Η Λητώ Μεσσήνη μεγάλωσε σε μια οικογένεια που η Τέχνη ήταν σε πρώτο πλάνο. Για τους γονείς της, το να μάθει μουσική η ίδια και η αδερφή της ήταν αντίστοιχης σημασίας με το να γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Έτσι η ενασχόλησή της με το τραγούδι ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία και σχεδόν φυσικά η Λητώ οδηγήθηκε από τις χορωδίες του ωδείου και τις μικρές σχολικές σκηνές, στις μεγάλες θεατρικές και μουσικές σκηνές. Αυτή η χαρά και το αίσθημα ελευθερίας που ένιωθε από μικρό παιδί – και το θυμάται έντονα – είναι κάτι που την ακολουθεί μέχρι και σήμερα που το αίσθημα έχει και κάτι το εθιστικό, σύμφωνα με την ίδια. Κι αυτή είναι η όμορφη πλευρά της ενασχόλησης με την Τέχνη επαγγελματικά. Αυτό που θα ανακάλυπτε πολύ αργότερα ήταν κάτι που της είχε πει παλαιότερα και η μητέρα της, ότι αυτή η δουλειά θέλει πολύ γερό στομάχι.
Τις σπουδές στο Ωδείο Αθηνών ακολούθησαν οι σπουδές στο Στούντιο Όπερας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κι έπειτα ήρθαν σπουδαίες συνεργασίες με το Θέατρο Λίνμπουρυ της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, το BAM Θέατρο Φίσερ της Νέας Υόρκης, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, την Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, την Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και άλλες πολλές. Η ίδια είναι επίσης ιδρυτικό μέλος της ομάδας μουσικού θεάτρου ΡΑΦΗ, που έχει ξεκινήσει τη δράση της από το 2012 και έκτοτε πραγματοποιεί συνεργασίες με σημαντικούς πολιτιστικούς θεσμούς της χώρας. Κάτι που ίσως δεν γνωρίζαμε για εκείνη είναι ότι έχει σπουδάσει και Ψυχολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Σήμερα την απολαμβάνουμε στην παράσταση «Χιροσίμα, αγάπη μου», τη θεατρική μεταφορά της εμβληματικής γαλλο-ιαπωνικής ταινίας σε σενάριο της Μαργκερίτ Ντιράς, που ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου Σημείο, σε σκηνοθεσία του Νίκου Διαμαντή. Ένας ρόλος μη τραγουδιστικός που αρχικά την ξάφνιασε αλλά στη συνέχεια θεώρησε μεγάλη πρόκληση. Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, κάναμε μια κουβέντα μαζί της για την πορεία της και όσα της έχει μάθει το μουσικό θέατρο, για το ίδιο το έργο και την σπουδαιότητά του στο σήμερα αλλά και τα μελλοντικά της σχέδια.
Γεννήθηκα σε μία οικογένεια καλλιτεχνών. Η μητέρα μου σκηνοθέτης/θεατρολόγος, ο πατέρας μου μουσικός/συνθέτης/ραδιοφωνικός παραγωγός. Όλοι στην ευρύτερη οικογένεια αγαπούσαν πολύ την μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, την λογοτεχνία. Η αδερφή μου κι εγώ ξεκινήσαμε μαθήματα πιάνου από μικρές στο Ωδείο Αθηνών. Νομίζω ότι για τους δικούς μου το να μάθουμε μουσική είχε την ίδια σημασία με το να μάθουμε να διαβάζουμε και να γράφουμε.
Μου άρεσε πολύ να τραγουδάω. Στο τραγούδι έβρισκα χαρά και μία αίσθηση ελευθερίας. Συμμετείχα με ενθουσιασμό στις χορωδίες του ωδείου και του σχολείου. Αντλούσα μεγάλη απόλαυση από την συνήχηση των φωνών και την συνύπαρξη σε ένα κοινό σώμα.
