Ο Φρανκ Σινάτρα στον κινηματογράφο: Οι ερμηνείες που άφησαν εποχή
Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ο Φρανκ Σινάτρα, η σπουδαιότερη φωνή του 20ου αιώνα, κι εμείς θυμόμαστε τις πιο ενδιαφέρουσες εμφανίσεις του στον κινηματογράφο.
Ο Φρανκ Σινάτρα, γεννημένος στις 12 Δεκεμβρίου 1915, στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια ήταν ένας από τους λίγους τραγουδιστές και ηθοποιούς του Χόλιγουντ, που κατάφερε μέσα από μια μακρά καριέρα και μια πολύ δημόσια προσωπική ζωή, να γίνει τελικά από τους πιο περιζήτητους καλλιτέχνες στη βιομηχανία του θεάματος. Γι’ αυτό δεν είναι και περίεργο, που συχνά χαρακτηρίζεται ως ο σπουδαιότερος Αμερικανός τραγουδιστής του 20ού αιώνα.
Παράλληλα, με την εμβληματική καριέρα του στη μουσική, εμφανίστηκε σε αρκετές ταινίες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, και μάλιστα εξελίχθηκε τόσο μπροστά από τον φακό, που η ερμηνεία του επαινέθηκε παγκοσμίως και του χάρισε το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Έτσι, έγινε ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφικούς αστέρες της δεκαετίας του 1950 και του ’60 -αν και όπως ήταν γνωστό, στο πλατό δεν ήταν πάντα και ο καλύτερος συνεργάτης…
Με αφορμή τον θάνατό του, σαν σήμερα 14 Μαΐου πριν από 24 χρόνια, εμείς κάνουμε μία αναδρομή στις 5 καλύτερες ερμηνείες του στη μεγάλη οθόνη.
Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι (1953)Το Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι είναι δραματική ταινία, που κυκλοφόρησε το 1953, με θέμα τους Αμερικανούς στρατιώτες στη Χαβάη τους μήνες πριν από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το 1941. Ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς ταινίες της εποχής της και κέρδισε οκτώ βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και αυτό της καλύτερης ταινίας. Ο Σινάτρα έλαβε για την ερμηνεία του το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Τζέιμς Τζόουνς, ένα “φλέγον” βιβλίο, που θεωρούνταν ακατάλληλο για κινηματογράφηση, μέχρι που ο επικεφαλής της Columbia Pictures Χάρι Κον δέχτηκε το κάπως περιορισμένο σενάριο που έγραψε ο Ντάνιελ Ταραντάς. Ο σκηνοθέτης Φρέντ Ζίμερμαν επέμεινε να γυριστεί η ταινία σε ασπρόμαυρο για να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα των θεμάτων της.
Ο Μοντγκόμερι Κλιφτ, ο Φράνκ Σινάτρα και ο συγγραφέας Τζέιμς Τζόουνς ήρθαν πολύ κοντά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και συχνά έπιναν σε μνημειώδεις κραιπάλες. Ο Κλιφτ εκπαίδευσε τον Σινάτρα στο πώς να παίζει τον Μάτζιο κατά τη διάρκεια των πιο νηφάλιων στιγμών τους, πράγμα για το οποίο ήταν αιώνια ευγνώμων. Ο Σινάτρα είχε τα δικά του προσωπικά προβλήματα. Η κατάρρευση του γάμου του με την Άβα Γκάρντνερ τον βάρυνε πολύ- η κατάσταση έγινε τόσο άσχημη που ένα βράδυ ανακοίνωσε στον Μοντγκόμερι Κλιφτ ότι επρόκειτο να αυτοκτονήσει.
