MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Στην πρόβα: «Μήδεια» στο Εθνικό θέατρο – Η λοξή ελληνικότητα του Μποστ

Λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα της «Μήδειας» στην Επίδαυρο από το Εθνικό Θέατρο, ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός και οι συντελεστές της παράστασης ανοίγουν την πρόβα και μιλούν για την αναγεννησιακή ευφυΐα του Μποστ.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 29.06.2022 Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Τριάντα χρόνια μετά την συγγραφή της, η «Μήδεια» του Μποστ κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην Επίδαυρο. Τολμηρή, ανελέητη και εύθυμη όπως όταν πρωτοπαίχτηκε από τον θίασο της Στοάς. Ο Γιάννης Καλαβριανός ήταν τότε εκεί ως νεαρός θεατής. Όπως είναι και τώρα. Γιατί η «Μήδεια» τον βαπτίζει στην ιαματική κολυμπήθρα της αργολικής σκηνής. Αυτή θα είναι και η πρώτη φετινή συμμετοχή του Εθνικού Θεάτρου στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου.

Γεύση από πρόβα

Η Μελίνα Παιονίδου καλεί την πρωταγωνιστική ομάδα πίσω από τις κερκίδες του «Σχολείου» της Ειρήνης Παππά για το καθιερωμένο φωνητικό ζέσταμα πριν την πρόβα. Αν και στις 19.00 το απόγευμα, ο ήλιος στέκει ακόμα ψηλά και οι συντελεστές της «Μήδειας» κατοχυρώνουν τα σκιερά σημεία του προαυλίου. Με τις καλόηχες ασκήσεις και αναπνοές τους στ’ αυτιά, ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός και η χορογράφος της παράστασης Μαριάννα Καβαλλιεράτου οργανώνουν την πρόβα με τις σκηνές συνόλου που θα ακολουθήσει. Ο Θοδωρής Οικονόμου είναι ήδη καθισμένος στο πιάνο του, αν και, για την ώρα, ακούγεται η άρπα (της μουσικού Μαρία Χριστίνα Χάρπερ) και το σαξόφωνο (του Δημήτρη Χουντή).

Φορώντας στοιχεία από τα πληθωρικά κοστούμια τους (δια χειρός Βάνας Γιαννούλα) – άλλη με χρυσά γοβάκια, άλλος με μεταξωτή φούστα, μια τρίτη με ελληνική περικεφαλαία -κ.ο.κ. – ο 20μελής θίασος της Μήδειας παρατάσσεται μπροστά από το ολόχρυσο ερειπωμένο παλάτι (της Εύας Μανιδάκη) σε μια οριζόντια διάταξη χορεύοντας με χάρη… καν -καν. Στον, πολλαπλών ερεθισμάτων, κόσμο του Μποστ τίποτα δεν σε εκπλήσσει. Εξάλλου, πρόκειται για το ανέβασμα μιας σπουδαίας νεοελληνικής κωμωδίας. «Υπήρξαμε πολύ πιστοί σ’ αυτήν την τραγωδία. Κι από την πολλή πιστότητα, κάναμε κωμωδία» επιβεβαιώνουν τραγουδιστά και, εν χορώ, οι πρωταγωνιστές της.

Ο 9μελής Χορός της Μήδειας σε δράση.

Το έργο

Τι σχέση έχει η Μήδεια και ο Ιάσονας με τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη; Αλλά και με μια Καλόγρια κι έναν Ψαρρά; Η, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, ζύμωση μεταξύ αυτών των ηρώων αποκτά νόημα στον σουρεαλιστικό κόσμο του Μποστ που από το 1993 (οπότε και έγραψε τη «Μήδεια») ανεβαίνει για πρώτη φορά στο θέατρο της Επιδαύρου. Ο Γιάννης Καλαβριανός ένιωσε, όπως λέει, «μια φοβερή συγγένεια και την δυνατότητα πως μπορώ να αφηγηθώ μια εκδοχή του έργου. Πρωταγωνιστής στη Μήδεια του Μποστ είναι ο λόγος. Εξάλλου γνωρίζουμε την πλοκή, τους ήρωες, το φινάλε». Γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο, αντλώντας τόσο από την δομή της επιθεώρησης όσο και της αρχαίας τραγωδίας, και αντλώντας από το πρωτότυπο του Ευριπίδη, ο Μποστ σατιρίζει ανηλεώς την ελληνική πραγματικότητα και δη τα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα της εποχής του.

