Μαξίμ Γκόρκι: Η ζωή και το σπουδαίο έργο του κορυφαίου Ρώσου λογοτέχνη
Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ο Μαξίμ Γκόρκι, γνωστός ως ο δημιουργός του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”, σε ηλικία 68 ετών.
Γνωστός από πολλούς ως ένας από τους μεγαλύτερους προστάτες των σοβιετικών γραμμάτων, ο Μαξίμ Γκόρκι είναι ένας από τους πιο διακεκριμένους Ρώσους συγγραφείς που έζησαν ποτέ.
Σήμερα είναι η 86η επέτειος του θανάτου του και εμείς βρίσκουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τη ζωή και το έργο του -εξίσου ενδιαφέροντα και τα δύο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ -το 1892, ενώ εργαζόταν σε μια εφημερίδα στην Τιφλίδα, άλλαξε το όνομά του σε Μαξίμ Γκόρκι. Γκόρκι στα ρωσικά μεταφράζεται ως «πικρός» και αντανακλούσε τόσο τις απόψεις του για το τότε ρωσικό κράτος, όσο και τον πυρήνα της λογοτεχνικής του φιλοδοξίας: να πει την πικρή αλήθεια.
Yπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Ο πατέρας του, ένας ταπετσιέρης που εξελίχθηκε σε ναυτιλιακό πράκτορα και πέθανε από χολέρα όταν ήταν πέντε ετών. Μετά από αυτό η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και έτσι ο Γκόρκι στάλθηκε στο Νίζνι Νόβγκοροντ για να τον μεγαλώσουν οι γονείς της. Όταν ο παππούς του τον έστειλε να εργαστεί στην τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών, ο Γκόρκι ξυλοκοπήθηκε από τους εργοδότες του και ήταν σχεδόν πάντα πεινασμένος και ρακένδυτος. Ωστόσο, ενώ εργαζόταν ως λαντζιέρης σε ένα ατμόπλοιο του Βόλγα, ένας συνάδελφός του τον μύησε στο διάβασμα, ένας σπόρος που θα συνέχιζε να αναπτύσσεται σε όλη του τη ζωή.
O Γκόρκι έλαβε μια φιλελεύθερη και αδόμητη εκπαίδευση, η οποία αποτελούνταν κυρίως από τα ρομαντικά παραμύθια και τις θρησκευτικές διδασκαλίες της γιαγιάς του. Στην αυτοβιογραφία της παιδικής του ηλικίας, υποστήριξε ότι τα μυστηριώδη και ελκυστικά παραμύθια της γιαγιάς του ξύπνησαν τη φαντασία του. Βιώνοντας τρομερούς ξυλοδαρμούς και κακοποίηση ως παιδί, η καλοσύνη και η συμπόνια της γιαγιάς του ήταν μια αχτίδα ελπίδας μέσα σε τόσα πολλά βάσανα. Όταν πέθανε η μητέρα του, ο παππούς του τον έδιωξε από το σπίτι και έτσι ξεκίνησε το δικό του δρόμο στη ζωή.
Το «σχολείο» του από εκεί και πέρα ήταν η ζωή στους δρόμους των πόλεων κατά μήκος του ποταμού Βόλγα, όπου ταξίδευε. Αφού απέτυχε στις εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο του Καζάν, εργάστηκε σε ένα αρτοποιείο και στη συνέχεια εντάχθηκε σε έναν επαναστατικό κύκλο, όπου διάβαζε μαρξιστική λογοτεχνία. Έχοντας περάσει χρόνο στο Καζάν, αργότερα εργαζόμενος και ως λιμενεργάτης και νυχτοφύλακας, ο Γκόρκι επιχείρησε -χωρίς επιτυχία- να βάλει τέλος στη ζωή του. Στη συνέχεια αποφάσισε να ταξιδέψει σε όλη τη χώρα με τα πόδια και πέρασε μεγάλο μέρος του χρόνου του κάνοντας περιστασιακές δουλειές στη Νότια Ρωσία, μια περίοδος που τροφοδότησε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του ενδιαφέροντος για τον πόνο των «απλών» ανθρώπων. Τελικά εγκαταστάθηκε στην Τιφλίδα της Γεωργίας, όπου άρχισε να δημοσιεύει τα διηγήματά του.
