Πρέπει να ανατρέξουμε πίσω στο 2000, κατά τις εργασίες της Πρώτης Θερινής Ακαδημίας του Εθνικού Θεάτρου στο Μονοδένδρι της Ηπείρου, για να ανακαλύψουμε την πρώτη φορά που ο Γιόχαν Σίμονς επισκεπτόταν την Ελλάδα. Τότε, είχε παραδώσει ένα σεμινάριο για τον «Αρχαίο Χορό και την πολυφωνική έκφραση» με βάση τις λαϊκές παραδόσεις.
Υπογραμμίζοντας σθεναρά την σχέση του με την τραγωδία, ο Σίμονς θα δημιουργούσε μια τακτική επαφή με τα ελληνικά παραστατικά δρώμενα, πολύ πριν φτάσουμε σήμερα, να τον υποδεχόμαστε με την «Άλκηστη» – ως εναρκτήρια παράσταση των φετινών Επιδαυρίων, σε παγκόσμια πρεμιέρα.
Ο Γιόχαν Σίμονς είναι παλιός μας γνώριμος. Το κοινό του Ηρωδείου θα τον θυμάται όταν – ακριβώς πριν από 20 χρόνια – σκηνοθετούσε τις «Βάκχες» του Ευριπίδη και όταν το 2009 (επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης Γιώργου Λούκου) παρουσίαζε, την πολλών αντιδράσεων, παράσταση «Καζιμίρ και Καρολίνα» πάνω στο έργο του Χόρβατ.
Δέκα και πλέον χρόνια μετά, στα 76 του χρόνια, ο άνθρωπος που οδήγησε το ολλανδικό θέατρο στην μεγάλη avant garde παράδοση της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, επιστρέφει. Η «Άλκηστη» του δεν μπορεί παρά να λογίζεται ως ένα από τα θεατρικά γεγονότα της χρονιάς. Όχι μόνο για την κληρονομιά που κουβαλά ο Σίμονς, αλλά και γιατί η ίδια η διοργάνωση του Φεστιβάλ Επιδαύρου στρέφει το ενδιαφέρον σε μοναδικά παραστατικά συμβάντα, φτιαγμένα ειδικά για τo αρχαίο θέατρο.
«Αποτελεί μεγάλη τιμή και πρόκληση η σκηνοθεσία μιας ελληνικής τραγωδίας για ελληνικό κοινό, δηλαδή, για ειδήμονες. Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων που μου ανατέθηκε αυτό το εγχείρημα σε ένα από τα πιο θαυμάσια θέατρα του κόσμου. Δεν είμαι ο Ηρακλής, αλλά κάπως έτσι νιώθω μπροστά σ’ αυτόν τον άθλο» δηλώνει λίγο πριν την πρεμιέρα της παράστασης στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Γιατί επέλεξε την Άλκηστη;Αν και λάτρης του Αισχύλου, ο Σίμονς πρότεινε να σκηνοθετήσει την «Άλκηστη» για λογαριασμό του Φεστιβάλ, εκτιμώντας πως πρόκειται για ένα από «τα πιο σκληρά και ταυτόχρονα ιλαρά κείμενα για την ανθρώπινη αποτυχία, τα όρια της κατανόησης, τις παρεξηγήσεις, τις λανθασμένες αποφάσεις και τις απρόβλεπτες εξελίξεις». Καθοδηγώντας το μικτό σχήμα του Shauspielhaus Bochum (αποτελούμενο από Ολλανδούς και Γερμανούς ηθοποιούς) θα ανεβάσει την «Άλκηστη» ως έναν ύμνο υπεράσπισης στη γυναίκα.
Ο βασιλιάς Άδμητος πρέπει να πεθάνει καθώς αμέλησε τα προγαμιαία τελετουργικά την ημέρα του γάμου του. Λιπόψυχος καθώς είναι, δέχεται την προσφορά της γυναίκας του Άλκηστης, να τον αντικαταστήσει στον Άδη – ύστερα από παρέμβαση του θεού Απόλλωνα. Για τον Σίμονς, λοιπόν, η αφήγηση του Ευριπίδη ακουμπά στην θεώρηση του 20ου αιώνα για την επικράτηση του λευκού ετεροφυλόφιλου άνδρα στην κοινωνία. Ο λευκός άνδρας πρέπει να ζήσει, με κάθε κόστος. Ακόμα κι αν μια γυναίκα και μητέρα πεθάνει. Ακόμα για τα παιδιά της γαλουχηθούν στο θεώρημα του straight white man. Το αφήγημα της πατριαρχίας θα συνεχιστεί.
