Μπίλι Γουάιλντερ: Οι θεατρικές διασκευές των κορυφαίων ταινιών του σπουδαίου σκηνοθέτη
Στις 22 Ιουνίου, το 1906, γεννήθηκε, ο Αυστροαμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Μπίλι Γουάιλντερ, ένας εκ των κορυφαίων αλλά και με τη μεγαλύτερη διάρκεια κινηματογραφικών δημιουργών της γενιάς του.
Στις 22 Ιουνίου, το 1906, γεννήθηκε, στην κωμόπολη Soucha της σημερινής Πολωνίας, ο Αυστροαμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Μπίλι Γουάιλντερ. Ευφυής, διορατικός και επινοητικός, ο Γουάιλντερ, θεωρήθηκε ένας εκ των κορυφαίων αλλά και με τη μεγαλύτερη διάρκεια κινηματογραφικών δημιουργών της γενιάς του.
Τα πρώτα χρόνιαΤο πραγματικό του όνομα ήταν Samuel Wilder, ωστόσο, η «αμερικανόφιλη» μητέρα του, Eugenia Baldinger, του έδωσε το παρατσούκλι «Μπίλι» ως έναν φόρο τιμής στο σόου «Μπαφαλο Μπιλ – Άγρια Δύση» το οποίο και παρακολούθησε με τον θείο της ως νεαρό κορίτσι στη Νέα Υόρκη. Ως παιδί αν και θεωρούταν πανέξυπνο, όμως χαρακτηριζόταν ως αγενές και απείθαρχο από τους μεγαλύτερους. Επομένως, αφού αποφοίτησε από το Realgymnasium Juranek για προβληματικούς μαθητές, εγγράφηκε μετά από παρότρυνση της μητέρας του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης.
Ωστόσο, μετά από ένα χρόνο παράτησε τη σχολή για να εργαστεί ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες της Βιέννης, όπου έφτιαχνε σταυρόλεξα, κάλυπτε αθλητικά γεγονότα, καθώς και τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Τον Ιούνιο του 1926 θα γνωρίσει τον Αμερικανό μουσικό της τζαζ Πολ Γουάιτμαν τον οποίο και θα ακολουθήσει στο συναρπαστικό Βερολίνο της Βαϊμάρης. Εκεί ο Γουάιλντερ θα εργαστεί ως ανεξάρτητος ρεπόρτερ κυρίως για το αστυνομικό δελτίο, ως παρτενέρ χορού πλούσιων κυριών στο Hotel Eden , ενώ, από το 1929, θα αρχίσει να γράφει τα πρώτα του σενάρια για τον κινηματογράφο, εμπνευσμένα και από τα δημοσιογραφικά βιώματα του: «The Daredevil Reporter» («Der Teufelsreporter», 1929) και «People on Sunday» («Menschen am Sonntag», 1930).
Από το 1931 έως το 1933 ο Γουάιλντερ θα συνεργαστεί με το μεγαλύτερο κινηματογραφικό στούντιο στη Γερμανία, την UFA, για το οποίο θα γράψει κοντά μια ντουζίνα σενάρια. Όλα θα αλλάξουν, ωστόσο, με την άνοδο του Χίτλερ, τον Ιανουάριο του 1933. Μη τρέφοντας καμία αυταπάτη ο εβραϊκής καταγωγής Μπίλι Γουάιλντερ πούλησε όλα τα υπάρχοντα του και έφυγε αρχικά για τη Γαλλία, και στη συνέχεια για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, κατόπιν προσκλήσεως του σκηνοθέτη και παραγωγού, Τζο Μάι. Η μητέρα του, η γιαγιά του και ο πατριός του θα δολοφονούνταν αργότερα από τους Ναζί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Τα «ευρωπαϊκά χρόνια» του βίου του, ωστόσο, ιδιαίτερα την εποχή που εργαζόταν ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος στη Βιέννη και το Βερολίνο, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαμόρφωση του μοναδικού του οράματος και της προσωπικής του φωνής ως κινηματογραφικός δημιουργός.
Το «Αμερικάνικο Όνειρο»Ο Μπίλι Γουάιλντερ ήταν ανάμεσα σε περίπου 1,500 μέλη της γερμανικής βιομηχανίας -ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί και συνθέτες- που δραπέτευσαν από τη Γερμανία στο Χόλυγουντ, ανάμεσα στο 1933 και το 1939, αλλάζοντας το αμερικανικό κινηματογραφικό τοπίο για πάντα. Ενώ μαζί με τους Φριτς Λανγκ, Πίτερ Λόρε, Ότο Πρέμινγκερ και Ντάγκλας Σερκ υπήρξε από εκείνους τους λίγους που έφτασαν στην κορυφή.
Τον πρώτο καιρό στο Χόλυγουντ, ο Γουάιλντερ, δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου Αγγλικά, γεγονός, ωστόσο, που δεν τον πτόησε καθόλου. Ξεκίνησε να γράφει σενάρια με τη συνδρομή ενός μεταφραστή: «Music in the Air» (1934) και «Lottery Lover» (1935). Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, μάλιστα, δεν εμπιστεύτηκε ποτέ τον εαυτό του να γράψει μόνος του το σενάριο των ταινιών του, συνεργαζόμενος με ταλαντούχους σεναριογράφους και συγγραφείς όπως οι Τσαρλς Μπρέκετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Τζορτζ Άξελροντ και ο I. A. L. Diamond.