Ενεργοποιώντας τη συγγραφική του ιδιότητα, ο Γιάννης Καλαβριανός έχει ετοιμάσει δύο εμπνευσμένα δικά του χορικά, στο γλωσσικό μοτίβο του Μποστ, σε βαθμό που δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι το πρωτότυπο και ποια η προσθήκη. Σκοπός του να φρεσκάρει τη σάτιρα του τότε κειμένου στραμμένη στην επικαιρότητα του 1993. «Τα κείμενα που χρησιμοποιούν και την επικαιρότητα, χρειάζονται πάντα ενα ξανακοίταγμα. Αστεία για το μετρό ή για τη νεότητα της Αλίκης Βουγιουκλάκη, δεν μπορούν να διατηρήσουν την αιχμηρότητά τους, σήμερα. Γι’ αυτό και προσπαθήσαμε να τα αντικαταστήσουμε, όχι με αντίστοιχα του παρόντος-επιλογή που θα έκανε το υπόλοιπο κείμενο να μοιάζει παλιότερο-αλλά με νύξεις σε ζητήματα πιο οικουμενικά και με διαχρονικότητα. Στο τελευταίο χορικό, εμπεριέχεται ως άλλη παράβαση και η δική μας θέση για τα εγκλήματα πάθους, την καταπίεση των επιλογών και την ανάγκη του να ζει ο καθένας τη ζωή του όπως τη θέλει και τον ικανοποιεί». 

Τι θέση έχει αυτό το έργο στην Επίδαυρο του 21ου αιώνα; «Μου φαίνεται πραγματικά τολμηρή επιλογή από το Εθνικό. Και γιατί υπάρχει και μια συγκυρία επικαιρότητας (καθώς αναφέρεται σε παιδοκτονίες) και γιατί η κωμωδία χρειάζεται πλέον, μιαν άλλη ματιά στην Επίδαυρο» απαντά ο Γιάννης Καλαβριανός, σχεδόν 30 χρόνια μετά από το πρώτο του ανέβασμα από τον θίασο της «Στοάς». «Κι ο Μποστ», συνεχίζει, «είναι ένας κατεξοχήν συγγραφέας του φίνου χιούμορ, το έργο του είναι κατασκευαστικά περίπλοκο αλλά μέσα από μια πολύ οργανωμένη αφαίρεση, αφήνει έναν πεντακάθαρο πυρήνα. Σχολιάζει με λεπτότητα, σκωπτικά και υπόγεια. Φτιάχνει μια γλώσσα δική του, γεμάτη εκπλήξεις, μα κατανοητή από όλους».

Τον ενθουσιασμό του Καλαβριανού συμμερίζεται και η ομάδα του, που στο σύνολο της έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με έργο αυτού του ολιστικού καλλιτέχνη. «Είναι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες συγγραφείς που συνέλαβαν το μέγεθος της νεοελληνικής παράνοιας, τον ελληνικό τραγέλαφο ως γλωσσικό σύμπτωμα» συμπληρώνει ο ηθοποιός Θανάσης Δήμου που εμφανίζεται στο ρόλο του Οιδίποδα. «Δυστυχώς, στην εποχή του δεν τον κατάλαβαν. Όμως, ήταν ένας εκπληκτικός στυλίστας του λόγου με πολύ αυστηρή φόρμα. Είναι παρεξήγηση πιστεύω πως ο Μποστ είναι απλώς ένας λαϊκός, σατιρικός συγγραφέας. Ο τρόπος εργασίας του έχει κάτι το εστέτ».

