50 χρόνια. Ολόκληρα. Πόσες σκηνές του ελεύθερου θεάτρου – και μάλιστα περιφερειακές, στις παρυφές της Αθήνας – γιορτάζουν την συνέχεια τους επί μισό, αδιάλειπτο, αιώνα; Η «Στοά» της οδού Μπισκίνη στου Ζωγράφου, των Ελλήνων συγγραφέων, των φοιτητών που έβρισκαν ιδεολογικό καταφύγιο στα χρόνια της Χούντας, του ξεσπάσματος του Μποστ και νωρίτερα του Ποντίκα, η Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου και της Λήδας Πρωτοψάλτη είναι αυτή που γίνεται 50.
Περήφανη μεσήλικας που υπηρέτησε ένα λαϊκό, αγωνιστικό και, στην εποχή της, καινοτόμο θέατρο στα χνάρια του Κουν, η Στοά γιορτάζει. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, η ψυχή του θεάτρου μαζί με σπουδαία Λήδα Πρωτοψάλτη, εξηγεί πως η Στοά δεν γιορτάζει μόνο 50 χρόνια ζωής, μα και αγωνιστικότητας.
Το 1972, στα 34 του χρόνια, θα αναλάμβανε «με πλήρη άγνοια κινδύνου» όπως λέει «τις υποχρεώσεις μιας θεατρικής επιχείρησης που ούτε γνώριζα, ούτε φανταζόμουνα πού μπορεί να οδηγήσει. Κάθε μέρα χάραζε την επόμενη κίνηση, κάθε αποτυχία γέμιζε τις μπαταρίες με μανία και κάθε επιτυχία με βεβαίωνε πώς κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος».
Στο πλευρό του, η 32χρονη, τότε, Λήδα Πρωτοψάλτη που συνεργαζόταν με σημαντικές θεατρικές προσωπικότητες της εποχής, με τον θίασο του Μάνου Κατράκη, της Ξένιας Καλογεροπούλου, του Βασίλη Διαμαντόπουλου. Την κέρδισε η Στοά. «Η Λήδα είναι η ηθοποιός που σε οδηγεί σε μια άνετη επιλογή ρεπερτορίου, με την έννοια ότι κάποια έργα τα τολμάς επειδή έχεις τον ηθοποιό που μπορεί να τα παίξει. Σ’ αυτό με ζήλεψαν πολλοί συνάδελφοι και με κατηγορούσαν ότι δεν την άφηνα να βγει έξω από τη Στοά, πράγμα που σημαίνει πως πολλοί θα τη θέλανε. Η αλήθεια είναι ότι η Λήδα δεν θέλησε να βγει από τη Στοά γιατί εκεί ήταν το πνευματικό της σπίτι και δεν ένιωθε την ανάγκη να πάει αλλού» εξηγεί σήμερα ο κ. Παπαγεωργίου.
Η Στοά θα άλλαζε τον θεατρικό χάρτη της πόλης – κυριολεκτικά. Θα άνοιγε στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας του Ζωγράφου, στις παρυφές του Υμηττού και οι λόγοι ήταν καθαρά πρακτικοί: «Δεν υπήρχε η δυνατότητα να αποκτηθεί θέατρο στο κέντρο από κάποιον που δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του» εξηγεί ο Παπαγεωργίου. Μα είχε και μια πολιτική φιλοδοξία, αφού πίστευε «πως όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ».
‘Οπερ και εγένετο. Οι πολιτικοποιημένοι φοιτητές των 70s άρχισαν να σκαρφαλώνουν στην Μπισκίνη για να δουν τα νέα, ‘επαναστατικά’ έργα του Ποντίκα (9 έργα του παραστάθηκαν συνολικά στη Στοά) ξεκινώντας από το μεγάλο σουξέ του «Λάκκου και της Φάβας».
Τα χρόνια της Δικτατορίας θα ήταν από τα πιο ζόρικα της Στοάς, αφού πολλές φορές κυνήγησε τους ηθοποιούς της και πολλές φορές έκλεισε το θέατρο, προκαλώντας του οικονομική ασφυξία. Παρόλα αυτά, τα ‘πέτρινα χρόνια’ για την Στοά ήρθαν αργότερα. «Η δυσκολότερη περίοδος δεν ήταν κατά τη Χούντα, ήταν η περίοδος της Μεταπολίτευσης, τότε που τα όρια της αξιοπρέπειας είχαν θολώσει και ο καθένας προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν αγωνιστής και βασανισμένος. Εκεί ο αγώνας γινόταν πιο δύσκολος, γιατί ο Έλληνας είχε χάσει την ταυτότητά του, πιστεύοντας ότι του την είχε κλέψει η Δικτατορία· ενώ την είχε λησμονήσει στην προσπάθειά του να επιπλεύσει με κάθε μέσο» θυμάται ο Θανάσης Παπαγεωργίου.
