Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, είδαμε παραστάσεις, σειρές και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Μια διαφορετική ανάγνωση της «Μήδειας» – ωδή στην γυναικεία ενδυνάμωσηΟ Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας παρουσιάζουν φέτος ένα από τα πιο εμβληματικά και σπαρακτικά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τη Μήδεια του Ευριπίδη, η οποία ξεκινώντας από το Θέατρο Πέτρας συνεχίζει το ταξίδι της ανά την Ελλάδα. Η ιστορία της ευριπίδειας ηρωίδας είναι γενικά γνωστή στο ευρύ κοινό κι αυτό γιατί το όνομά της έχει συνδεθεί με το έγκλημα της παιδοκτονίας αλλά και φυσικές καταστροφές, λόγω της τραγικότητας της πράξης της. Με λίγα λόγια, για όσους δεν γνωρίζουν, η Μήδεια κατακλύζεται από απόγνωση μετά την ερωτική προδοσία του συζύγου της Ιάσονα, καταλήγοντας τελικά στον φόνο όχι μόνο της αντίζηλού της Γλαύκης, αλλά και των ίδιων της των παιδιών.
Λοιπόν, εγώ αποφάσισα να βρεθώ στην πρεμιέρα της παράστασης στο ατμοσφαιρικό και κατάμεστο Θέατρο Πέτρας στην Πετρούπολη – που αγαπώ ιδιαίτερα – για δύο λόγους: Από τη μία το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η σκηνοθετική προσέγγιση κατά το πρότυπο της αρχαίας τραγωδίας που θέλει τρεις υποκριτές να υποδύονται όλα τα πρόσωπα του δράματος και από την άλλη η παρουσία της αγαπημένης μου Γιώτας Νέγκα, που ως μία εκ των δύο κορυφαίων του χορού αναλαμβάνει με τη «θεία» φωνή της το λυρικό μέρος, σε πρωτότυπη, υπέροχη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. (Η Μυρτώ Αλικάκη εκπροσωπεί το αφηγηματικό). Από τη στιγμή που η ηρωίδα μαθαίνει για την προδοσία του άντρα της, μεταμορφώνεται σε μια «αδίστακτη σκύλα» που διψά για εκδίκηση – γεγονός που η Μήδεια της Αθηνάς Μαξίμου εμφανίζει μέσα από την έντονη σωματικότητά της καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκηνικό της Εύας Νάθενα, με τις ξύλινες σκάλες να τοποθετούνται σε κάθε σκηνή, καθόλου τυχαία, υποδηλώνοντας κάθε φορά την κατάρρευση των ηρώων, την κλιμακούμενη δραματική ένταση ή την αλληλουχία των τραγικών γεγονότων ως «ντόμινο». Γιατί αξίζει να δει κανείς αυτή την παράσταση; Για πολλούς λόγους: σκηνοθετικούς, ερμηνευτικούς, μουσικούς. Αλλά κυρίως για να δει την άλλη πλευρά της ιστορίας μιας αντιφατικής ηρωίδας, αντισυμβατικής, που ούσα προδομένη, αδικημένη και μόνη σε έναν ξένο τόπο καταφέρνει να βρει την ψυχική δύναμη και παρά τις εσωτερικές της συγκρούσεις να γίνει η «φωνή» όλων των γυναικών που υποφέρουν την υποταγή σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Ευδοκία Βαζούκη
