Ο Κλιντ Ίστγουντ γίνεται 92: Οι σκηνοθετικές επιτυχίες που άφησαν εποχή
Σήμερα ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης Κλιντ Ίστγουντ γιορτάζει τα 92α γενέθλιά του και εμείς θυμόμαστε τις 5 καλύτερες ταινίες που έχει σκηνοθετήσει στην καριέρα του.
Σαν σήμερα, 31 Μαΐου το 1930, γεννήθηκε ο 92χρονος πλέον Κλιντ Ίστγουντ, μια σπουδαία προσωπικότητα του κινηματογράφου, με μια καριέρα που ξεπερνά τις έξι δεκαετίες και πάνω από 50 ταινίες στο “βιογραφικό” του -είτε ως ηθοποιός, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως συνθέτης!
Ο άνθρωπος που κάποτε συνέδεσε το όνομα του με τις μεγαλύτερες γουέστερν επιτυχίες (ξεκινώντας ως ο “Άνθρωπος χωρίς όνομα” στην “Τριλογία των Δολαρίων” του Σέρτζιο Λεόνε) κατέληξε μερικά χρόνια αργότερα να σκηνοθετεί οσκαρικές ταινίες -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εγκατέλειψε τα αγαπημένα του western.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές -και ακόμα περισσότερα βραβεία. Μεταξύ άλλων, το 1992 κέρδισε το πρώτο του σκηνοθετικό Όσκαρ για το “Unforgiven”, ενώ το 2004 κέρδισε το δεύτερο Όσκαρ του για το “Million Dollar Baby.
Σήμερα, ο ακούραστος Ίστγουντ γιορτάζει τα 92α γενέθλιά του κι εμείς θυμόμαστε τις καλύτερες ταινίες που έχει σκηνοθετήσει στην σπουδαία καριέρα του.
Για τους περισσότερους κριτικούς, το «Unforgiven», που βγήκε το 1992, είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο κινηματογραφικό επίτευγμα του Ίστγουντ. Η ιστορία ενός γερασμένου πιστολέρο, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Ίστγουντ, που εγκαταλείπει τη νέα του ζωή ως αγρότης, για να δώσει τέλος σε μία τελευταία δουλειά, είναι πιθανό να ακούγεται σαν μια αρκετά τυπική αφήγηση γουέστερν. Αλλά είναι γνωστό πως η ταινία δεν χαρακτηρίζεται απλά και μόνο από την πλοκή, αλλά και από το πως ο σκηνοθέτης την αποτύπωσε στην οθόνη. Με την εξαιρετική δουλειά του Τζιν Χάκμαν (ο οποίος κέρδισε Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου γι’ αυτή την ερμηνεία), του Μόργκαν Φρίμαν και του ίδιου του Ίστγουντ, η ταινία αποτελεί ένα αριστούργημα. Για το «Unforgiven», ο Ίστγουντ κέρδισε δύο Όσκαρ, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερης ταινίας, καθώς και την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα καλύτερης σκηνοθεσίας.
Αν και η μουσική ενορχήστρωση έγινε από τον Λένι Νίχαους, το κύριο τραγούδι της ταινίας γράφτηκε από τον ίδιο τον Ίστγουντ. Το σενάριο κυκλοφορούσε στο Χόλιγουντ για σχεδόν 20 χρόνια. Ο Τζιν Χάκμαν το διάβασε και το απέρριψε, αλλά ύστερα πείσθηκε από τον Ίστγουντ (ο οποίος κατείχε τα δικαιώματα της ταινίας για κάποιο διάστημα). Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πώς όταν Ίστγουντ πήρε στα χέρια του το σενάριο, δεν το διάβασε αμέσως και χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να καταφέρει να το ολοκληρώσει, καθώς αυτός που του το έδωσε του είχε πει πως δεν ήταν και τίποτα το σπουδαίο.