Φυσικά, η Στοά έφτασε κοντά στο λουκέτο σε πολλές συγκυρίες – πάντα για οικονομικούς λόγους. «Αλλά μας δυνάμωνε το πείσμα μας και η ανάγκη για δημιουργία» συνεχίζει – φτάνοντας την μέχρι σήμερα, στο 2022.
Αν του ζητήσεις να συνοψίσει το τι αντιπροσωπεύει και έχει καταφέρει η Στοά, 50 χρόνια μετά, ο Θανάσης Παπαγεωργίου θα σε παραπέμψει στο motto του πως «για μας το θέατρο δεν είναι πρόσχημα, είναι τρόπος ζωής».
Κατακτώντας αυτό το χρονικό ορόσημο, ανέλπιστο ίσως, για την εποχή που αυτοχριζόταν θιασάρχης, δεν ξέρει τι να ονειρευτεί για τη συνέχεια. Ποιος θα μπορούσε να πάρει την σκυτάλη της Στοάς; «Μακάρι τα παιδιά που είναι μαζί μας χρόνια να μπορέσουν να συνεχίσουν. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει δραματικά, χρειάζονται άλλα κουράγια και άλλες ικανότητες που δεν πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες που δούλεψαν δίπλα μας διαθέτουν, επειδή δεν τους μάθαμε να λειτουργούν με τους κανόνες της σημερινής αγοράς – αν μου επιτρέπεται η λέξη. Τα ‘’παιδιά’’ μας κουβαλάνε ένας ήθος που δεν ξέρω αν έχει πέραση σήμερα».
Πολλά από τα ‘παιδιά’ αυτής της ομάδας, συνθέτουν την 15μελή διανομή της επετειακής παράστασης που κάνει απόψε πρεμιέρα, επίσης στα ψηλά του Υμηττού, (στο Θέατρο Βράχων) «Ακούω ήχον κώδωνος». Η σύνθεση κειμένων με αφετηρία τα έργα του Μποστ (πρωτοανέβηκε το χειμώνα του 2000 στη Στοά) επιστρέφει πανηγυρικά, με χορούς και με τραγούδια (θα ακουστούν κλασικές συνθέσεις του Βασίλη Δημητρίου αλλά και νέες του Διονύση Τσακνή που συμμετέχει στο θίασο).
Ώρες πριν την πρεμιέρα, ο Θανάσης Παπαγεωργίου επιλέγει τις παραστάσεις που έγραψαν την ιστορία της Στοάς – περισσότερο από άλλες. «Yπήρξαν παραστάσεις που άφησαν τη σφραγίδα τους σ’ αυτό το θέατρο και βοήθησαν στο να χτιστεί ένα οικοδόμημα, που με τον τρόπο του συνέβαλε στη μεταδικτατορική πορεία του ελληνικού θεάτρου. Μια πορεία που χαρακτηρίζεται από την πλήρη ανατροπή ενός σκηνικού που είχε καθιερωθεί σαν μοναδικό, κάποια εποχή».
Οι παραστάσεις – σταθμοίΤο πρώτο έργο που έδωσε το στίγμα μας ήταν «Ο λάκκος και η φάβα» του Ποντίκα. Μια καταγγελία της ψυχολογίας που είχε αποκτήσει ο φοβισμένος Έλληνας, με πολλή δόση ειρωνείας, για την οποία το χουντικό σύστημα δεν πήρε χαμπάρι, παρόλο που την παράσταση παρακολουθούσε σχεδόν καθημερινά ένας δυστυχής ασφαλίτης που ήταν επιφορτισμένος να ελέγχει αν τηρούμε πιστά τις περικοπές της λογοκρισίας. Ο ολοκληρωτικός φόβος με τον οποίο λειτουργούσε ο βασικός ήρωας του έργου, έδενε θαυμάσια με την ανημπόρια του ‘’οργάνου’’ να κατανοήσει το παιχνίδι που παίζαμε μπροστά στα μάτια του. Δύο ηλίθιοι συνυπήρχαν μέσα στην ίδια αίθουσα, ο ένας πάνω στη σκηνή και ο άλλος από κάτω, φοβούμενοι ο ένας τον άλλο. Φυσικά η νίκη ήταν υπέρ του ηθοποιού, αφού ο ασφαλίτης ξεραινόταν στα γέλια από την κατάντια της εξουσίας.