Η οικογένειά σας ήταν ενθαρρυντική στο να ακολουθήσετε αυτό τον δρόμο σπουδών και έπειτα καριέρας; Τι θυμάστε να σας συμβουλεύουν πιο έντονα στο ξεκίνημά σας;Η οικογένειά μου δεν έφερε καμία αντίρρηση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Θυμάμαι όμως την μητέρα μου να λέει ότι η δουλειά αυτή θέλει πολύ γερό στομάχι. Το κατάλαβα στην πορεία αυτό…
Θυμάστε την πρώτη εκείνη φορά που βρεθήκατε πάνω στη σκηνή;Μικρή ήμουν ντροπαλή. Οι μαθητικές συναυλίες και παραστάσεις μου προκαλούσαν μεγάλο άγχος. Δεν ένιωθα καθόλου άνετα να εκτίθεμαι στον κόσμο, να στέκομαι εκεί και να τραγουδάω. Από την άλλη, υπήρχαν φορές που η μητέρα μου σκηνοθετούσε παραστάσεις εκτός Αθήνας τα καλοκαίρια και έβρισκε τρόπο να μάς εντάξει κι εμάς. Αυτό τότε μου φαινόταν διασκεδαστικό, ήταν σαν παιχνίδι. Την ίδια αίσθηση κρατάω και από την πρώτη φορά που τραγούδησα ρόλο σε παράσταση όπερας. Ένα παιχνίδι ανάμεσα στους συντελεστές και το κοινό. Ήμουν κατενθουσιασμένη.
Ποια συναισθήματα ανακαλείτε από την πρώτη φορά που βρεθήκατε αντιμέτωπη με το κοινό;Η σκηνική έκθεση πάντοτε με βάζει σε μία πολύπλοκη και έντονη συναισθηματική διαδικασία. Είναι περίεργο· δεν μπορώ ποτέ να προβλέψω πώς θα νιώσω. Το έργο, οι συνοδοιπόροι μου επί σκηνής, η ενέργεια που λαμβάνουμε από το κοινό, η ίδια η καθημερινότητα, δημιουργούν νήματα διαφορετικά κάθε φορά. Τίποτα δεν μπορεί να επαναληφθεί, τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί. Αφήνεσαι στην στιγμή. Αυτό έχει κάτι απελευθερωτικό. Και εθιστικό.
Πλέον κι ενώ έχετε διαγράψει ήδη μια σημαντική πορεία τι θα λέγατε πως είναι για εσάς το μουσικό/λυρικό θέατρο και τι έχετε μάθει από αυτό;Το μουσικό/λυρικό θέατρο μου έχει διδάξει να μην παίρνω τίποτα ως δεδομένο, να είμαι ταπεινή, να έχω υπομονή και επιμονή.
Είναι τόπος συνάντησης ανθρώπων-κόσμων-τεχνών-ιδεολογιών· είναι πεδίο πειραματισμού, αναμέτρησης και αυτογνωσίας· είναι απόλαυση, βαθιά συγκίνηση, ειλικρίνεια. Το μουσικό/λυρικό θέατρο μου έχει διδάξει να μην παίρνω τίποτα ως δεδομένο, να είμαι ταπεινή, να έχω υπομονή και επιμονή.
Ξαφνιάστηκα αρχικά που κάποιος με επέλεξε για έναν ρόλο μη τραγουδιστικό. Ένιωσα χαρά που θα βρίσκομαι δίπλα σε τόσο άξιους και αγαπημένους συνεργάτες και για όλα όσα θα μάθω από εκείνους. Έπειτα, ανυπομονησία να τσαλαβουτήσω σε αχαρτογράφητα νερά, και συνάμα φόβο. Αποτελεί τεράστια πρόκληση η συνάντηση με ένα τέτοιο κείμενο. Και τιμή, φυσικά.