Το Mystic River αποτελεί την δεύτερη υποψηφιότητά του Ίστγουντ για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Η ταινία γυρίστηκε το 2003 και βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Ντένις Λεχέιν. Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται σε μια τριάδα παιδικών φίλων που, μετά από την δολοφονία της κόρης του ενός, συναντιούνται ως ενήλικες για να ξεκαθαρίσουν τα γεγονότα που οδήγησαν στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Ο Ίστγουντ έλαβε επίσης την δεύτερη υποψηφιότητά του για Όσκαρ σκηνοθεσίας (και την πέμπτη συνολικά για Όσκαρ), καθώς και την τρίτη υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Μερικά trivia που πολλοί δεν ξέρουν: Στα 5 πρώτα λεπτά της ταινίας, όταν ο νεαρός Ντέιβ πετιέται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου των απαγωγέων του, ο ένας άνδρας που κάθεται στη θέση του συνοδηγού γυρίζει και επιδεικνύει το δαχτυλίδι του, ένα δαχτυλίδι επισκόπου. Στο βιβλίο δεν αναφέρεται ποτέ ότι ο χαρακτήρας ήταν ιερέας, αλλά προστέθηκε στην ταινία, καθώς τα γυρίσματα έγιναν κατά τη διάρκεια του σκανδάλου σεξουαλικής κακοποίησης ιερέων στην αρχιεπισκοπή της Βοστώνης.
Ο Ίλαϊ Γουάλας, που στην ταινία υποδύεται έναν ιδιοκτήτη κάβας, ισχυρίστηκε ότι γύρισε τη σκηνή του σε μία λήψη και χωρίς ούτε μια λέξη από τον σκηνοθέτη Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος είχε τέτοια εμπιστοσύνη στην υποκριτική του, που του αρκούσε απλώς να γνωρίζει τις ατάκες που έχει σκοπό να πει.
Million Dollar Baby (2004)Σε ηλικία 74 ετών, ο Κλιντ Ίστγουντ έγινε ο γηραιότερος νικητής του Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας χάρη σε αυτή την ταινία. Ο παραγωγός Άλμπερτ Σ. Ράντι λάτρεψε την ιστορία και ήταν αποφασισμένος να την κάνει ταινία. Πέρασε τέσσερα χρόνια προσπαθώντας να βρει χρηματοδότες που ενδιαφέρονταν να τον βοηθήσουν να κάνει το σχέδιο του πραγματικότητα. «Δεν μπορούσα να βρω κανέναν ενδιαφερόμενο», είπε σε μια συνέντευξη, «και μιλάω για ανθρώπους που είναι φίλοι μου, ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζομαι εδώ και χρόνια. Μου έλεγαν: “Ποιος θέλει να δει μια ταινία για δύο γέρους γκρίζους τύπους και μια μαχήτρια;”». Τελικά, βρήκε κάποιον που ενδιαφερόταν, τον Κλιντ Ίστγουντ. Διάβασε το σενάριο και είπε: «Είναι καταθλιπτικό… αλλά Θεέ μου, είναι πανέμορφο».
Κόλλησε στην κόλαση της ανάπτυξης για χρόνια με πολλά στούντιο να το απορρίπτουν λόγω του σχετικά μελαγχολικού του θέματος. Ακόμα και η Warner Bros το απέρριψε, παρά τη μακροχρόνια συνεργασία της με τον Κλιντ Ίστγουντ, αρνούμενη να βάλει τα 30 εκατομμύρια δολάρια που απαιτούνταν. Ο Ίστγουντ έπεισε, εν τέλη, τον Τομ Ρόζενμπεργκ της Lakeshore Entertainment να βάλει το μισό προϋπολογισμό, μαζί με τη Warner Brothers.
Η προετοιμασία και τα γυρίσματα αυτής της ταινίας ήταν τόσο γρήγορα που ο παραγωγός και σκηνοθέτης Κλιντ Ίστγουντ κράτησε ουσιαστικά το ίδιο συνεργείο που χρησιμοποίησε στο Mystic River.