Το επόμενο έργο – «Άσμα για το σκιάχτρο της Λουσιτανίας», του Πέτερ Βάϊς – ήταν ακόμα πιο σημαντικό αφού ήταν εκείνο που δημιούργησε τις βαθιές μας σχέσεις με το φοιτητικό κίνημα της εποχής. Χιλιάδες φοιτητές, μέλη οργανωμένων συλλόγων, οργάνωναν παραστάσεις αρπάζοντας την ευκαιρία που τους έδινε το έργο για να διαδηλώσουν εναντίον της δικτατορίας. Μετά την παράσταση κατέβαιναν ομαδικά τη λεωφόρο του Στρατάρχου Παπάγου – άλλη ειρωνεία – φωνάζοντας και μερικά αντιχουντικά συνθήματα. Κάποιες συλλήψεις, λίγο ξύλο, η καθιερωμένη κλήση μας ‘’δι’ υπόθεσίν σας’’ και ξανά απ’ την αρχή. Όσο για το έργο παιζόταν με τις ευχές της λογοκρισίας που το είχε επιτρέψει πετσοκόβοντας λίγους στίχους που τους αντικαθιστούσαν διάφορες μούτες των ηθοποιών.
«Χάσαμε τη θεία, στοπ» του Γιώργου Διαλεγμένου (1976-1977)Το «Χάσαμε τη θεία, στοπ» ήρθε την κατάλληλη στιγμή, μέσα στην αμηχανία της μεταπολίτευσης. Ένα, εντελώς μπερδεμένο κοινό, πολιτικά, προσπαθούσε να βρει ποια ήταν η σχέση της θείας με την CIA – καμιά απολύτως – αλλά τότε η εποχή αναζητούσε την αλήθεια για τον πρωτεργάτη της χούντας, που όλοι ξέρανε ότι ήταν ο αμερικάνος, αλλά κάποιος έπρεπε να το επιβεβαιώσει. Τελικά απολάμβανε αυτό που ζούσε καθημερινά μέσα στο μικροαστικό περιβάλλον που είχε μεγαλώσει, αποσείοντας τις ευθύνες από πάνω του: ‘Ολοι έβλεπαν τον εαυτό τους πάνω στη σκηνή και όλοι απέδιδαν την ομοιότητα στον γείτονα, ποτέ στον εαυτό τους. Μπορεί να μην διασκέδαζε με την καταδίκη της CIA, αλλά γλεντούσε αφάνταστα με την κατάντια του διπλανού του.
Οι «Θεατές» του Μάριου Ποντίκα (1979)Οι «Θεατές», πάλι του Ποντίκα, δεν ανήκει στις μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες μας, αλλά στις μεγάλες ποιοτικές αλλαγές του νεοελληνικού έργου, κάτι που μας χρέωσε με το κυνήγι της ποιότητας, με οποιοδήποτε κόστος. Το έργο θεωρήθηκε το καλύτερο της δεκαετίας και η Στοά έπρεπε να κυνηγάει πλέον το καλύτερο έργο της εποχής. Πράγμα ακατόρθωτο βέβαια, αλλά η ευχαρίστηση του κυνηγιού ήταν το ίδιο απολαυστική. Και επώδυνη φυσικά γιατί τα καλά έργα δεν γράφονται κάθε χρόνο.
Οι «Εσωτερικαί ειδήσεις’» – και αυτό του Ποντίκα – επιβράβευσαν την προσπάθεια της αναζήτησης της ποιότητας και ταυτόχρονα απέδειξαν ότι η υπόθεση Επιθεώρηση είχε και άλλους δρόμους πέρα από τους κλασικούς. Το είχε ήδη αποδείξει το Ελεύθερο Θέατρο, ήρθε και ο Ποντίκας – ο καλύτερος κατά τη γνώμη μου συγγραφέας της εποχής του – να συμπορευτεί μαζί μας σε έναν πλέον επώδυνο ρόλο που αναλάβαμε, να επιδιώκουμε μέσω μιας ποιοτικής προσπάθειας να προσελκύουμε όσο περισσότερο λαϊκό κοινό μπορούμε. Τώρα πια νιώσαμε ‘’ταγμένοι’’. Λαϊκό θέατρο ποιότητας, θέατρο στην υπηρεσία του αδύναμου, του ταλαιπωρημένου, του αδικημένου, του κυνηγημένου, με λίγα λόγια θέατρο για τους πολλούς και – το κυριότερο – όχι για μας, όχι για την προσωπική μας ευχαρίστηση.