Σε γνωριμία με τον Μποστ μέσα από τις γελοιογραφίες του και τις αναγνώσεις των έργων του, ο Γιώργος Γλάστρας τον αντιμετωπίζει σήμερα ως μια αποκάλυψη, «για την γνώση, την λεπτότητα και την λεπτομέρεια του, για το ταλέντο του να βλέπει με συμπάθεια τα τρωτά, τα λάθη των Ελλήνων».

Για μια γενιά ηθοποιών που δεν πρόλαβε τα πρώτα ανεβάσματα των έργων του, ούτε έχει εμπειρία του εικαστικού σύμπαντος του, «αυτό το έργο είναι σχολείο» σημειώνει η Άνδρη Θεοδότου. «Είναι ένα έργο που δεν πιάνεται από πουθενά, από ένα συγγραφέα που, επίσης, δεν πιάνεται από πουθενά».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΕθνικό Θέατρο: Οι προσφορές για τη μεταφορά με πούλμαν στην Επίδαυρο12.09.2018

Για τον Γιάννη Καλαβριανό, η «Μήδεια» του Μποστ είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να γίνει ένα άλλο βήμα. «Για χρόνια έχουμε εκπαιδευτεί στο ότι η κωμωδία παίζεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Έχουμε μια πακτωμένη αντίληψη για τη χρήση των πραγμάτων – ειδικά όταν πρόκειται για την ελληνική παράδοση γινόμαστε ξαφνικά αυτόκλητοι υπερασπιστές και ιδιοκτήτες της. Όμως, πρέπει να συμβεί και κάτι άλλο. Και η Επίδαυρος πρέπει να δει αλλιώς τον εαυτό της. Θέτουμε ένα ερώτημα, λοιπόν, πάνω σε μια νέα προβληματική. Και αυτή η μετάβαση είναι γλυκιά αφού γίνεται μέσω μιας κωμωδίας βασισμένης σε αρχαιοελληνικό μύθο».

Η πρωταγωνίστρια της «Μήδειας», η Μήδεια αυτοπροσώπως Γαλήνη Χατζηπασχάλη θεωρεί πως «κάθε ωραία πρόταση χωράει παντού, ακόμα και στην Επίδαυρο. Καλό θα είναι να απαλλαγούμε κι εμείς και οι παραστάσεις μας από τέτοια βάρη. Ας πούμε μόνο ‘ελάτε, κόσμε’».

Η Σύρμω Κεκέ στο ρόλο της άτακτης Καλόγριας.

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

Στην παράδοση των ανεβασμάτων του Μποστ – πριν και μετά τη «Μήδεια» – λέγεται πως πολλοί καθαρόαιμοι κωμικοί ηθοποιοί απέτυχαν να τον προσεγγίσουν, ίσως γιατί ο συγγραφέας διακωμωδεί επίμονα την τραγικότητα. Κι ίσως είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο ο Γιάννης Καλαβριανός έφτιαξε μια ομάδα πρωταγωνιστών «που δεν ήταν αναγκαστικά ταυτισμένοι με την κωμωδία, αλλά θα έφεραν το αστείο με μια λεπτότητα».

Αυτή μοιάζει να είναι και μια από τις κοινές προκλήσεις του θιάσου της «Μήδειας». Οι υπόλοιπες περιστρέφονται τόσο γύρω από το ύφος όσο και από την γλωσσική ιδιομορφία του έργου. «Είναι πολύ δύσκολο να αναδειχθεί όλη η γκάμα της σκέψης του Μποστ και ο λόγος του είναι αναμφίβολα απαιτητικός. Είναι ένας χείμαρρος λέξεων και αστείων, που απαιτεί εξαιρετικό ρυθμό και ελαφράδα στο παίξιμο» λέει ο Γιώργος Γλάστρας από τον ρόλου του Τροφού.