Ένας αστικός μύθος σχετικά με το κάστινγκ του Φρανκ Σινάτρα ήταν ότι η Μαφία έκανε στην Columbia Pictures μια προσφορά που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αυτό, βέβαια, μυθοποιήθηκε στο μυθιστόρημα του Μάριο Πούζο «Ο Νονός» (1972) και στην επακόλουθη κινηματογραφική μεταφορά του. Ο πραγματικός λόγος για την επιλογή του Σινάτρα ήταν κυρίως η τότε σύζυγός του Άβα Γκάρντνερ, η οποία γύριζε μια ταινία για τον επικεφαλής της “Columbia”, Χάρι Κον, και του πρότεινε να χρησιμοποιήσει τον Σινάτρα. Αν και αρχικά ήταν απρόθυμος, ο Κον είδε τελικά ότι αυτό ήταν μια καλή ιδέα, καθώς οι μετοχές του Σινάτρα ήταν τόσο χαμηλές εκείνη την εποχή που θα υπέγραφε με πολύ χαμηλό μισθό. Ο Σινάτρα είχε προσπαθήσει πολύ για το ρόλο, προτείνοντας μάλιστα να το έκανε και για το τίποτα, αλλά τελικά προσλήφθηκε για το συμβολικό ποσό των 8.000 δολαρίων.
Το Στίγμα του Κολασμένου (1958)Η ταινία «Το Στίγμα του Κολασμένου» είναι η πρώτη από τις επτά ταινίες στις οποίες ο Φρανκ Σινάτρα και ο Ντιν Μάρτιν θα εμφανίζονταν μαζί. Η δημιουργία της μάλιστα σηματοδότησε την έναρξη μιας αχώριστης φιλίας, όχι μόνο μεταξύ των δύο μελλοντικών «Rat Packers» (μια άτυπη ομάδα καλλιτεχνών, η δεύτερη εκδοχή της οποίας τελικά γύρισε ταινίες και εμφανιζόταν μαζί σε χώρους καζίνο του Λας Βέγκας), αλλά και με την πρωταγωνίστριά τους Σίρλεϊ Μακλέιν.
Η ταινία ακολουθεί τον Ντέιβ Χιρς (Σινάτρα), έναν διάσημο συγγραφέα που επιστρέφει στη μικρή του πατρίδα, την Ιντιάνα, μετά τη θητεία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ταινία αποτελεί διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του 1958 του Τζέιμς Τζόουνς, ο οποίος είχε γράψει και το «Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι» (1951). Ο Μάρτιν απέσπασε επαίνους ως διασκεδαστικός βυτιοφορέας – πλέιμποϊ, ενώ η Μακλέιν έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ ως το «κακό κορίτσι» που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει λίγη ανθρώπινη συμπόνια ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης. Ο Έλμερ Μπερνστάιν απέσπασε τις καλύτερες κριτικές για τη σκληρή μουσική του.
Ο Βινσέντε Μινέλι και ο Φράνκ Σινάτρα συγκρούστηκαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της κορυφαίας σκηνής του καρναβαλιού. Ο Μινέλι αφιέρωσε πολύ χρόνο για να στήσει ένα πλάνο με μια ρόδα λούνα παρκ και στη συνέχεια αποφάσισε να μετακινήσει τη γιγαντιαία ρόδα, αντί να μετακινήσει την κάμερα, για να πετύχει το αποτέλεσμα που ήθελε. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη Σίρλεϊ Μακλέιν, «Ο Φράνκ όρμησε προς τη λιμουζίνα του, βούτηξε μέσα με το κεφάλι και διέταξε τον οδηγό να τον πάει στο αεροδρόμιο. Επέστρεψε στο Λος Άντζελες και ο Ντιν πήγε μαζί του».
Το Μάγκες και Κούκλες διασκευάστηκε από την ομώνυμη θεατρική επιτυχία, η οποία βασίστηκε σε κείμενα του Ντέιμον Ράνιον. Η ιστορία ακολουθεί τις ευτράπελες προσπάθειες του ψυχαναγκαστικού Νεοϋορκέζου τζογαδόρου Νέιθαν Ντιτρόιτ (τον υποδύεται ο Φρανκ Σινάτρα) να οργανώσει ένα υψηλού προφίλ αλλά παράνομο παιχνίδι ζάρια πριν τον σταματήσει η αστυνομία -ή πριν τον πιάσει η πολύπαθη φίλη του. Εν τω μεταξύ, ο συνάδελφός του εγκληματίας, ο χαρισματικός Σκάι Μάστερσον (Μάρλον Μπράντο), προσπαθεί να συνάψει ένα απίθανο ειδύλλιο με την συντηρητική ιεραπόστολο Σάρα Μπράουν (Τζιν Σίμονς).