Ένα επιτυχημένο συγγραφικό δίδυμοTo 1937 η Paramount θα του ζητήσει να συνεργαστεί με τον πρώην θεατρικό κριτικό του The New Yorker, Τσαρλς Μπρέκετ. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες, αν και θυελλώδης, συνεργασίες στην κινηματογραφική καριέρα του Μπίλι Γουάιλντερ. Μαζί, για τα επόμενα δώδεκα χρόνια, θα γράψουν δεκατρία συνολικά σενάρια και θα μετατραπούν στο πιο επιτυχημένο συγγραφικό δίδυμο της δεκαετίας του 1940: Από το πρώτο τους σενάριο, την αισθηματική κωμωδία «Bluebeard’s Eighth Wife» (1938, σκην. Ερνστ Λούμπιτς), την πρώτη τους οσκαρική υποψηφιότητα, την πολιτική σάτιρα «Νινότσκα» (1939, σκην. Ερνστ Λούμπιτς), έως το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γουάιλντερ «The Major and the Minor» (1942) και την αριστουργηματική «Λεωφόρο της Δύσης» (1950), το τελευταίο τους μαζί.
Για δύο ολόκληρες δεκαετίες, από την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα («The Major and the Minor», 1942) έως την «Τροτέζα» (1963), ο Μπίλι Γουάιλντερ θα καταφέρει να κερδίσει την αποδοχή και την εμπιστοσύνη του κοινού παρότι θα δημιουργήσει φιλμ των οποίων οι «αντιπαθητικοί» ήρωες και το μαύρο χιούμορ συχνά θεωρούταν ακραία για τις προτιμήσεις των θεατών.
Ο Γουάιλντερ υπήρξε, πράγματι, δύσκολος συνεργάτης. Ο συγγραφέας Ρέιμοντ Τσάντλερ, με τον οποίον δούλεψαν μαζί πάνω στο σενάριο της ταινίας «Κολασμένη Αγάπη» (1944), ένα από τα καλύτερα φιλμ νουάρ όλων των εποχών, προσπάθησε να τον κάνει να απολυθεί. Αρκετοί συνεργάτες τον έβρισκαν προσβλητικό, υπερβολικό και κουραστικό, αν και συναρπαστικό. Σαν έναν «Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ».
Τον δεύτερο σπουδαιότερο συνεργάτη του μετά τον Μπρέκετ, ο Γουάιλντερ τον βρήκε στο πρόσωπο του I. A. L. Diamond. Το πρώτο τους σενάριο μαζί, αν και ένα από τα πιο μέτρια τους, αποτέλεσε έναν φόρο τιμής στις εκλεπτυσμένες κωμωδίες του Ερνστ Λούμπιτς, με τίτλο «Αριάν» (1957). Οι δύο τους θα γράψουν τα σενάρια των δώδεκα τελευταίων ταινιών του Μπίλι Γουάιλντερ, συμπεριλαμβανομένων των επιτυχιών «Μερικοί το προτιμούν καυτό» (1959), για πολλούς μια από τις εμβληματικότερες κωμωδίες στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, την τολμηρή και ηθικά αμφιλεγόμενη «Γκαρσονιέρα» (1960), την ψυχροπολιεμική φάρσα «Ένα… δύο… τρία» (1961), την «Τροτέζα» (1963).
Ο Diamond, ο οποίος έγραψε το αμίμητο «Κανείς δεν είναι τέλειος», τελευταία ατάκα της εξαιρετικής κωμωδίας «Μερικοί του Προτιμούν Καυτό», περιέγραψε την προσέγγιση του Γουάιλντερ στη δημιουργία ταινιών ως έναν συνδυασμό κυνισμού και ρομαντισμού.
Η σχέση ανάμεσα στον Μπίλι Γουάιλντερ και το θέατρο υπήρξε αμφίδρομη. Πολλές από τις σημαντικότερες ταινίες του Αμερικανού σκηνοθέτη βασίστηκαν σε προγενέστερες θεατρικές επιτυχίες: «Θάλαμος εξοντώσεως 17» (1953), «Σαμπρίνα» (1954), «Επτά Χρόνια Φαγούρα» (1955), «Μάρτυς Κατηγορίας» (1957), «Η Τροτέζα» (1963), «Η πρώτη σελίδα» (1974) κ.α. Ενώ, τρεις εκ των κορυφαίων πρωτότυπων ταινιών του ενέπνευσαν μεταγενέστερες θεατρικές παραγωγές. Άλλοτε με μεγαλύτερη, άλλοτε με μικρότερη επιτυχία:
Η τελευταία συνεργασία ανάμεσα στους Τσαρλς Μπρέκετ και Μπίλι Γουάιλντερ, το 1950, έμελλε να είναι και η κορυφαία. Η «Λεωφόρος της Δύσης», πραγματεύεται την τοξική σχέση εξάρτησης ανάμεσα σε μια έκπτωτη ντίβα του βωβού κινηματογράφου (Γκλόρια Σουάνσον) και έναν άνεργο σεναριογράφο (Γουίλιαμ Χόλντεν) ο οποίος προσλαμβάνεται για να γράψει το σενάριο του πολυπόθητου comeback της ηθοποιού. Μια συναρπαστική σκιαγράφηση της σκοτεινής πλευράς του Χόλυγουντ, σε μια ιστορία παράφρονος ζήλειας, σασπένς και φόνου, η οποία κέρδισε τρία βραβεία Όσκαρ και άλλες οκτώ υποψηφιότητες.