Ο ρόλος μου είναι Εκείνη. Μια Γαλλίδα ηθοποιός που βρίσκεται στην Χιροσίμα για τα γυρίσματα μίας ταινίας και ζει μία έντονη, σύντομη ερωτική ιστορία με Εκείνον, έναν Ιάπωνα αρχιτέκτονα. Η συνάντηση αυτή την φέρνει αντιμέτωπη με την τραυματική ανάμνηση του νεανικού της έρωτα στη Νεβέρ με έναν Γερμανό στρατιώτη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και την διαπόμπευσή της μετά την Απελευθέρωση. Σε μία πόλη που ανακάμπτει από την απόλυτη καταστροφή, που επουλώνει τις πληγές της μετά την ατομική βόμβα, Εκείνη αναβιώνει το προσωπικό της βαθύ τραύμα και προσπαθεί να ορίσει εκ νέου τον εαυτό της. Η πολύπλευρη προσωπικότητά της μου αποκαλύπτεται κι εμένα κομμάτι-κομμάτι και με εκπλήσσει συνεχώς. Οι δημιουργοί του έργου (Μαργκερίτ Ντυράς, Αλέν Ρενέ), με αφετηρία τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και επίκεντρο την ερωτική σχέση των δύο αυτών ανθρώπων, διερευνούν την έννοια του τραύματος, τους μηχανισμούς της μνήμης/λήθης, την ταύτιση της προσωπικής και της συλλογικής ιστορίας.
Που βρίσκετε εσείς να σας αγγίζει περισσότερο το αριστουργηματικό αυτό έργο της Μαργκερίτ Ντυράς, που ανεβαίνει στο θέατρο Σημείο σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή;Με συγκινεί η βαθιά σύνδεση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους και η πανανθρώπινη ανάγκη να αφεθείς στον άλλον και να αποκαλυφθείς.
Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας κάνει το έργο αυτό σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ;Η ανθρωπότητα τείνει να ξεχνάει τα οδυνηρά τραύματά της και έτσι ιστορία επαναλαμβάνεται.
Το έργο αγγίζει το ζήτημα του πολέμου, της πυρηνικής καταστροφής και της ολοκληρωτικής απώλειας και πώς όλα αυτά επηρεάζουν την προσωπική αλλά και συλλογική ιστορία μας. Η ανθρωπότητα τείνει να ξεχνάει τα οδυνηρά τραύματά της και έτσι ιστορία επαναλαμβάνεται – ο πόλεμος, οι απειλές για χρήση πυρηνικών, η καταστροφή, ο αφανισμός.
Υπήρξε κάτι που ανακαλύψατε σε σχέση με την εποχή μας ή ενδεχομένως και με τον εαυτό σας μέσα από τη βαθύτερη τριβή σας με το έργο κατά την προετοιμασία της παράστασης;Με προβληματίζει πολύ το πόσο δεν αφήνουμε τις ρωγμές μας να φανούν, το πόσο δεν είναι αποδεκτό κάτι τέτοιο κοινωνικά. Η ιδέα ότι πρέπει να δείχνουμε δυνατοί, άτρωτοι. Οφείλουμε να αγκαλιάσουμε τις πληγές μας ως μέρος της προσωπικής μας ιστορίας και δύναμης.
Έχετε κάποιο αγαπημένο σας απόσπασμα από το κείμενο; Θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;Μία φράση που της λέει Εκείνος προς το τέλος του έργου: «Σε μερικά χρόνια όταν θα σε έχω πλέον ξεχάσει, θα σε θυμάμαι ως το σύμβολο για την λήθη του έρωτα. Θα θυμάμαι αυτήν την ιστορία ως τον τρόμο της λησμονιάς». (μετάφραση Χρήστου Χρυσόπουλου)
Τι είδους πρόκληση και πόσο διαφορετική είναι η εμπειρία για μια μονωδό να συμμετέχει στο θέατρο;Στην πραγματικότητα αυτό που διαφέρει ανάμεσα στο λυρικό θέατρο και το θέατρο πρόζας είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί κανείς τα εκφραστικά του μέσα. Στο λυρικό θέατρο η φωνή είναι το βασικό εκφραστικό εργαλείο, ένα εργαλείο σαρωτικής δύναμης. Η μουσική καθοδηγεί, δίνει tempo, δημιουργεί ατμόσφαιρα, συγκίνηση. Τροφοδοτεί τον τραγουδιστή, κι εκείνος με την προσωπική του ερμηνεία τροφοδοτεί το έργο. Στο θέατρο πρόζας, δημιουργείς εσύ την παρτιτούρα. Παίζεις με τον τόνο τη φωνής, την ένταση, τον ρυθμό, τις παύσεις – δεν είναι όλα προαποφασισμένα. Υπάρχει δηλαδή μία ελευθερία που στο λυρικό θέατρο δεν την έχεις σε τόσο μεγάλο βαθμό, γιατί κινείσαι με βάση μία παρτιτούρα. Αυτή η ελευθερία με τρόμαξε αρχικά, δεν ήξερα να την διαχειριστώ. Ακόμα μαθαίνω.