Γιόχαν Σίμονς: Αποτελεί μεγάλη τιμή και πρόκληση η σκηνοθεσία μιας ελληνικής τραγωδίας για ελληνικό κοινό
«Πώς θέτει κανείς το ζήτημα του έρωτα και του θανάτου τόσο αλληλένδετα το ένα με το άλλο, όπως μας καλεί να κάνουμε το έργο, αλλά χωρίς το κλισέ του ‘υπερβολικά ανθρώπινου’ σε μια εποχή που ο πόλεμος μας απαγορεύει κάθε κυνισμό;» αναρωτιέται ο Γιόχαν Σίμονς, κάνοντας νύξεις για την ματιά του στο υβριδικό αυτό δράμα, λαμβάνοντας υπόψιν το μνημείο της Επιδαύρου: «Ερχόμαστε ως νομάδες, ως νομάδες που περιπλανιούνται σ’ αυτόν τον τόπο και σ’ αυτό το κείμενο, πάνω σ’ αυτή τη σκηνή, καθόμαστε για λίγο και μετά φεύγουμε ξανά. Και ερχόμαστε εν ειρήνη».
Η σκηνική πρόταση του ΣίμονςΗ εικαστική πρόταση του σκηνογράφου του, Johannes Schutz για το αρχαίο θέατρο έχει αυτή ακριβώς την οπτική. Έξω από την ορχήστρα θα στηθεί ένας αυτοσχέδιος καταυλισμός – μερικά τροχόσπιτα, σκηνές, πλαστικές καρέκλες (αλλά και μια νεκροφόρα), για να δηλώσει την επίσκεψη του θιάσου στον τόπο όσο και στο έργο.
Μοναδικό σκηνικό αντικείμενο εντός ορχήστρας θα είναι ένα εκκλησιαστικό όργανο όπου θα παίζονται αποσπάσματα από τη μουσική του Γκλουκ για την «Άλκηστη» – έργο που ο Σίμονς έχει σκηνοθετήσει στο μακρινό σκηνοθετικό παρελθόν του. Τέσσερις τραγουδίστριες – δύο σοπράνο και δύο άλτο – θα ενσαρκώσουν το Χορό ενώ ένας επταμελής θίασος θα ερμηνεύσει τους ρόλους. Η Anne Rietmeijer υποδύεται την Άλκηστη και ο Steven Scharf τον Άδμητο.
Η μουσική ήταν πάντα στοιχειώδες υλικό για τις σκηνοθεσίες του Γιόχαν Σίμονς, πόσο μάλλον και για τις σκηνοθεσίες του στο αρχαίο δράμα. «Για μένα η μουσική είναι η ανώτατη μορφή τέχνης» λέει. «Η μουσική αιωρείται ανάμεσα στον ουρανό και τη γη». Έτσι έχει φανταστεί και τη σχέση της μουσικής με την «Άλκηστη» ώστε να δώσει χώρο στον θεατή, μια ανάσα για να διαμορφώσει τις δικές του αναγνώσεις πάνω στο έργο. Και δεν θα διστάσει να ενθέσει ποπ τραγούδια μέσα στην παράσταση όπως της Βίκυ Λέανδρος και των Beach Boys!
Ας μην μας εκπλήξει η ματιά του Γιόχαν Σίμονς. Πρόκειται, εξάλλου, για μια κατοχυρωμένη περίπτωση νεωτεριστή από την δεκαετία του 1980 κιόλας – οπότε και ξεκίνησε να ασχολείται με το αρχαίο δράμα. «Οι ιδέες του σκηνοθέτη όσον αφορά στη δραματουργική αντιμετώπιση και ανάλυση των κλασικών και σύγχρονων κειμένων, στο παίξιμο του ηθοποιού, κυρίως όμως στη ριζοσπαστική χρήση του χώρου και στις site specific πρακτικές αντιπροσωπεύουν μια από τις χαρακτηριστικές τάσεις που έχει να επιδείξει τα τελευταία σαράντα χρόνια η σκηνοθετική πράξη στην Ευρώπη» τονίζει η θεατρολόγος και κριτικός θεάτρου Ελένη Βαροπούλου, υπεύθυνη για την πρώτη του κάθοδο στην Ελλάδα.
Μετά τις σπουδές χορού στην Ακαδημία του Ρότερνταμ και την Θεατρική Ακαδημία του Μάαστριχτ, ο Σίμονς άνοιξε ένα σπουδαίο κεφάλαιο στις ολλανδικές παραστατικές τέχνες ιδρύοντας την ομάδα Hollandia μαζί με τον μουσικό Πολ Κουκ. Η Hollandia ταυτίστηκε με θεατρικές παρεμβάσεις σε μη θεατρικούς χώρους – από αγροκτήματα, ναυπηγεία και υπόστεγα αεροδρομίων μέχρι θερμοκήπια, ψαραγορές και σφαγεία. Σε χώρους, δηλαδή, που ήδη εμπεριείχαν την δική τους αφήγηση και συνάμα καλούνταν να αφομοιώσουν μια νέα.