Τη δεκαετία του 1990 ο σπουδαίος Άντριου Λόυντ Γουέμπερ (μουσική) μετέτρεψε την ταινία σε ένα θεαματικό μιούζικαλ, σε λιμπρέτο των Ντον Μπλάκ και Κρίστοφερ Χάμπτον. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στο Γουέστ Έντ το 1993, ενώ στις 17 Νοεμβρίου 1994 παρουσιάστηκε Minskoff Theatre του Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Τρέβορ Ναν. Τον ρόλο της θρυλικής Norma Desmond υποδύθηκε η Γκλεν Κλόουζ. Οι περισσότεροι κριτικοί αισθάνθηκαν ότι η συγκεκριμένη διασκευή δεν άγγιξε σε καμία περίπτωση τη μαγεία του πρωτότυπου, ωστόσο κατάφερε να κερδίσει 7 βραβεία Tony.
«Μερικοί το Προτιμούν Καυτό»Η ταινία «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό» (1959), σε σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ (σενάριο μαζί με τον I. A. L. Diamond), θεωρείται σήμερα από πολλούς μια εκ των κορυφαίων κωμωδιών του αμερικανικού κινηματογράφου. Εξωφρενικά αστεία και υψηλούς σύλληψης υπήρξε το πιο δημοφιλές έργο του Γουάιλντερ αλλά και το λιγότερο τυπικό. Ο Joe (Τόνι Κέρτις) και ο Jerry (Τζακ Λέμον) είναι δύο μουσικοί την περίοδου της Ποτοαπαγόρευσης, οι οποίοι στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τη μαφία μεταμφιέζονται σε γυναίκες, ως Josephine και Δάφνη, και το σκάνε στη Φλόριντα ως μέλη μιας γυναικείας τζαζ μπάντας. Εκεί ο Joe θα ερωτευθεί την εκθαμβωτική «Sugar» Kane ( Μέριλιν Μονρόε) ενώ ο Jerry θα «συμφιλιωθεί» με τη γυναικεία πλευρά του.
Η ταινία κέρδισε ένα Όσκαρ και άλλες πέντε υποψηφιότητες. Ενώ, στις 9 Απριλίου 1972, έκανε πρεμιέρα στο Majestic Theatre του Μπρόντγουεϊ υπό τον τίτλο «Sugar», σε μουσική Τζουλ Στάιν, λιμπρέτο Πίτερ Στόουν και σκηνοθεσία Γκόουερ Σαμπιόν. H παράσταση υπήρξε υποψήφια για τέσσερα βραβεία Tony, ωστόσο, οι κριτικές που έλαβε υπήρξαν χλιαρές.
Το 1960 ο Μπίλι Γουάιλντερ σκηνοθέτησε και συν-έγγραψε μαζί με τον I. A. L. Diamond την αρκετά τολμηρή αισθηματική κωμωδία με τίτλο «Η Γκαρσονιέρα». Η υπόθεση επικεντρώνεται γύρω από έναν χαμηλόβαθμο ιδιωτικό υπάλληλο (Τζακ Λέμον), ο οποίος, στην προσπάθεια του για επαγγελματική ανέλιξη, δανείζει τα κλειδιά του διαμερίσματος του στους προϊσταμένους του για τις εξωσυζυγικές τους «περιπέτειες». Τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο όταν ερωτεύεται «το κορίτσι του ασανσέρ» (Σίρλεϊ Μακ Λέιν), την πρώην ερωμένη ενός από τα κορυφαία στελέχη της επιχείρησης στην οποία εργάζεται. Η «Γκαρσονιέρα» κέρδισε πέντε Όσκαρ συμπεριλαμβανομένων αυτών της Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Τον Δεκέμβριο του 1968 διασκευάστηκε σε μιούζικαλ από τους Νιλ Σάιμον (λιμπρέτο) και Μπερτ Μπάκαρα (μουσική) και υπό τον τίτλο «Promises, Promises» ανέβηκε, έως την 1η Ιανουαρίου 1972, στο Shubert Theatre, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Μουρ. Με πρωταγωνιστές τους Τζέρι Όρμπακ και Τζιλ Ο’χάρα. Η παράσταση τιμήθηκε δύο Βραβεία Tony (Α’ Ανδρικού Ρόλου και Β’ Γυναικείου Ρόλου σε Μιούζικαλ), το 1969, ενώ κέρδισε και άλλες έξι υποψηφιότητες.