Την Τετάρτη ήρθε μια μέρα που περίμενα εδώ και πάρα πάρα πολύ καιρό. Αφού έφυγε το άγχος μη κολλήσω covid και κλαίω με μαύρο δάκρυ, μόνο όταν άρχισα να πλησιάζω στο ΟΑΚΑ και να ακούω τη μουσική, συνειδητοποίησα τι πρόκειται να ζήσω. Σίγουρα οι Muse ήταν το μεγάλο όνομα της βραδιάς και μια τεράστια λατρεία χρόνων, τόσο για μένα όσο και για το αθηναϊκό κοινό γενικότερα. Αλλά εγώ είχα και μια άλλη αγάπη, την οποία ανυπομονούσα λίγο παραπάνω να ακούσω ζωντανά. Μιλάω για το συγκρότημα Nothing But Thieves! Συγκαταλέγεται στις αγαπημένες μου μπάντες και το να τους δω από κοντά ήταν ένα μικρό όνειρο που πήρε επιτέλους σάρκα και οστά. Φυσικά και ήταν υπέροχοι, δεν χωράει σε αυτό αμφιβολία. Χάρηκα που είδα πολύ κόσμο να τους γνωρίζει, να τραγουδάει τους φοβερούς στίχους που γράφουν και να ουρλιάζει μαζί με εμένα. Κι ας μάς έκαιγε ο ήλιος, τόσο που δεν μπορούσα καλά καλά να δω το stage, κι ας μου φάνηκε ότι έπαιξαν μόνο 10 λεπτά γιατί ποτέ δεν θα τους χόρταινα, κι ας βρισκόμουν στη Β ζώνη (τουλάχιστον στην πρώτη γραμμή), ήταν η καλύτερη μία ώρα και σίγουρα είναι πια μια εμπειρία χαραγμένη στην καρδιά μου. Και κατά τις 10 βγήκαν οι Muse! Φίλοι και γνωστοί με είχαν φάει τόσα χρόνια για το πόσο τέλειο ήταν το live τους στην Αθήνα το 2016. Αυτό που φυσικά δεν πήγα…Κάπως έτσι έφτασε η στιγμή να δω και να καταλάβω γιατί ήταν τόσο τέλεια τότε. Δεν μπορώ να συγκρίνω, αλλά ξέρω πως αυτό που είδα, άκουσα και έζησα εγώ ήταν ανεπανάληπτο. Είναι από τα συγκροτήματα που τους αποκαλείς με μεγάλη ευκολία performers. Τεράστια σκηνικά, φωτιές, πυροτεχνήματα και κονφετί στον αέρα και η μαγική φωνή του Matt Bellamy να τραγουδά όλα τα αγαπημένα μας κομμάτια. Ξεσήκωσαν ένα τεράστιο κοινό και δεν γίνεται να έφυγε κάποιος απογοητευμένος. Πλέον, όταν θα ακούω άτομα που πήγαν το 2016 να μου αναφέρουν ξανά πόσο τέλεια ήταν τότε, τουλάχιστον θα έχω κάτι να απαντήσω…
Φωτεινή Νικολίτσα
Όχι πολύ μακριά από το κέντρο του Πειραιά, στη γειτονιά του Αγίου Νικολάου στην ακτή Μιαούλη, βρίσκεται εδώ και λίγους μήνες το «Kitschen», ένα μικροσκοπικό σε τετραγωνικά αλλά μεγάλο σε γεύση dim sum bar γιαπωνέζικης φιλοσοφίας που συνδυάζει ένα μενού μικρών πιάτων και λαχταριστών cocktail με μια pop αισθητική. Μόλις μπαίνεις στο «Kitschen» ανακαλύπτεις τα χειροποίητα στοιχεία του χώρου – μία ξύλινη minimal σάλα με την ανοιχτή κουζίνα και την μπάρα φαγητού μπροστά της, την neon επιγραφή που σε προετοιμάζει ώστε να έχεις έτοιμα τα chopsticks σου και τα παραδοσιακά βαρέλια σάκε. Παράλληλα, η tailor made ταπετσαρία που αποτυπώνει θεούς και δαίμονες από τη μυθολογία της Ασίας και η γιαπωνέζικη αφίσα, που δεσπόζουν τους δύο τοίχους αντίστοιχα, χαρακτηρίζουν την κουλτούρα των manga και των anime, αναβαθμίζοντας την πρωτότυπη αισθητική του μαγαζιού. Η ιδιαιτερότητα του «Kitschen», ως dim sum bar, είναι η δημιουργία μικρών fusion πιάτων – που χαρακτηρίζονται και ως «μπουκιές» και παντρεύουν την εγχώρια πρώτη ύλη και τα μεσογειακά προϊόντα της Ελλάδας με υλικά και τεχνικές από την Ασία – και κλασσικών cocktail διαφοροποιημένα με χειροποίητα σιρόπια. Πίσω από το bar θα βρεις τους ευγενέστατους ιδιοκτήτες, έναν Ελληνοϊνδονήσιο σεφ και έναν