Κατά τη γνώμη σας ένας λυρικός τραγουδιστής πρέπει να είναι και καλός ηθοποιός;Πιστεύω ότι ένας λυρικός τραγουδιστής πρέπει ως περφόρμερ να είναι «ανοιχτός» στο ανοίκειο, να έχει την διάθεση να πειραματιστεί επί σκηνής και να ρισκάρει.
Από όλους τους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει μέχρι σήμερα, υπάρχει κάποιος που ξεχωρίζετε;Έχω διδαχθεί από την κάθε ηρωίδα που έχω υποδυθεί, έχω γελάσει, έχω προβληματιστεί.
Ο κάθε ρόλος έχει μία ιδιαίτερη θέση μέσα μου. Ακούγεται ίσως λίγο κλισέ, αλλά πραγματικά έτσι αισθάνομαι. Έχω διδαχθεί από την κάθε ηρωίδα, έχω γελάσει, έχω προβληματιστεί. Ο κάθε ρόλος με πάει ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πιο βαθιά. Ξεχωρίζω την κυρά Φροσύνη (Π.Καρρέρ, Φροσύνη) που ερμήνευσα σε παραγωγή της ομάδας Ραφή – μια χειραφετημένη και παρεξηγημένη ηρωίδα, που «αναστήθηκε» από την αφάνεια, καθώς το συγκεκριμένο μουσικό έργο δεν είχε παρουσιαστεί σκηνικά για παραπάνω από έναν αιώνα.
Μελλοντικά, με ποιες ηρωίδες θα θέλατε να αναμετρηθείτε ερμηνευτικά;Δεν έχω σκεφτεί ακόμα το μετά… Για την ώρα είμαι αφοσιωμένη σε Εκείνη.
Μετά το «Χιροσίμα, αγάπη μου» στο Θέατρο Σημείο πού θα σας συναντήσουμε στη συνέχεια;Το καλοκαίρι θα βρεθώ στη Λήμνο για το 2ο Kournos Music Festival, το οποίο διοργανώνουμε με την αδερφική μου φίλη και συνεργάτη Αναστασία Κότσαλη. Οι δυο μας έχουμε ιδρύσει την ομάδα μουσικού θεάτρου Ραφή, που πλέον μετρά 10 χρόνια παρουσίας στον χώρο. Με την Ραφή, πέρα από τη Λήμνο, θα βρεθούμε στον αρχαιολογικό χώρο της Ανακτορούπολης στο πλαίσιο του «Όλη η Ελλάδα Ένας Πολιτισμός», με το έργο Κουταλιανοί ή το βάρος της Ιστορίας, σε μουσική σύνθεση Αποστόλη Κουτσογιάννη και κείμενο του Μάριου Χατζηπροκοπίου. Ακόμα, η συνεργασία μου με το θέατρο Σημείο συνεχίζεται, με την συμμετοχή μου στο έργο Ισλαχανέ σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή, το οποίο θα παρουσιαστεί στην Θεσσαλονίκη αρχές Σεπτεμβρίου.
Η Λητώ Μεσσήνη πρωταγωνιστεί στο έργο «Χιροσίμα, αγάπη μου» της Μαργκερίτ Ντυράς που παρουσιάζεται στο Θέατρο Σημείο (Χαριλάου Τρικούπη 4, Καλλιθέα | 302109229579) σε σκηνοθεσία του Νίκου Διαμαντή. Παίζουν επίσης οι: Ιωάννα Μακρή, Ομηρος Πουλάκης, Βαγγέλης Ρόκκος.
Παραστάσεις: Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 20:30 και Κυριακή στις 19:30.
Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος: 15 €, Φοιτητικό, Άνω των 65: 10 €, Ατέλειες, Ανέργων, ΑΜΕΑ: 5 €