Μάρλον Μπράντο και Φρανκ Σινάτρα δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά. Το καστ και το συνεργείο γρήγορα διχάστηκαν μεταξύ των υποστηρικτών του Μπράντο (ανάμεσά τους ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς και η πρωταγωνίστρια Τζιν Σίμονς) και του Σινάτρα και της συνοδείας του. Τελικά, ο Μπράντο και ο Σινάτρα μιλούσαν μεταξύ τους μόνο μέσω μεσαζόντων.
Η ένταση μεταξύ των δύο ανδρικών πρωταγωνιστών ξεκίνησε αμέσως. Ο Μπράντο πλησίασε τον Σινάτρα, ζητώντας βοήθεια για τα μουσικά νούμερα και προτείνοντάς του να δουλέψουν μαζί πάνω σε αυτά. Ο Σινάτρα του είπε ότι δεν γουστάρει «αυτές τις χαζές μεθόδους» και αρνήθηκε. Μετά από επανειλημμένα γυρίσματα της σκηνής όπου ο Σκάι και ο Νέιθαν συναντιούνται για πρώτη φορά, αναγκάστηκαν να σταματήσουν τα γυρίσματα της πρώτης μέρας, όταν ο Σινάτρα είχε φάει υπερβολική ποσότητα cheesecake. Είπε ότι δεν μπορούσε να φάει άλλη μπουκιά. Ο Μπράντο, γνωρίζοντας πόσο πολύ μισούσε ο Σινάτρα το τσίζκεϊκ, είχε σκόπιμα χαλάσει κάθε λήψη έτσι ώστε ο Σινάτρα να τρώει το ένα κομμάτι τσίζκεϊκ μετά το άλλο. Την επόμενη μέρα, επέστρεψαν και γύρισαν τη σκηνή τέλεια με την πρώτη λήψη. Ακόμα, ο Σινάτρα απεχθανόταν τον Μπράντο διότι εκείνος πήρε ον πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν μπορούσε να τραγουδήσει όπως εκείνος. Εξου και το παρατσούκλι «Μουρμούρης», που του είχε δώσει ο Σινάτρα.
Υψηλή Κοινωνία (1956)Αυτό το μουσικό ριμέικ της ταινίας του 1940 «Η ιστορία της Φιλαδέλφεια» σημείωσε τεράστια επιτυχία το 1956, ιδίως στη Βρετανία, καθιστώντας περιττές τις συγκρίσεις με τον υπέροχο προκάτοχό του. Είναι έξυπνα σκηνοθετημένο από τον λαμπρό Τσαρλς Γουόλτερς (ο πρωταγωνιστής Μπινγκ Κρόσμπι δεν μπορούσε να χορέψει, αλλά αυτό δεν φάνηκε ποτέ) και προσφέρει πολλές αξέχαστες στιγμές, κυρίως τη σύμπραξη των Κρόσμπι και Σινάτρα για το πνευματώδες νούμερο του Κόουλ Πόρτερ «Well, Did You Evah?» και την απολαυστική Γκρέις Κέλι σε έναν ρόλο που παίζει καταπληκτικά -αυτόν της πλούσιας κακομαθημένης κοπέλας. Ο Σινάτρα και η Σελέστ Χολμ έκαναν ένα ταιριαστό ζευγάρι, αλλά δυστυχώς ο μεγάλος τζαζίστας Λούις Άρμστρονγκ περιορίστηκε στη χορωδία, ως “τσιράκι” του Κρόσμπι.