Ελληνοκορεάτη mixologist, οι οποίοι έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα χαλαρό και όμορφο κλίμα, όπου μπορείς να γευτείς πολλά διαφορετικά πιάτα με γρήγορες εναλλαγές που σε κρατούν σε εγρήγορση, χωρίς να χρειάζεται να επιλέξεις ανάμεσα σε ορεκτικά και κυρίως. Αυτά που ξεχώρισα είναι το κουνουπίδι tempura με μαγιονέζα σκόρδου, τα dumplings ατμού με γαρίδα και yuzu soy dressing και το –καλύτερο πιάτο κατά τη γνώμη μου – ταρτάρ καβουριού με πικάντικη μαγιονέζα, σε συνδυασμό με το cocktail Cobra Kai με ρούμι, σιρόπι από ασιατικά μπαχαρικά, λικέρ βοτάνων και τζιτζιμπίρα, που ισορροπεί απόλυτα με το φαγητό. Προτείνω ανεπιφύλακτα να το επισκεφτείτε, αφού πρώτα κάνετε την κράτηση σας, και να προτιμήσετε την μπάρα, κάτι που θα κάνει το γεύμα σας πιο ενδιαφέρον. Θα το βρείτε στην οδό Κανάρη 5-7 στον Πειραιά από νωρίς το μεσημέρι έως αργά το βράδυ.
Ναταλία Βουρλιωτάκη
Σήμερα βγήκαν τα δύο τελευταία επεισόδια της 4ης σεζόν του Stranger Things, τα οποία όσοι έχουν δει το πρώτο μισό τα περιμένουμε από τον Ιούνιο. Είναι η αλήθεια πως αυτή η σεζόν μέχρι τώρα με έχει αφήσει άφωνη. Και έτσι με αυτή την αφορμή, της πρεμιέρας των δύο τελευταίων επεισοδίων, ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την άποψή μου για την σεζόν μέχρι τώρα. Θεωρώ πως οι Duffer Brothers έκαναν εξαιρετική δουλειά σε αυτή την σεζόν, μπλέκοντας μέσα στην πλοκή όλα τα κλασσικά στοιχεία που σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για την δεκαετία του ’80. Από τα ρούχα που φορούν οι χαρακτήρες μέχρι τις σπαστικές popular κοπέλες που θέλουν να σου κάνουν την ζωή κόλαση. Όμως δεν σημαίνει πως η σειρά δεν υστερεί και πουθενά. Θεωρώ πως η σχέση του Jonathan με την Nancy έχει καταστραφεί τελείως και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Γενικότερα ο Jonathan, ένας χαρακτήρας που είχε ένα αξιόλογο character ark μέχρι αυτή την σεζόν, κατέληξε απλά να είναι ένας “μπαφιάρης”. Μέχρι πριν ήταν έξυπνος, ενεργητικός και πάντα έτοιμος να βοηθήσει. Τώρα όμως παρατά την Nancy, χωρίς να μας δίνει για εμένα έναν αρκετά καλό λόγο. Όσον αφορά πάλι τη Nancy, πολύ εύκολα αρχίζει απευθείας να ασχολείται με τον Steve, ενώ καν ακόμα δεν έχει χωρίσει, που όμως για την ίδια είναι αρκετά χαρακτηριστικό του χαρακτήρα της, δεδομένου ότι κάπως έτσι έγινε και με τον Jonathan στις προηγούμενες σεζόν. Ένας χαρακτήρας που αγάπησα απευθείας ήταν ο Eddie, ο τρελός DND DM, του σίριαλ, που θεωρώ πως παίζει φοβερά και δεν θα μάντευα ποτέ – όπως και για τον Jonathan – πως παίζονται από ηθοποιούς που κατάγονται από την Αγγλία. Είμαι έτοιμη να δω τη συνέχεια, αλλά όμως με επιφυλάξεις, ελπίζοντας η κατάσταση να εξισορροπηθεί…
Νάνσυ Δεληγιώργη
