερά. Εκεί απέκτησα την αυτοπεποίθηση πως «ό,τι μου δώσεις θα το κάνω». Τώρα μιλάω με έπαρση!
Ο αθλητισμός σε έφερε στο θέατρο. Το θέατρο το αντιμετώπισες ως πρωταθλητισμό;Καλά δεν έχασε και πολλά ο αθλητισμός… Βόλεϊ έπαιζα. Δεν ήμουν κακός, απλώς δεν υπήρχε τότε η θέση του libero. Κι εγώ ήμουν πολύ καλός στην πρώτη μπάλα και στην άμυνα. Mε βοήθησε, λοιπόν, ο αθλητισμός να είμαι σταθερός παραγωγικά, να κρατώ ένα καλό επίπεδο.
Είκοσι δύο χρόνια στο θέατρο τι πιστεύεις πως έχεις δημιουργήσει;Είμαι θεσμός! Πλάκα κάνω – πάλι! Τι να σου πω, έχω μια αίσθηση ότι έχω έναν προσωπικό τρόπο, υπάρχουν πράγματα που πιστεύω ότι μπορώ να κάνω με μια προσωπική ποιότητα.
Ποιες είναι οι προτεραιότητες σου στο θέατρο;Γενικά, θέλω όλα να μένουν στον αφρό, θέλω να περνάμε τα βαριά πράγματα με χιούμορ. Αν και τον πανικό τον ζω, δεν τον αποφεύγω
Αυτό που ζω τώρα και στη Λένα. Να πηγαίνω στην πρόβα και να ανυπομονώ. Να νιώθω ελεύθερος δουλεύοντας, να μην νιώθω ότι κάποιος με κρίνει. Μ’ ενδιαφέρει η δουλειά να έχει ένα χαρακτήρα πανηγυριού. Να είναι ευχάριστα, ωραία, να μην αγκομαχώ που θα παίξω κάπου. Φυσικά το θέατρο δεν είναι η μοναδική προτεραιότητα μου. Είναι η οικογένεια μου – να τώρα πήγα το Πάσχα στην Αμαλιάδα και δεν το κούνησα ρούπι από το σπίτι γιατί ήθελα να τους χαρώ. Είναι επίσης οι φίλοι, τα παιχνίδια μου.
Τα παιχνίδια σου;Παίζω μανιακά World of Tanks, είναι σπουδαίο παιχνίδι, το οποίο παίζω 7 χρόνια. Με χαλαρώνει πολύ.
Κάτι παιδικό κρύβεται σε σένα…Πάρα πολύ!
Τι κρατάει αυτή την παιδικότητα ζωντανή;Μάλλον ότι κάνω αυτό το επάγγελμα. Είμαι τυχερός γιατί κάνω αυτό που αγαπώ. Αλλά πάντα με χαρακτήριζε μια παιδικότητα. Μικρός ήμουν πολύ ντροπαλός. Δούλευα σερβιτόρος στον πατέρα μου (που ήταν μάγειρας) και ντρεπόμουν τόσο πολύ, ώστε δεν πήγαινα ν’ αφήσω το πιάτο στο τραπέζι. Γενικά, θέλω όλα να μένουν στον αφρό, θέλω να περνάμε τα βαριά πράγματα με χιούμορ. Αν και τον πανικό τον ζω, δεν τον αποφεύγω.
Θα κατέτασσες τον εαυτό σου στην κωμωδία;Είμαι ο καλύτερος κωμικός της γενιάς μου! Πλάκα κάνω – ξανά. Εννοείται πως έχω μια τάση στην κωμικότητα, γέρνω πιο εύκολα στη μπαλαφάρα, αλλά χωρίς να ξεφεύγω και να γίνεται φτηνό το αστείο. Είμαι, λοιπόν, και κωμικός ηθοποιός.
Δεν θα ξεχάσω το γέλιο μέχρι δακρύων βλέποντας σε στους «Τυραννόσαυρους».Ναι, ο ρόλος της Κάτιας Λε Ρουά… Το θεωρώ ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχω κάνει. Είχε και πολλά προσωπικά μου πράγματα.
Κρίνοντας από την δική μας συναναστροφή, έχεις ανάγκη να κάνεις τους άλλους να γελούν.Σίγουρα, το χιούμορ μου σχετίζεται με μια εσωτερική εκτόνωση. Να προχθές, στην πρόβα, άρχισα να αυτοσχεδιάζω και μ’ έπιασε τέτοια λύσσα που αρνούμουν να κατέβω από τη σκηνή. Φώναζα «εδώ θα μείνωωω».
Ας μείνουμε λοιπόν, στον «Φρανκεστάιν», το τέρας της Μαίρη Σέλεϋ. Τι αναρωτιέται η δική σας παράσταση γι’ αυτό τον ήρωα – σύμβολο;Η Έλλη (Παπαγεωργακοπούλου) ήταν το χάδι στο κοστούμι μας. Μας λείπει πολύ. Μόνο ευχαριστώ της φωνάζω
Ένα κακόμοιρο πλάσμα ήταν, με όψη τερατική, που γεννήθηκε χωρίς να το θέλει, μα ήθελε να ζήσει, να μιλήσει, να κοινωνικοποιηθεί. Αναζητούσε την αγάπη, είχε καλά αισθήματα. Μετά, βέβαια, άρχισε να σκοτώνει.