Από την άλλη, τόσο η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στον επώνυμο ρόλο όσο και ο Σταύρος Σβήγκος ως Ιάσονας εκτιμούν πως ο λόγος του είναι ένα σπουδαίο εργαλείο. «Έχουμε δεκαπεντασύλλαβο και ρήμα, δηλαδή την απόλυτη ποίηση. Κι αυτή η μουσικότητα δίνει παλμό στην ελληνική ψυχή, έχει μεγάλη δύναμη μέσα μας, το ξέρουμε από την στιγμή που γεννιόμαστε. Είναι ένας τεχνικός αλλά και ψυχικός οδηγητής για τον ηθοποιό, νομίζω ότι μας φέρνει σε πλεονεκτική θέση» παρατηρεί η Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Μια άποψη που συμμερίζεται και ο Σταύρος Σβήγκος, αξιοποιώντας και την ιδιότητα του ως μουσικού. «Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι μια μουσική παρτιρούρα. Δηλαδή, ένας οδικός χάρτης μέσα σε ένα κυνήγι θησαυρού. Αναδεικνύει την ποίηση ενός κειμένου και σε βοηθά να αγγίξεις τον συναισθηματικό κόσμο του. Αρκεί να μην τον πάρεις από φόβο!» λέει.

Όμως, τι άλλο ζητάει ο πολυεπίπεδος κόσμος Μποστ από τον ηθοποιό; Ο Θανάσης Δήμου εκτιμά ότι «ο συγγραφέας στήνει διαρκώς φάρσες, έχει ένα πολύ ύπουλο χιούμορ. Οπότε αν η κωμωδία μοιάζει με το περπάτημα σε τεντωμένο σχοινί, εδώ μοιάζει σαν περπατάς πάνω σε ξυράφι. Είναι εύκολο να χάσεις τον έλεγχο, να ξεφύγεις, να υπερπαίξεις». Η Σύρμω Κεκέ (από το ρόλο της άτακτης καλόγριας) είναι αποφασισμένη να ενεργοποιήσει τα όπλα της κωμωδίας, κυρίως από τεχνικής πλευράς, «να αξιοποιήσω τη δομή, τη γλώσσα, τον κόσμο του Μποστ. Είναι λυτρωτικό να κάνεις τον κόσμο να γελάει. Η κωμωδία αναγκάζει τον ηθοποιό σε μιαν άλλη έκθεση. Χρειάζεται λοιπόν, να βρεις ένα κοινό ρυθμό με το κοινό σου».

Η πρόκληση για την Άνδρη Θεοδότου βρίσκεται στο μέτρο που έχει ανάγκη ο ερμηνευτής του Μποστ καθώς «πολλοί από τους ήρωες του μοιάζουν με χάρτινους, είναι πιο σχηματικοί». Και η Σύρμω Κεκέ συμφωνεί πως τα πρόσωπα της «Μήδειας», «μοιάζουν με φιγούρες τους Καραγκιόζη, φέρουν ένα χαρακτήρα με αδρές γραμμές, δεν έχουν ψυχολογικό βάθος».

Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και η παιδοκτόνος Μήδεια δεν εγγράφεται ως αρνητική ηρωίδα. «Η Μήδεια είναι αθώα και αφελής, όπως και όλα τα πρόσωπα του έργου. Ασφαλώς είναι μια κλονισμένη προσωπικότητα αλλά είναι κι εξίσου φευγάτη. Σαν να μην είναι φυσικό πρόσωπο» τονίζει η Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Αυτή η αθωότητα των μποστικών ηρώων είναι που οδηγεί και την ανάγνωση του Καλαβριανού. «Θα κάνουμε μια αθώα παράσταση, με την έννοια του παιδικού. Οι ήρωες του Μποστ δεν είναι εξυπνάκηδες, δεν είναι υστερόβουλοι. Έχουν μια ευθεία πορεία χωρίς δεύτερες σκέψεις – κάτι, συγκινητικά, παιδικό».

Έξω από το χρυσό – αν και ερειπωμένο – παλάτι της, η Μήδεια της Γαλήνης Χατζηπασχάλη.

Η σκηνοθεσία

Αναλαμβάνοντας σκηνοθετικά το εγχείρημα της «Μήδειας» ο Γιάννης Καλαβριανός ανέτρεξε μοιραία στα πρώτα ερεθίσματα που είχε, ως νεαρός θεατής στα πρωτότυπα ανεβάσματα του Μποστ από τον θίασο της «Στοάς». «Κάνω Μποστ έχοντας στην μνήμη και την καρδιά μου τα πρώτα ανεβάσματα του. Και ομολογώ πως θυμάμαι τη ‘Μήδεια’ ως μια από τις πιο ωραίες παραστάσεις που έχω δει». Αυτή η συγκυρία, όσο και η φιλία του Καλαβριανού με τον γιο του Μέντη Μποστατζόγλου, τον Γιάννη ήταν λυτρωτική. Αλλά και την ίδια ώρα δεσμευτική: «Υπήρχε η αγωνία να μπορέσω να ξεκολλήσω από αυτήν την εμπειρία. Όχι ως αυτοσκοπός, αλλά για λειτουργικούς λόγους».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΜπορεί η Επίδαυρος να γίνει avant garde;12.09.2018

Με οδηγό τον λόγο του συγγραφέα, αισθητικές νύξεις που αναπαράγουν ίχνη από το σύμπαν του, ο σκηνοθέτης της «Μήδειας» προσανατολίζεται στην ανάγνωση μιας καθαρής, εξωστρεφούς κωμωδίας. «Προσπάθησα να μην φορτώσω το έργο με κωμικά τερτίπια, σκηνοθετισμούς και επί μέρους ιδέες. Η παράσταση θέλω να είναι πολύπλοκη στην κατασκευή της, αλλά πεντακάθαρη κι αθώα παράσταση στην πρόσληψη της. Να μην είναι σοβαροφανής, αλλά καθαρή. Να αναβλύζει λεπτότητα τόσο αισθητικά όσο και εννοιολογικά» εξηγεί. Ο Γιάννης Καλαβριανός στοχεύει σε μια κωμωδία με ποιοτικούς όρους, αλλά πάντως πηγαία κωμωδία. «Είχα διαβάσει μια παλιά κριτική του Βάσου Βαρίκα που έλεγε πως είμαστε, ακόμα, τόσο κουμπωμένοι απέναντι στο κωμικό ώστε στερούμαστε τις χαρές της τέχνης. Πως έχουμε βαλθεί να τα διανοητικοποιούμε όλα, θυσιάζοντας την καθαρή αντίδραση απέναντι στη χαρά. Η Μήδεια στοχεύει στο ακριβώς αντίθετο».

Ο Γιώργος Γλάστρας στο ρόλο του Τροφού.

Η αισθητική της παράστασης

Ανεβάζοντας ένα έργο του Μποστ, αναμετριέται κανείς και με τον Μποστ ως σκηνογράφο και ενδυματολόγο. Με αυτήν την αφετηρία σκέψης ξεκίνησε να σχεδιάζει την σκηνογραφία η Εύα Μανιδάκη και τα κοστούμια η Βάνα Γιαννούλα.

Η σατιρική διάθεση του συγγραφέα προς το ελληνικό στοιχείο τροφοδοτεί τη φιλοσοφία του σκηνικού και των αντικειμένων που θα χρησιμοποιηθούν. Η Εύα Μανιδάκη έχει κατασκευάσει «μια νέα πολεοδομία, έναν κοινό τόπο της αρχαίας τοπολογίας με την καινούργια». Αυτό μεταφράζεται σε ένα κτίσμα που αφομοιώνει διάφορες φάσεις της ελληνικής αρχιτεκτονικής: Ένα (ερειπωμένο) κτίσμα με βυζαντινές αναφορές από την κατασκευή ναών, φτιαγμένο με τσιμεντόλιθους: Το ευτελές αυτό υλικό που χρησιμοποιείται στην νεοελληνική κατάσταση για αυθαίρετες, κυρίως, κατασκευές. Είναι, παρόλα αυτά, βαμμένο χρυσό προκειμένου να αντανακλά την πολυτέλεια ενός παλατιού. Την ίδια ώρα, όλα τα σκηνικά αντικείμενα της παράστασης έχουν ανασυρθεί από σκίτσα του Μποστ. «Προσπάθησα να τρυπώσω στην οπτική του, να τραβήξω αντικείμενα μέσα από τους πίνακες του και να τους δώσω μια τρίτη διάσταση» εξηγεί η Εύα Μανιδάκη, δείχνοντας προς το μέρος της Φανής Παναγιωτίδου πως ως Εξάγγελος κρατάει μια σημαία όμοια με αυτή της «Μαμάς Ελλάδος» του Μποστ.

Τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα πάλι, μοιάζουν με μικρές εγκαταστάσεις. Η ενδυματολόγος της παράστασης αξιοποιεί τη δραματουργική συνθήκη της «Μήδειας» ως πεδίο συνάντησης ετερόκλητων ηρώων. Δημιουργεί, λοιπόν, εντυπωσιακά κοστούμια που περιγράφουν έκαστο την προσωπικότητα του ήρωα. Η Μήδεια θα φορέσει ένα κοστούμι εμπνευσμένο από τις νυφικές φορεσιές του Πόντου (της Κολχίδας στην εποχή της), ο Ευριπίδης θα έχει αμφίεση ενός σταρ συγγραφέα, ο Χορός των γυναικών θα είναι ντυμένος με casual outfit με βάση τα τζιν υφάσματα ή η Καλόγρια δεν θα είναι μια τυπική αλλά μια μοιραία εκπρόσωπος της Εκκλησίας. «Υπάρχει μια πολύ περιέργη συνάφεια των κοστουμιών μεταξύ τους κι αυτό γιατί ήθελα να διατηρήσω την ατμόσφαιρα χάους του Μποστ, χωρίς ωστόσο να λογοκρίνω τη δική μου οπτική» εξηγεί.

Άνδρη Θεοδότου και Θανάσης Δήμου στους ρόλους της Αντιγόνης και του Οιδίποδα… από άλλη τραγωδία.

Η μουσική

Στην πρόβα των χορικών, οι τέσσερις μουσικοί επί σκηνής, είναι απόλυτα συγχρονισμένοι με τους ηθοποιούς και τη σκηνική δράση. Ο Θοδωρής Οικονόμου, ο συνθέτης της παράστασης που βρίσκεται στο πιάνο, σχολιάζει πως είναι «άνθρωπος της πρόβας» άρα και ένα μεγάλο κομμάτι των μουσικών της παράστασης γράφτηκε επί σκηνής «για να λύνει τα προβλήματα δράσης και άρα τα προβλήματα της σκηνοθεσίας».

Μέγας θαυμαστής του Μποστ «αφού ήταν ένας πραγματικός εργάτης της τέχνης», ο Οικονόμου αποφάσισε να ακολουθήσει το πνεύμα του έργου και να δοκιμάσει μια μουσική κατάδυση στην ελληνική παράδοση. «Αποφάσισα πως πρέπει να ακουμπήσω σε όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες – δασκάλους. Ο ελληνικός ήχος έχει δύναμη κι ενέργεια και οι μελωδίες – αφού μιλάμε για συνθέτες – μελωδιστές – αφήνουν μια γλυκιά γεύση στο τέλος». Άλλωστε, όπως σημειώνει, ο Χορός της παράστασης (Ματίνα Περγιουδάλη, Ειρήνη Μακρή, Νιόβη Χαραλάμπους Κατερίνα Πατσιάνη, Μαρία Κωνσταντά, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη) είναι πολύ ταλαντούχος και του ‘εδωσε «φτερά να γράψω ό,τι θέλω ξαναγυρίζοντας σε μια ελληνικότητα στη μουσική που σχολιάζει όσα έχουμε περάσει ως λαός».