Το Σάββατο που μάς πέρασε, στο Κατράκειο Θέατρο έκανε την πρεμιέρα της η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία Γιώργου Λύρα και είπα να επιλέξω αυτή τη παράσταση για την δική μου… πρεμιέρα στα καλοκαιρινά και πολύ αγαπημένα μου, θέατρα. Το τιμόνι της παράστασης κρατούν η Μαρία Κίτσου και ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος στους ρόλους της Ηλέκτρας και του Ορέστη αντίστοιχα, ενώ τους πλαισιώνουν αρκετοί ακόμα αξιόλογοι ηθοποιοί, μέσα στους οποίους είναι και ο Γιώργος Κωνσταντίνου στον ρόλο του παιδαγωγού, ο οποίος όπως πάντα απέσπασε το μεγαλύτερο χειροκρότημα του κοινού. Παρόλο που οι πιθανότητες να σταματήσει η παράσταση λόγω βροχής ήταν μεγάλες, το ηθικό των ηθοποιών αλλά και του κοινού δεν πτοήθηκε λεπτό, ούτε όταν ξεκίνησαν οι αστραπές να κάνουν «δεύτερες» στους ηθοποιούς. Η Μαρία Κίτσου ήταν εξαιρετική στον σπαρακτικό ρόλο της Ηλέκτρας, που βιώνει την απώλεια του πατέρα της αλλά και την απόρριψη της μητέρας της, την οποία και στο τέλος απαρνείται, ενώ ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος υπηρέτησε σωστά τον ρόλο του Ορέστη, ο οποίος ενώ φέρει εις πέρας τον χρησμό που έλαβε, κυκλώνεται από τις Ερινύες και αναγκάζεται να ζήσει για ακόμα μία φορά μακριά από την πατρίδα του, αλλά αυτή τη φορά ως μητροκτόνος. Το μόνο αρνητικό της παράστασης ήταν ο αρκετά περίεργος φωτισμός, που δεν επέτρεπε σχεδόν καθόλου στο κοινό να δει τις εκφράσεις των ηθοποιών, όσο κοντά στην σκηνή και αν καθόταν.
Μωραΐτη Ειρήνη
Την Τρίτη που μάς πέρασε βρέθηκα στην Πειραιώς 260 για να παρακολουθήσω, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, την πολυμεσική παράσταση της Christiane Jatahy με τίτλο «Dusk / Λυκόφως», βασισμένη στην ταινία του Λαρς φον Τρίερ «Dogville». Η υπόθεση επικεντρώνεται γύρω από την Γκράσα, μια νεαρή γυναίκα η οποία, στην προσπάθεια της να ξεφύγει από το φασιστικό καθεστώς της χώρας της, βρίσκει καταφύγιο σε μια κοινότητα καλλιτεχνών που πειραματίζεται με το θέμα της ταινίας του Τρίερ, «την αποδοχή του άλλου», με στόχο να αλλάξει το αφήγημα και να αποδείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν δεκτικοί και να σταθούν αλληλέγγυοι απέναντι στον ξένο. Αρχικά, η κοινότητα εμφανίζεται περισσότερο ή λιγότερο διστακτική και διχαστική στο να δεχτεί στους κόλπους της τη νεαρή γυναίκα. Ο φόβος για μια άγνωστη για την οποία δεν ξέρουν απολύτως τίποτα, κρύβει από πίσω του, ίσως, κάποιες ανομολόγητες ανησυχίες για την ρουτίνα η οποία επρόκειτο να διαταραχθεί, για τις αλλαγές που η νεοφερμένη μπορεί να φέρει στις ζωές τους, για το καινούριο, το άγνωστο και πολύ περισσότερο για το τι μπορεί αυτό να αποκαλύψει για τους ίδιους και την μέχρι τότε δεδομένη αντίληψη τους για την πραγματικότητα. Στη συνέχεια αυτός ο δισταγμός θα μετατραπεί σε έναν υπερβολικό στις εκδηλώσεις του ενθουσιασμό ο οποίος, εντούτοις, δεν κατακτιέται χωρίς τίμημα. Η Γκράσα έπρεπε να αποδείξει ότι με κάποιον τρόπο θα φανεί χρήσιμη στον καθένα από αυτούς, ώστε να κερδίσει το «χρυσό εισιτήριο» της παραμονής της ανάμεσα τους.