Το 1895, έγινε διάσημος με τη δημοσίευση του διηγήματός του «Τσελκάς» σε ένα κορυφαίο λογοτεχνικό περιοδικό με έδρα την Αγία Πετρούπολη. Το διήγημα επικεντρώνεται σε έναν περιπλανώμενο αλήτη στην πόλη της Οδησσού και είναι εμβληματικό του ενδιαφέροντος του Γκόρκι για τους κοινωνικούς παρίες της κοινωνίας. Το 1899 ακολούθησε μια ιστορία με παρόμοιο θέμα, το «Είκοσι έξι άντρες και ένα κορίτσι», η επιτυχία του οποίου ανέβασε τον συγγραφέα στα ανώτερα κλιμάκια του λογοτεχνικού τοπίου της Ρωσίας, στα οποία εκείνη την εποχή βρίσκονταν οι Λέων Τολστόι και Άντον Τσέχωφ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, έγραψε μια σειρά θεατρικών έργων που αναδείκνυαν τις πολιτικές ανησυχίες του, το πιο διάσημο από τα οποία ήταν «Τα κατώτερα βάθη», που δημοσιεύτηκε το 1902. Το έργο αυτό είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, που ο Κονσταντίν Στανισλάβσκι το ανέβασε αμέσως στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, ενώ ανέβηκε και στην Ευρώπη. Μάλιστα, η γερμανική εκδοχή του προβλήθηκε στο Βερολίνο 300 φορές στη σειρά. Ο Τολστόι συγκλονίστηκε από αυτή την επιτυχία. Όταν διάβασε για πρώτη φορά το έργο ρώτησε τον Γκόρκι: «Γιατί να γράψεις κάτι τέτοιο;», αδυνατώντας να καταλάβει πως ένα έργο για ένα νυχτερινό καταφύγιο αστέγων που απεικονίζει πόρνες και αλκοολικούς θα μπορούσε να ενδιαφέρει το κοινό.
Αφού συνδέθηκε στενά με το μπολσεβίκικο κόμμα, ο Γκόρκι στάλθηκε σε ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έγραψε το διαβόητο επαναστατικό μυθιστόρημά του «Η Μάνα». Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1906 από ένα αμερικανικό λογοτεχνικό περιοδικό και μεταφράστηκε στα ρωσικά το 1907. Αν και παρέμεινε ανεπιτυχές εμπορικά, αποκρυστάλλωσε μεγάλο μέρος του επαναστατικού του πνεύματος. Ο Γκόρκι θεωρούσε τον Τολστόι σχεδόν θεό και επηρεάστηκε έντονα από αυτόν. Από την πλευρά του, η λογοτεχνική ιδιοφυΐα με τα λευκά γένια ένιωθε τη σημασία της νέας πεζογραφίας του Γκόρκι, αλλά ενοχλήθηκε όταν διάβασε για την απροσδόκητα επιτυχημένη (ή και σκανδαλώδη) περιοδεία του Γκόρκι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θεωρείται από πολλούς ο θεμελιωτής της σοβιετικής λογοτεχνίας, αφού ήταν εκείνος που έβαλε τα θεμέλια για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, με την αισθητική και τις μεθόδους γραφής του, οι οποίες είχαν ως στόχο την οικοδόμηση ενός σοσιαλιστικού κράτους.
Όπως όριζε το ρεύμα που θεμελίωσε, οι χαρακτήρες του είχαν πάντα μια αίσθηση ηθικής, ενώ ο ίδιος ως συγγραφέας λειτουργούσε ως ένα είδος εκπαιδευτικού οργάνου, με στόχο να φέρει πιο κοντά τον λαό στην ιδεολογική του αφύπνιση.