Μέσα σε αυτήν προβληματική, ο Ολλανδός καταπιάστηκε και με την αρχαία ελληνική τραγωδία, συστηματικά και ακάματα. Σκηνοθέτησε «Προμηθέα», «Πέρσες» «Φοίνισσες», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Βάκχες», «Ορέστεια», «Οιδίποδα». «Η στάση του απέναντι στα τραγικά κείμενα ήταν στάση σημερινού ερευνητή τον οποίον κέντριζε κατ’ αρχάς η μουσική διάσταση της τραγικής ομιλίας. Το αρχαίο μέλος καθώς προσφέρεται να ιδωθεί μέσα από σύγχρονα πρίσματα μουσικότητας και εκφραστικότητας, έτσι ώστε, αξιοποιημένο με βάση τις λογικές του σήμερα, να αγγίζει τις συνειδήσεις των θεατών» επισημαίνει η θεατρολόγος Ελένη Βαροπούλου.
Ελένη Βαροπούλου: Η στάση του απέναντι στα τραγικά κείμενα ήταν στάση σημερινού ερευνητή τον οποίον κέντριζε κατ’ αρχάς η μουσική διάσταση της τραγικής ομιλίας
Παρουσιάζοντας τη δουλειά της ομάδας Ηοllandia, το 1999 σημείωνε ακόμα: «Η επίμονη ενασχόληση της ομάδας με την αρχαία τραγωδία από το 1989, αφότου δούλεψε πάνω στον Προμηθέα, έχει οδηγήσει σε σημαντικές σκηνικές προτάσεις όπου η μουσική συνδυάζεται με τον χορό και την εικαστική έκφραση, όπου το περφορματίφ στοιχείο εμπλέκεται με ένα αισθησιακό, χειρονομιακό παίξιμο. Όπου η διάσταση του πραγματικού παλεύει με το στυλιζάρισμα. Όπου η φύση δοκιμάζεται αντίστοιχα όπως και τα κτήρια… Τους Πέρσες του Αισχύλου είχε ανεβάσει σε ένα παλιό εργοστάσιο όλμων το γκρουπ Hollandia. Τις Φοίνισσες του Ευριπίδη τις είχε παρουσιάσει σε έναν χώρο πολεμικού υλικού, παλιό υπόστεγο για τεθωρακισμένα στη Δρέσδη, το 1996, με την ευκαιρία του Φεστιβάλ Τεάτερ ντερ Βελτ (Θέατρο του Κόσμου): Ήταν μια “κατάσταση” σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, με στραπατσαρισμένες υπάρξεις, γλυπτικά κοστούμια, πελιδνά πρόσωπα. Σκηνοθετημένες από τον Γιόχαν Σίμονς και με μουσική Πολ Κουκ, οι Φοίνισσες ήταν ένα εγχείρημα μουσικού θεάτρου. Τη διαπολιτισμική ταυτότητά τους την εγγυόνταν οι νέες γυναίκες από διάφορες εθνότητες, σπουδάστριες δραματικών σχολών και τραγουδίστριες που εκφράζονταν σε όλα τα είδη τραγουδιού και φωνητικής μουσικής. Τα τραγούδια στις γλώσσες της καταγωγής τους όχι μονάχα στήριζαν ένα πείραμα που αφορούσε στους ήχους και τις φωνές αλλά και αξιοποιούσαν το βίωμα κάθε γυναίκας. Η παράσταση εξέθετε τη σπιράλ κίνηση της βίας, το παιχνίδι των συμφερόντων, τις συγκρούσεις γνωμών και αξιών, τα προσωπικά δράματα πίσω από τα διλήμματα, την έλλειψη ανθρωπιάς και ορθού λόγου».
Μετά το νομαδικό του πέρασμα από τόσους και τόσους αναπάντεχους χώρους, ο Γιόχαν Σίμονς καλείται να αναγνωρίσει το αναπάντεχο στην Επίδαυρο. Όπως, εντοπίζει και η Βαροπούλου αυτή θα είναι «μια πρόκληση για τον εκσυγχρονιστή σκηνοθέτη αλλά και τους ηθοποιούς του, που στο ζωτικό παίξιμό τους συνδυάζουν τη σάρκινη ένταση με την ψυχρότητα της φόρμας, την ακρίβεια, το κριτικό πνεύμα».