Όταν η είδηση πως η νεαρή γυναίκα είναι καταζητούμενη από το καθεστώς της χώρας της φτάνει στα αυτιά τους, τότε οι «μάσκες» αρχίζουν σιγά σιγά να πέφτουν, η πόλωση ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, όσον αφορά την παρουσία της Γκράσα εκεί, επανέρχεται και μια αλυσίδα αποτρόπαιων γεγονότων αρχίζει να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Η Γκράσα ήταν πάντα ένα θύμα στυγνής εκμετάλλευσης από την κοινότητα, η οποία σαν αρπακτικά εμφανίζονται πλέον έτοιμα να την κατασπαράξουν. Τώρα απλώς οι προσποιήσεις σταμάτησαν και ο εκβιασμός, η ψυχολογική και σωματική κακοποίηση πήραν τη θέση τους. Η ροπή της κοινωνίας προς τον φασισμό και τον ρατσισμό, για την δημιουργό της παράστασης, αναπόδραστη. Το χωρισμένο σε τμήματα σκηνικό εξαπλώνεται και συρρικνώνεται κατ’ αναλογία με τα γεωγραφικά, κοινωνικά και προσωπικά όρια των συμμετεχόντων σε αυτό το «ανθρώπινο πείραμα». Η κινηματογραφική οθόνη στο βάθος λειτουργεί συμπληρωματικά, άλλοτε εστιάζοντας την προσοχή μας σε μια συγκεκριμένη οπτική των όσων παρακολουθούμε επί σκηνής, άλλοτε εξιστορώντας κομμάτια της ιστορίας που για τους ίδιους τους ηθοποιούς φαντάζουν ανείπωτα. Πάντα, όμως, θολώνοντας τα όρια μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου, σαν μια υπενθύμιση πως τα όσα παρακολουθούμε δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα. Το έργο ένας ανελέητος καθρέφτης της ίδιας της κοινωνίας που έρχεται να αμφισβητήσει τις βεβαιότητες του καθένα από εμάς ξεχωριστά.
Ζαχαρίου Αριστούλα
Πριν από μερικές ημέρες βρέθηκα στην Αίγλη Ζαππείου για να παρακολουθήσω το “Τέλειο Αφεντικό”, την νέα ταινία του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα («Δευτέρες με λιακάδα»), με πρωταγωνιστή τον υπερταλαντούχο Χαβιέ Μπαρδέμ, στον ρόλο του “τελέιου αφεντικού”. Όπως πολύ σωστά μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο σκηνοθέτης, το “τέλειο αφεντικό” δεν υπάρχει. Ο εργοστασιάρχης Χούλιο Μπλάνκο βάζει στόχο να υπενθυμίζει στους εργαζόμενους του ότι μπορούν να βασίζονται σε εκείνον, ότι είναι “οικογένειά” του. Μόλις όμως, οι φιλοδοξίες του μπουν στη μέση, ο πραγματικός αδίστακτος εαυτός του κάνει την εμφάνισή του και δεν σταματά πουθενά -ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να καταστρέψει τις ζωές των ανθρώπων που εργάζονται για εκείνον. Χωρίς να θέλω να κάνω spoiler δεν ήμουν από εκείνους που απογοητεύτηκαν από το τέλος -είναι ίσως το πιο ρεαλιστικό τέλος που θα μπορούσε να έχει αυτή η ταινία και ο μοναδικός λόγος που “σώθηκε” η ταινία για εμένα. Επίσης ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος που ο Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα κατάφερε να δώσει ένα ταξικό πρόσημο σε μία κομεντί. Ωστόσο, όλα αυτά έγιναν, όπως είπα στο τέλος, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος της ταινίας να είναι κάπως… αδιάφορο. Στο πρώτο μέρος πάσχιζα να καταλάβω ποιο μπορεί να είναι το όραμα του σκηνοθέτη, ποια είναι η πλοκή. Κάποιες στιγμές ένιωθα ότι κούραζε. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μία κακή ταινία -εξάλλου κέρδισε έξι βραβεία Goya- ένιωσα όμως ότι θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου