Συν & Πλην: «Επαρχία» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Επαρχία» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα που ανεβαίνει στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων.
Έχουν περάσει 25 χρόνια από το ανέβασμα του έργου «Στην Εθνική με τα μεγάλα» στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, τότε σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη. Και σήμερα ο Μιχάλης Βιρβιδάκης επιστρέφει σ’ έναν τόπο, που τρόπον τινά, τον ανέδειξε συγγραφικά (είχε προηγηθεί και μια διάκριση στον ετήσιο διαγωνισμό του υπουργείου). Αποδεικνύοντας, για μια ακόμα φορά, πόσο τον απασχολεί το θέμα της εθνικής μας ταυτότητας όσο και η άρνηση της εθνικής μας ενηλικίωσης.
Η «Επαρχία» του είναι αφόρητα δικιά μας. Είναι η επίσκεψη σε μια πόλη της περιφέρειας (από νωρίς γίνεται καθαρό πως ο συγγραφέας μιλάει για την Κατερίνη αφού οι ήρωες του είναι ‘βαμμένοι’ οπαδοί του Πιερικού) από την πίσω πόρτα. Είναι το κρυφάκουσμα της ‘κάτω’ πόλης, της θαμμένης αλήθειας της κοινωνίας που σέρνεται μέσα στη σαπίλα, τα εγκλήματα και τα αδιέξοδα της. Ο Βιρβιδάκης αναπτύσσει ένα αστυνομικό στόρι με κοινωνικό – πολιτικό πρόσημο, όπου όλα τα στρώματα ενός πολιτειακού συνόλου συνυπάρχουν στην ενοχή. Τρία αγόρια, διαφορετικών καταβολών – ο ένας είναι γιος του τοπικού βουλευτή, ο άλλος γιος του παπά της ενορίας και ο τρίτος ένας ψευδο-επαναστάτης αναρχικός – οργανώνουν μια ληστεία στην τράπεζα της πόλης. Ο καθένας συμμετέχει σε αυτό το σχέδιο για διαφορετικούς λόγους: Ο πρώτος για να εκδικηθεί τον αυταρχικό πατέρα του, ο δεύτερος γιατί γουστάρει την αποδοχή των φίλων του, ενώ ο τρίτος γιατί προτάσσει ιδεολογικούς λόγους. «Διαβάστε λίγο Μπακούνιν», προτρέπει τους συνεργούς του. Και οι τρεις τους συναντώνται στην οργή.
Όσο η μέρα της ληστείας προχωράει, τόσο εμπλέκονται σε αυτήν και άλλα πρόσωπα της πόλης: Μια νεαρή πόρνη με πικρή ιστορία, η φίλη της που μόλις χώρισε με ένα βίαιο και διεφθαρμένο αρχιφύλακα της περιοχής και ο φαύλος βουλευτής που στον ελεύθερο χρόνο του ‘συναντά’ την όμορφη πόρνη της ιστορίας.
Αν κανείς μπορεί να ονοματίσει τις κυρίαρχες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, όλες παρελαύνουν από την «Επαρχία», έστω και με διακριτικό τρόπο: Η χαμέρπεια της εξουσίας, οι πολιτικοί εκβιασμοί, το μαύρο χρήμα, οι γονείς που δυναστεύουν τα παιδιά τους με τα δικά τους όνειρα, η σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση, η εκπόρνευση, η πτώση των ιδεολογιών, η ταξική ανισότητα, τα ανέξοδα όνειρα της μεγάλης ζωής, η λογική του οπαδισμού, η εξάρτηση από τη θρησκεία, τα κυκλώματα της αστυνομικής διαφθοράς, η κατάχρηση αστυνομικής εξουσίας, η συναναστροφή του περιθωρίου με το κράτος, είναι μόνο μερικά από τα θέματα που φιλτράρει η «Επαρχία». Και το πράττει μέσα από το συσχετισμό επτά ολοκληρωμένων ηρώων, οι οποίοι αντανακλούν όλο το σκοτάδι της ελληνικής πραγματικότητας.
Χρησιμοποιώντας καθημερινό λόγο κι άλλοτε ποιητικό, μπαίνοντας βαθιά στον ρεαλισμό αλλά και σε κάποιες στιγμές, με αποδομητική προς αυτόν, διάθεση, ο Μιχάλης Βιρβιδάκης δομεί ένα δίπρακτο κείμενο, 15 πυκνών σκηνών. Μπαινοβγαίνει στην καυστική σάτιρα, τη μαύρη κωμωδία, την ηθογραφία και το κοινωνικό δράμα και συνεχίζει την μεγάλη κληρονομιά του Κεχαΐδη, του Ποντίκα, του Διαλεγμένου και του Καμπανέλλη για να φτάσει μέχρι το θέατρο του Τσίρου και του Κατσικονούρη.
Η παράστασηΣτην εκπνοή της χειμερινής σεζόν, μας αποκαλύπτεται μια από τις παραστάσεις της χρονιάς. Με αφετηρία τη νέα σημαντική δραματουργία του Μιχάλη Βιρβιδάκη, ο Γιώργος Σκεύας – ιδιαίτερος γνώστης των δυσκολιών του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων – κάνει μια δυνατή, καθαρή και σε βάθος ανάγνωση του. Αναδεικνύει τους χυμούς του κειμένου, υιοθετεί έναν εξαιρετικό ρυθμό, σκιαγραφεί ισορροπημένα τα ‘ανισόρροπα’ πρόσωπα και οδηγεί σε μεστές, γειωμένες στο ρεαλισμό, ερμηνείες τους πρωταγωνιστές του.