Φυσικά, ο 76χρονος σκηνοθέτης, μόνο την πρόκληση δεν έχει φοβηθεί. Γέννημα της ολλανδικής επαρχίας, παιδί μιας φτωχής, πολύτεκνης, αγροτικής και βαθιά θρησκόληπτης οικογένειας (οπαδοί του Καλβινισμού) αποφάσισε να κυνηγήσει το πεπρωμένο του στην Τέχνη. «Μέχρι τα 12 ή 13 μου χρόνια ήθελα να πάω στη Αφρική ως ιερέας και να πείσω τους ανθρώπους ότι ο Θεός είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει. Τότε ήταν που γνώρισα το χορό» θυμάται.
Γιόχαν Σίμονς: Μέχρι τα 12 ή 13 μου χρόνια ήθελα να πάω στη Αφρική ως ιερέας και να πείσω τους ανθρώπους ότι ο Θεός είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει. Τότε ήταν που γνώρισα το χορό
Ναι, ήταν στα 14 του χρόνια όταν ο Σίμονς απόδρασε από το συντηρητικό περιβάλλον όπου ζούσε, έχοντας μάλιστα συναντήσει μεγάλη αντίσταση στην επιλογή του. «Ο πατέρας μου ήταν αντίθετος, όπως και οι φίλοι μου στο χωριό. Ωστόσο, έμαθα από τον πατέρα μου, παρακολουθώντας τον συνεχώς, πως μπορείς να κερδίσεις και ως χαμένος. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, πρέπει να είμαι γενναίος. Η μητέρα μου με υποστήριξε, ήταν υπέρ. Δεν φοίτησε ποτέ στο Λύκειο, αλλά ήταν πολύ έξυπνη και με κλίση στην τέχνη. Και ξαφνικά αυτός ο κόσμος που είχε παραμείνει κλειστός για εκείνη, έμοιαζε να ανοίγεται για μένα. Έτσι κι αλλιώς ήμουν ο αγαπημένος της γιος επειδή όταν ήμουν νεότερος ήθελα να μοιάσω στον Άλμπερτ Σβάιτσερ (Αλσατός Προτεστάντης φιλόσοφος)».
Από την προσκόλληση στη θρησκεία, ο Γιόχαν Σίμονς βρέθηκε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος στην Ολλανδία και φανατικός του καθεστώτος του Ανατολικού Βερολίνου. Το Βερολίνο των νεανικών του χρόνων φάνταζε σαν ουτοπία, παρότι μεγαλώνοντας αναγνώρισε πως το σύστημα δεν λειτούργησε και δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Παρόλα αυτά, διατηρεί ίχνη της παλιάς του σκέψης λέγοντας πως «η πίστη στον Καπιταλισμό είναι απόλυτη ανοησία».
Γιόχαν Σίμονς: Η πίστη στον Καπιταλισμό είναι απόλυτη ανοησία
Κι έτσι παρότι γεύτηκε μια σειρά από θέσεις εξουσίας ως διευθυντής σπουδαίων γερμανικών οργανισμών (μετά το Hollandia ανέλαβε το βελγικό Publiekstheater, το οποίο μετονόμασε σε NTGent, από 2010 έως το 2015 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Münchner Kammerspiele, στη συνέχεια έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής της Ruhrtriennale ενώ από τη σεζόν 2018 ανέλαβε την διεύθυνση του Schauspielhaus Bochum) ομολογεί πως δεν αγαπάει την ισχύ. «Έχω μια θέση ισχύος, αλλά δεν θέλω να την εκμεταλλευτώ. Προτιμώ να πείθω, παρά να καθορίζω. Φυσικά πρέπει να υπάρχει ένας καπετάνιος που να λέει ‘αρκετά συζητήσαμε, τώρα επιλέγουμε αυτήν την κατεύθυνση».
Φίλιος στις δημοκρατικές διαδικασίες, ακόμα και σήμερα στα 76 του χρόνια, ακούει τις προτάσεις των μελών της ομάδας αφού στις πρόβες του έχουν το λόγο όλοι – ανεξαιρέτως. Δεν έπαψε, εξάλλου, να αντιμετωπίζει το θέατρο οραματικά. «Το θέατρο παραμένει ο χώρος όπου πρέπει να ζητείται από κάποιον να οξύνει την σκέψη του. Ιδιαίτερα όταν έρχονται δύσκολες συγκυρίες, ένα τέτοιο πλαίσιο για περισυλλογή είναι σημαντικό για τους ανθρώπους. Είμαστε μαζί, βλέπουμε κάτι που μας συγκινεί ή μας θυμώνει. Αλλά είμαστε μαζί».