Ήταν, μάλιστα, υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας πέντε φορές μεταξύ 1918 και 1933, αλλά δεν κέρδισε ποτέ το διάσημο βραβείο, χάνοντας από τους Ιβάν Μπουνίν και Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Οι συχνές υποψηφιότητές του καταδεικνύουν πόσο σημαντική λογοτεχνική φωνή είχε δημιουργήσει, αναγνωρισμένη όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του, ο εγκέφαλός του αφαιρέθηκε χειρουργικά από τους γιατρούς και τοποθετήθηκε ανάμεσα σε εκείνους του Μαγιακόφσκι, του Λένιν και άλλων Ρώσων πολιτικών και πολιτιστικών ηρώων, στο Νευρολογικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Μετά την ανακοίνωση του θανάτου του στις 18 Ιουνίου του 1936, το ρωσικό ραδιόφωνο τον περιέγραψε ως «μεγάλο Ρώσο συγγραφέα, λαμπρό καλλιτέχνη του λόγου, φίλο των εργαζομένων και μαχητή για τη νίκη του κομμουνισμού».
Μερικά από τα κορυφαία έργα του ήταν:Τα γεγονότα του μυθιστορήματος αυτού ήταν πραγματικά και συνέβησαν κοντά στο Νίζνι Νόβγκοροντ, την γενέτειρα πόλη του Γκόρκι. Ο στρατός διέλυσε μια διαδήλωση της Πρωτομαγιάς του 1902 και οι επικεφαλής της παρέλασης φυλακίστηκαν. Ο επαναστάτης Πιοτρ Ζαλόμοφ, ο οποίος παρέλασε με ένα πανό και εκφώνησε έναν παθιασμένο λόγο στη δίκη του, ενέπνευσε τον Πάβελ Βλάσοφ του Γκόρκι, και η μητέρα του έγινε η ομώνυμη ηρωίδα του μυθιστορήματος.
Ο Λένιν αποκάλεσε τη «Μάνα», «ένα πολύ επίκαιρο βιβλίο», και το ίδιο έγινε σύμβολο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, όντας γεμάτο με σκηνές από την επαναστατική καθημερινότητα: αφισοκολλούν φράχτες, διαβάζουν αξιόλογα, ιστορικά βιβλία για τη δουλεία και συνωμοτούν με θέρμη γύρω από το σαμοβάρι. Υπάρχουν ισχυρές αναφορές στη ζωή του εργοστασίου, από τα «λιπαρά τετράγωνα μάτια» του ίδιου του κτιρίου μέχρι τη σκληρότητα και τον κυνισμό των ιδιοκτητών του.
Οι δοκιμασίες των εργατών και οι πολιτικές εκστρατείες παρουσιάζονται μέσα από την ενδοσκοπική ματιά της μητέρας- η συναισθηματική της μεταμόρφωση, από την τρομαγμένη σύγχυση στην φλογερή βεβαιότητα, αποτελεί κεντρικό θέμα. Ο Πάβελ της λέει από νωρίς: «αυτοί που μας δίνουν εντολές εκμεταλλεύονται το φόβο μας». Προς το τέλος, καθώς ακούει, καθηλωμένη, την κορυφαία ομιλία του γιου της στο δικαστήριο, νιώθει τα άπληστα μάτια των δικαστών να «λερώνουν το εύπλαστο, δυνατό σώμα του», αλλά η «αστρική» του πίστη εμπνέει τη δική της τελική αποκάλυψη.
Ο Γκόρκι δημοσίευσε αυτό το εκπληκτικά μοντέρνο θεατρικό έργο για την επιστήμη και την κοινωνία στην επαναστατική αναταραχή του 1905, ένα χρόνο πριν από τη «Μάνα». Έγραψε τα «Παιδιά του Ήλιου», ενώ βρισκόταν στη φυλακή για διαμαρτυρία κατά του Τσάρου.
Τα ερωτήματα που θέτει το συγκεκριμένο θεατρικό παραμένουν ακόμα επίκαιρα, ερωτήματα για την κοινωνική δικαιοσύνη, την ανισότητα, τη διαφθορά, καθώς και την αλλαγή του συστήματος.