Τα Συν (+) Το έργοΣύμπτωση; Πάντως, μετά από την ασφυκτική περίοδο της πανδημίας και των lockdowns, η νωθρή – το τελευταίο διάστημα – ελληνική δραματουργία έχει αρχίσει να κάνει σημαντικές καταθέσεις. Η τελευταία δουλειά του Μιχάλη Βιρβιδάκη συνυπολογίζεται σε αυτή την πολύτιμη σοδειά για την ενάργεια με την οποία κατανοεί και καταγράφει το δομικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας. Και απολαμβάνει τον ίδιο ενθουσιασμό με τον οποίο υποδεχθήκαμε έργα στην διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης όπως «Ο άγριος σπόρος» (Γιάννης Τσίρος) και ο «Χαρτοπόλεμος» (Βαγγέλης Ρωμνιός – Γιωργής Τσουρής).
Η σκηνοθεσίαΜια νέα δραματουργία φέρει τις ελευθερίες όσο και τις δεσμεύσεις στην αποτύπωση της. Από τη μια, μπορεί να συστήσει ένα νέο έργο χωρίς να ‘λογοδοτεί’ σε παλαιότερα ανεβάσματα και σκηνοθετικές οπτικές. Την ίδια ώρα οφείλει να το συστήσει δυναμικά και να αποτελέσει, με τη σειρά της, ‘προηγούμενο’ για επόμενα ανεβάσματα. Ο Γιώργος Σκεύας επιτυγχάνει ένα φορτισμένο ντεμπούτο στην «Επαρχία» με βασικά προσόντα το ‘κάθετο’ διάβασμα του, την ανάδειξη του εσωτερικού παλμού του αλλά και τον παλλόμενο ρυθμό στη ροή της αφήγησης.
Οι ερμηνείεςΗ διανομή της «Επαρχίας» δεν έχει ονόματα ‘μαρκίζας’, αλλά έχει να επιδείξει ένα συνεκτικό θίασο που αποδίδει τα μέγιστα με μια στιβαρή ερμηνευτική αλήθεια. Και οι επτά ηθοποιοί αξιοποιούν το χώρο που τους δίνεται από τη δραματουργία – υψηλής αξίας μονολόγους – για να σχηματοποιήσουν τα κίνητρα λειτουργίας των ηρώων τους. Ο Τάσος Λέκκας στον αβανταδόρικο όσο και εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο του τραυλού Iggy, μοιάζει να καταθέτει υποσχέσεις για το μέλλον του στο θέατρο. Ο Δημήτρης Αποστολόπουλος στο ρόλο του ‘ακρωτηριασμένου’ γιου τοπικών παραγόντων φωτίζει θαυμάσια τις επιπλοκές της οικογενειακής καταπίεσης και προσδοκίας.
Ο Απόστολος Καμιτσάκης ερμηνεύει με πίστη τον ‘εγκέφαλο’ της ληστείας και ιδεολόγο Γαβρίλη, αποκαλύπτοντας συνάμα την κενόδοξη φύση του. Με έκπληξη (ευχάριστη) συναντάμε τον Ορέστη Τζιόβα στο ρόλο του Μάκη, που δημιουργεί ένα πολύ ρεαλιστικό πορτρέτο της διαφθοράς της αστυνομικής εξουσίας. Αντιστοίχως, ο Νίκος Αρβανίτης είναι έξοχος στο ρόλο του διαπλεκόμενου βουλευτή, ορίζοντας όλες τις παρενέργειες μιας «επαρχίας». Ωστόσο, η πιο δονούμενη ερμηνεία έρχεται από την γυναίκα της πρωταγωνιστικής ομάδας, την Γρηγορία Μεθενίτη, κυρίως για τον σπαρακτικό μονόλογο της κακοποιημένης κόρης. Αξιοσημείωτη, αν και σύντομη, η παρουσία της Δήμητρας Βήττα στον κρίσιμο ρόλο της Βούλας γυναίκας που φεύγει από το πλευρό του ‘οξύθυμου’, όταν αυτός σηκώνει χέρι πάνω της.
Η μουσικήΡοκ φλόγα με ψυχεδελικές αποχρώσεις φέρνουν οι μουσικές του Σήμη Τσιλαλή, ανεβάζοντας τους παλμούς της αφήγησης.
Ελλείψει και μιας σκηνικής πρότασης, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, αναλαμβάνουν ακόμα πιο κεντρικό ρόλο, δημιουργώντας χώρους και ατμόσφαιρες προς όφελος της αισθητικής της παράστασης.
Είναι η πολλοστή φορά που, στο βωμό περιορισμού του κόστους μιας παραγωγής, θυσιάζεται η σκηνογραφία. Ακόμα κι αν αυτός δεν είναι ο λόγος που η σκηνογραφία (από τον σκηνοθέτη της Γιώργο Σκεύα) της «Επαρχίας» περιορίζεται σε ένα άδειο αφαιρετικό τοπίο (με ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα) το αποτέλεσμα δεν είναι βοηθητικό για την παράσταση. Όσο για τα κοστούμια, απλώς λειτουργικά μέσα στο ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης.
Φορτισμένο ντεμπούτο μιας νέας, σημαντικής δραματουργίας που αποτυπώνεται σε μια εξίσου σημαντική παράσταση.