Ο Σταύρος Σβήγκος υποδύεται τον άπιστο Ιάσονα.

H κίνηση – Η χορογραφία

Παρακολουθώντας τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και αλλά και το ίδιο το κομφούζιο που επικρατεί στο έργο του Μποστ, η Μαριάννα Καβαλιεράτου έχει σχεδιάσει χαρούμενα, κωμικά και ανεβαστικά κινησιολογικά μοτίβα. «Μιμούμενοι το παραλήρημα της Μήδειας, οι χοροί μπλέκονται μεταξύ τους» λέει. Αυτό σημαίνει πως το σουίνγκ, το τσάρλεστον, το μιούζικαλ και το καν – καν μπορούν να συνυπάρξουν με το ζεϊμπέκικο. «Όλες οι χορογραφίες έχουν στο τέλος έναν χαρακτήρα ελληνικότητας, ακριβώς γιατί θέλουμε να σχολιάσουμε την συγγραφική προβληματική του Μποστ για την ελληνική κατάσταση» εξηγεί. Παρά τα πολλά και ετερόκλητα στοιχεία, η Καβαλλιεράτου έχει φροντίσει να παρουσιάσει καθαρά, δωρικά μοτίβα που σε στιγμές εκφυλλίζονται οδηγώντας φυσικά σε κάτι άλλο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Μήδεια του Μποστ σε σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού παρουσιάζεται στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 8 και 9 Ιουλίου στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων: από 5 έως 50 ευρώ.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία Γιάννης Καλαβριανός. Δραματουργική επεξεργασία Γιάννης ΚαλαβριανόςΈρι Κύργια. Σκηνικά Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια Βάνα Γιαννούλα. Μουσική Θοδωρής Οικονόμου. Χορογραφία Μαριάννα Καβαλλιεράτου. Φωτισμοί Νίκος Βλασόπουλος. Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου. Δραματολόγος παράστασης Εύα Σαραγά. Βοηθός σκηνοθέτη Κέλλυ Παπαδοπούλου. Β’ βοηθός σκηνοθέτη Διονυσία Βλαστέλλη. Βοηθός σκηνογράφου Κατερίνα Βλάχμπεη. Βοηθός ενδυματολόγου Αλέξανδρος Γαρνάβος. Φωτογραφίες παράστασης Ελίνα Γιουνανλή.

Παίζουν (αλφαβητικά) Γιώργος Γλάστρας (Τροφός), Θανάσης Δήμου (Οιδίποδας), Άνδρη Θεοδότου (Αντιγόνη), Στέλιος Ιακωβίδης (Ευριπίδης), Θανάσης Ισιδώρου (Ψαράς), Σύρμω Κεκέ (Καλόγρια), Μαρία Κοσκινά (Κορυφαία), Φανή Παναγιωτίδου (Εξάγγελος), Γιώργος Σαββίδης (Καλόγερος), Σταύρος Σβήγκος (Ιάσονας), Γαλήνη Χατζηπασχάλη (Μήδεια)

Χορός (αλφαβητικά) Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους

Μουσικοί επί σκηνής Παρασκευάς Κίτσος κοντραμπάσο, Θοδωρής Οικονόμου πιάνο, μουσική διεύθυνση, Δημήτρης Χουντής σοπράνο σαξόφωνο, Μαρία Χριστίνα Harper άρπα

Περισσότερα από Art & Culture