Ο Άνθρωπος της Μαντζουρίας είναι ένα θρίλερ του Ψυχρού Πολέμου, που εκτόξευσε τον Τζον Φρανκενχάιμερ στην κορυφή των σκηνοθετών του Χόλιγουντ. Μια διμοιρία Αμερικανών στρατιωτών με επικεφαλής τον ταγματάρχη Μπένετ Μάρκο (τον οποίο υποδύεται ο Φρανκ Σινάτρα) αιχμαλωτίζεται, μεταφέρεται στη Μαντζουρία και υφίσταται πλύση εγκεφάλου από κομμουνιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας. Αγνοώντας την πλύση εγκεφάλου, οι στρατιώτες απελευθερώνονται και μετά τον πόλεμο ο Μάρκο, ο λοχίας Ρέιμοντ Σο (Λόρενς Χάρβεϊ) και ένα άλλο μέλος της μονάδας βιώνουν μυστηριωδώς τον ίδιο επαναλαμβανόμενο εφιάλτη στον οποίο ο Σο ακολουθεί τις εντολές των κομμουνιστών και σκοτώνει δύο άλλα μέλη της μονάδας.
Ο Φρανκ Σινάτρα είχε ένα μικρό… ατύχημα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, όταν έσπασε το μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού πάνω στο γραφείο στη σεκάνς μάχης με τον Χένρι Σίλβα. Λόγω των συνεχιζόμενων κινηματογραφικών υποχρεώσεων, δεν μπόρεσε να ξεκουραστεί ή να δέσει σωστά το χέρι του, με αποτέλεσμα ο τραυματισμός να επουλωθεί λανθασμένα. Αυτό του προκάλεσε χρόνιο πόνο για το υπόλοιπο της ζωής του. Κατά δική του ομολογία, η καλύτερη δουλειά του γινόταν πάντα στην πρώτη λήψη. Στον σεναριογράφο, παραγωγό και σκηνοθέτη Τζον Φρανκενχάιμερ άρεσε πάντα η ιδέα της χρήσης της φρεσκάδας της πρώτης λήψης – έτσι σχεδόν όλες οι βασικές σκηνές στις οποίες συμμετέχει ο Σινάτρα είναι πρώτες λήψεις, εκτός αν κάποιο τεχνικό πρόβλημα εμπόδιζε τη χρήση τους.
Σύμφωνα με τον σεναριογράφο και παραγωγό Τζορτζ Άξελροντ, ο Φράνκ Σινάτρα είχε κάποιες απαιτήσεις. Όλες οι σκηνές του έπρεπε να προγραμματιστούν εκ των προτέρων και να γυριστούν σε δεκαπέντε ημέρες. Πριν φύγει από τα γυρίσματα, ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να δει κάθε κομμάτι του υλικού στο οποίο συμμετείχε. Ο Τζον Φρανκενχάιμερ του είπε ότι μπορούσε να τα δει όλα εκτός από την πολύπλοκη, πολυπρόσωπη σεκάνς πλύσης εγκεφάλου, η οποία δεν είχε ακόμη μονταριστεί, αλλά ο Σινάτρα επέμενε «με μια φωνή που ένιωθες ότι θα σπάσουν τα γόνατα», είπε ο Άξελροντ. Για να εξυπηρετήσουν τον Σινάτρα, ο Άξελροντ και ο μοντέρ Φέρις Γουέμπστερ πέρασαν από το σενάριο των γυρισμάτων και σημείωσαν πού έπρεπε να γίνουν όλες οι περικοπές, και στη συνέχεια ο Γουέμπστερ το συνέθεσε ώστε να το δει ο Σινάτρα. Σύμφωνα με τον Άξελροντ, η σκηνή όπως είχε κοπεί για το σκοπό αυτό μπήκε στην τελική ταινία αυτούσια.
Με πιθανή εξαίρεση τον Μπινγκ Κρόσμπι, κανένας άλλος Αμερικανός διασκεδαστής δεν πέτυχε τέτοιο επίπεδο σεβασμού και δημοτικότητας τόσο ως τραγουδιστής όσο και ως ηθοποιός. Παρόλο που λέγεται ότι ο Σινάτρα σταμάτησε να παίρνει σοβαρά τον κινηματογράφο μετά τον «Άνθρωπο της Μαντζουρίας», λόγω της συνεχιζόμενης απογοήτευσής του από την κουραστική διαδικασία παραγωγής ταινιών, το κινηματογραφικό του βιογραφικό παραμένει εντυπωσιακό.