Πιστεύεις πως όλοι κρύβουμε κάτι σκοτεινό, τερατώδες μέσα μας;Απολύτως. Και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποκαλυφθεί. Αν δεις πως θυμώνω όταν οδηγώ με όλους αυτούς εκεί έξω… Αν αυτός ο θυμός μεταφραζόταν σε μυϊκή δύναμη θα μπορούσα να κάνω κακό. Αναγνωρίζω, φυσικά, ότι κάνω μεγάλο λάθος. Τέρατα είμαστε όλοι – γι’ αυτό και η ανθρωπότητα πάει κατά διαόλου. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι έχουμε μέλλον πάνω από 20 χρόνια.
Φέτος, τόσο στον «Προμηθέα» όσο και στον «Φρανκεστάϊν» σε περιτριγυρίζει το ζήτημα της αθανασίας. Τι σκέψεις έχεις για το τέλος των πραγμάτων και το μάταιο της ύπαρξης;Δύσκολες εποχές για να απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα. Μάταιο και να στύψω το κεφάλι μου για να απαντήσω… Η αθανασία έχει πολύ δουλειά και αιωνίως αγωνία. Τα πράγματα είναι σοφά φτιαγμένα. Τελειώνεις, τελειώνει και ησυχάζει.
Πώς βίωσες την απώλεια της στενής σας συνεργάτιδας, της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου;Η Έλλη μας ήταν το χάδι στο κοστούμι μας. Το σκηνικό όνειρο που γινόταν πραγματικότητα. Ευφυής, με βλέμμα που σε διάβαζε πριν της εξομολογηθείς κάτι. Μας λείπει πολύ. Μόνο ευχαριστώ της φωνάζω.
Η ανοχή μας στην δυστοπική πραγματικότητα είναι τερατική συνενοχή;Η αλήθεια είναι πως λίγα μπορώ ν’ αφήσω στην άκρη. Αφού τα έχω, ας μου κάνουν συντροφιά. Ζω με τις ελλείψεις και τα χούγια μου
Πιστεύω πως στην αδικία πρέπει να αντιδράς. Αυτό σε κάνει άνθρωπο. Προσωπικά, το έχω κάνει και μια φορά πάνω σε μια πρόβα. Κάποιος μίλησε αισχρά σε μια κοπέλα της παραγωγής. Δεν κρατήθηκα, άρχισα να τρέμω, αλλά δεν μπορούσα να μην επέμβω.
Έχεις εντοπίσει τα σκοτεινά κομμάτια σου;Φυσικά! Έχω περάσει και την κατάθλιψη μου, πήρα και τα φαρμακάκια μου για οκτώ μήνες. Θυμάμαι, ήταν την εποχή του «Βυσσινόκηπου». Για καιρό ξυπνούσα μέσα στη νύχτα κι έκλαιγα, χωρίς να έχει συμβεί κάτι συγκεκριμένο. Αλλά, φαίνεται πως ήταν πολλά συσσωρευμένα πράγματα μέσα που ξεσπούσαν τότε.
Τι θα ήθελες να αφήσεις πίσω σου;Τίποτα. Είμαι τέλειος! Όπως κατάλαβες, πάλι πλάκα κάνω. Η αλήθεια είναι πως λίγα μπορώ ν’ αφήσω στην άκρη. Αφού τα έχω, ας μου κάνουν συντροφιά. Ζω με τις ελλείψεις και τα χούγια μου.
Μεγαλώνοντας πόσο έχεις αλλάξει – αν έχεις αλλάξει;Πάντα με χαρακτήριζε μια έλλειψη ψυχραιμίας. Όταν συνέβαινε κάτι κακό και σοβαρό, έκλαιγα, πίστευα πως ήρθε το τέλος του κόσμου
Πάντα με χαρακτήριζε μια έλλειψη ψυχραιμίας. Όταν συνέβαινε κάτι κακό και σοβαρό, έκλαιγα, πίστευα πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Θυμάμαι όταν αρρώστησε η μάνα μου, νοίκιασα αμάξι και βγήκα στην Εθνική με προορισμό την Αμαλιάδα. Ενώ οδηγούσα, άρχισα να ουρλιάζω για να συνειδητοποιήσω τι έκανα. Φτάνοντας, όμως, ήμουν εκεί, δίπλα της. Τα είχα καταφέρει. Νομίζω πως διαχειρίζομαι κάπως πιο ψύχραιμα κάποια πράγματα. Διαχειρίζομαι διαφορετικά τις φοβίες και τους ψυχαναγκασμούς μου. Βέβαια, η Λένα με λέει μια ζωή «ψυχανάγκα».
Δώσε μου ένα παράδειγμα ψυχαναγκασμού.Έχω φοβίες για αρρώστιες, για εξετάσεις… Κι επίσης, ξαναμπαίνω δέκα φορές στο σπίτι για να τσεκάρω αν έχω κλείσει το θερμοσίφωνα, γυρίζω να δω αν έχω κλείσει τα φώτα στο αμάξι άλλες τόσες… Τέτοια. Από την άλλη, έχουν κι αυτά την γλύκα τους. Άσε και κάτι να υπάρχει.