Ο τίτλος αναφέρεται στην προνομιούχα πνευματική ελίτ της Ρωσίας, με επίκεντρο τον Πρωτάσοφ, που είναι υψηλόφρονες και ιδεαλιστές, αλλά ουσιαστικά αγνοούν τι συμβαίνει γύρω τους στα κατώτερα στρώματα. Η Λίζα, αντίθετα, είναι άρρωστη, νευρική και έχει προφητική επίγνωση της επικείμενης κρίσης. Το έργο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας χολέρας στη Ρωσία το 1862, κατά την οποία ο φόβος οδήγησε τους ανθρώπους σε δράση του όχλου.
Η αποστασιοποίηση του Πρωτάσοφ τον αφήνει να αγνοεί τον τρελό έρωτα της Μελάνια για εκείνον- τον μπερδεμένο έρωτα της γυναίκας του για τον καλύτερο φίλο του και καλλιτέχνη, Ντμίτρι Βαγκούιν- τα κτηνόδη ενστυκτα του βοηθού του Γιέγκορ, και τελικά τον κίνδυνο του ένοπλου όχλου που έρχεται να του επιτεθεί.
Εκείνος είναι που προφητεύει ότι «η χημεία θα ξεκλειδώσει τον μυστικό θάλαμο … και σε εκατό χρόνια θα είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε ζωή σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα και να νικήσουμε τον θάνατο με μια πιπέτα». Καθώς οι χημικές φιάλες του φουσκώνουν και αχνίζουν, κάτι άλλο ετοιμάζεται επίσης στο ταχέως μεταβαλλόμενο χάος των αρχών του 20ού αιώνα. Οι εργάτες εξεγείρονται, ενώ η καλομαθημένη και ναρκισσιστική μεσαία τάξη έχει μόνο νεφελώδη επίγνωση ότι ένα νέο κοινωνικό πείραμα πρόκειται να ξεκινήσει.
«Παιδικά χρόνια», 1913Το «Παιδικά χρόνια» αρχίζουν με την κηδεία του πατέρα του συγγραφέα: «Οι μαύροι δίσκοι, τα χάλκινα νομίσματα, σφράγισαν σταθερά τα κάποτε λαμπερά μάτια του». Ο Γκόρκι, με χαρακτηριστική απλότητα, αποτυπώνει την οπτική γωνία του παιδιού, που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τη γιαγιά του (την υπέρβαρη, αλκοολική ηρωίδα της αφήγησης) και ανησυχεί για τους βατράχους που θάβονται ζωντανοί μαζί με τον πατέρα του.
Κάποιες λεπτομέρειες -βουβουζέλες στο χιόνι ή πλουμιστό παίξιμο κιθάρας υπό το φως των κεριών- φωτίζουν στιγμές ευτυχίας σε αυτό το ταραγμένο συνονθύλευμα της ρωσικής ζωής: ευλογιά, χιονοθύελλες, βότκα από τσαγιέρα… Είναι οι «εφιαλτικές» λεπτομέρειες που ζωντανεύουν το φόβο και την ακατανόητη διάθεση του νεαρού αγοριού. Ο παππούς του, που κάποτε έσερνε φορτηγίδες στον Βόλγα, τον χτυπάει μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του. Για όσους ζουν σε μονότονη φτώχεια και εξαθλίωση, υποθέτει αργότερα ο Γκόρκι, «ο πόνος έρχεται ως αντιπερισπασμός και … η θλίψη … ως διακοπές».
Η πρώιμη ζωή του, γεμάτη βία, είναι συχνά οδυνηρή στην ανάμνησή της, αλλά «η αλήθεια είναι ευγενέστερη από την αυτολύπηση». Παρά τις ζοφερές στιγμές της, η αυτοβιογραφία του Γκόρκι έχει μια λυτρωτική ποιότητα, αντανακλώντας την πολιτική του αισιοδοξία. «Η ζωή πάντα μας εκπλήσσει», γράφει – «οι δημιουργικές ανθρώπινες δυνάμεις της καλοσύνης … ξυπνούν την άφθαρτη ελπίδα μας ότι μια φωτεινότερη, καλύτερη και πιο ανθρώπινη ζωή θα γεννηθεί και πάλι».