Οι παραστάσεις του Μποστ (1987-1999)Μεσολάβησε ένα μεγάλο διάστημα, από το 1987 μέχρι το 1999, που χαρακτηρίστηκε από μια Μποστική περίοδο. Το ‘87 ανεβάσαμε τη «Φαύστα», το ‘93 τη «Μήδεια» και το ‘95 το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», όλα του Μποστ, που μας χάρισε ένα απολαυστικό παιχνίδι με το κοινό μας, που ήξερε πια καλά τα ‘’συνθήματά’’ μας, έτσι όπως έδεσαν με εκείνα του αγαπημένου μας Μέντη. Όλα πολύ μεγάλες επιτυχίες, όλα λατρεμένα από το πλατύ κοινό – βασική μας επιδίωξη – όλα μπλέκοντας το σατανικό χιούμορ με την απλόχερη σάτιρα.
«Εκάβη» του Ευριπίδη (1999-2000)Ένα μεγάλο διάστημα, που το διαδέχτηκε η «Εκάβη» του Ευριπίδη, ένα στοίχημα που ξεκίνησε από την αρχή της δημιουργίας της Στοάς («Τρωαδίτισσες» ήταν το πρώτο μας έργο). Πάντα πίστευα στη δύναμη της αρχαίας τραγωδίας στον κλειστό χώρο. Η «Εκάβη» το επιβεβαίωσε. Η επιτυχία της ήταν ανέλπιστη αλλά όχι απρόσμενη. Αυτά τα κείμενα μπορεί να διατηρούν κάτι από το μεγαλείο τους στον αρχαίο χώρο, αλλά η ουσία τους μόνο στον κλειστό χώρο μπορεί να αναδειχτεί σε όλο της το μεγαλείο. Δεν ξέρω πώς λειτουργούσε η ευαισθησία τον πέμπτο π.Χ. αιώνα, αλλά σήμερα την κατάνυξη την θέλουμε να λειτουργεί μέσα συνθήκες απόλυτης σιωπής.
«Ακούω ήχον κώδωνος»
Σκηνοθεσία: Θανάσης Παπαγεωργίου
Μουσική: Βασίλης Δημητρίου-Διονύσης Τσακνής
Σκηνικό: Λέα Κούση
Κοστούμια: Μποστ σε επιμέλεια Λέας Κούση
Παίζουν: Λήδα Πρωτοψάλτη, Θανάσης Παπαγεωργίου, Αργύρης Παυλίδης, Γιώργος Ζιόβας, Ευδοκία Σουβατζή, Άννα Μονογιού, Εύα Καμινάρη, Άρης Τρουπάκης, Μαρία Νίκα, Αναστασία Κονίδη, Δήμητρα Κόκκορη, Μαριάνα Κιμούλη, Γιλμάζ Χουσμέν, Χρήστος Καρύπης και ο Διονύσης Τσακνής
Παραστάσεις στην Αττική:
20/06 Θέατρο Βράχων Βύρωνα Μελίνα Μερκούρη στις 21:00
21/06 Θέατρο Βράχων Βύρωνα Μελίνα Μερκούρη στις 21:00
28/06 Βεάκειο Θέατρο Πειραιά στις 21:30
30/06 Αθλητικό & Πολιτιστικό Πάρκο Νέας Μάκρης στις 21:30
03/07 Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας στις 21:30
04/07 Θέατρο Πέτρας Πετρούπολης στις 21:30
05/07 Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου στις 21:00
06/07 Δημοτικό θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής» στις 21:30
07/07 Δημοτικό θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής» στις 21:30
Τιμές εισιτηρίων: 20 & 17 ευρώ (ΑμΕΑ, άνεργοι, άνω των 65, φοιτητικά)
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.viva.gr/tickets/theater/akouo-ixon-kodonos/