Σε ένα τολμηρό πείραμα το 2006, ο Ίστγουντ γύρισε διαδοχικές ταινίες που εξέταζαν τη μάχη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ίβο Τζίμα από την οπτική γωνία και των δύο πλευρών. Η πρώτη ταινία, «Οι σημαίες των προγόνων μας» επικεντρώθηκε στους έξι Αμερικανούς που αποτέλεσαν πρωταγωνιστές της εμβληματικής εικόνας της ύψωσης της αμερικανικής σημαίας στην Ίβο Τζίμα και χάρισε στον Ίστγουντ την πέμπτη υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, το δεύτερο έργο του, «Γράμματα από την Ίβο Τζίμα», ήταν σύμφωνα με τους κριτικούς το σπουδαιότερο από τα δύο, εξετάζοντας τη μάχη από την ιαπωνική οπτική. Αυτή ήταν η τέταρτη ταινία του Ίστγουντ που του χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αλλά και το τέταρτο Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας.
Η ιστορία του υπολοχαγού Ίτο, που δένει πάνω στο σώμα του νάρκες και ξαπλώνει ανάμεσα σε πτώματα για να επιτεθεί σε ένα άρμα, βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Σατορού Ομαγκίρι, όπως την αφηγείται ο Τζον Τόλαντ στο βιβλίο του «The Rising Sun».
Πρόκειται για μία από τις εννέα μόνο ξενόγλωσσες ταινίες που έχουν προταθεί για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Αν και γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στα ιαπωνικά, ήταν αμερικανική παραγωγή και, ως εκ τούτου, δεν ήταν επιλέξιμη για υποψηφιότητα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Το αρχικό σχέδιο ήταν να ειπωθούν και οι δύο πλευρές της ιστορίας σε μία ταινία. Καθώς εξελισσόταν η παραγωγή, έγινε φανερό ότι υπήρχαν πάρα πολλά να ειπωθούν και ότι οι δύο διαφορετικές κουλτούρες δημιουργούσαν πολύ διαφορετικές ιστορίες. Ο Κλιντ Ίστγουντ ζήτησε από τον προηγούμενο συνεργάτη του Πολ Χάγκις να γράψει το σενάριο, αλλά ο Χάγκις θεώρησε ότι δεν είχε επαρκή προσόντα για να κάνει τη δουλειά. Κάλεσε έτσι την Iris Yamashita, η οποία ήταν βοηθός έρευνας στις “Σημαίες των Προγόνων μας” (2006), να τον βοηθήσει. Έτσι, καταλήξαμε στο αριστούργημα που είναι η ταινία αυτή.
Sully (2016)Ο Ίστγουντ είχε πάντα μία ιδιαίτερη σχέση με τους ήρωες, είτε αυτοί βρίσκονταν στην οθόνη, είτε στην πραγματική ζωή. Και δεν υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι ήρωες τόσο αγαπητοί, όσο ο πιλότος Τσέσλι Σουλενμπέργκερ, γνωστός ως «Sully». Το 2009 έσωσε ένα αεροπλάνο γεμάτο επιβάτες μιας πτήσης της «US Airways» που είχε πληγεί από ένα σμήνος πουλιών που κατέστρεψαν τη μηχανή του, προσγειώνοντάς το στη μέση του ποταμού Χάντσον της Νέας Υόρκης. Όταν ο Ίστγουντ επέλεξε έναν από τους πιο αγαπημένους ηθοποιούς της Αμερικής, τον Τομ Χανκς, για τον ρόλο του θαρραλέου πιλότου, στην ταινία που σκηνοθέτησε για αυτό το γεγονός το 2016, μπορεί κανείς να πει πως έκανε την καλύτερη επιλογή.
Ο Κλιντ Ίστγουντ μάλιστα γύρισε σκόπιμα τη διαφυγή στη σωσίβια σχεδία χωρίς πρόβα, προκειμένου να μπορέσει να αποτυπώσει τη σωματική δυσκολία της απελευθέρωσης της σχεδίας με τέτοιο τρόπο, που ο θεατής να την αισθάνεται σαν πραγματική. Οι ενέργειες του Τομ Χανκς και του Άαρον Έκχαρτ ήταν όλες χωρίς σενάριο και αυτοσχέδιες πάνω στο πώς αισθάνονταν ότι θα είχαν ενεργήσει, εάν βρίσκονταν σε αυτή την θέση.