Συν & Πλην: «Άλκηστη» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Άλκηστη» σε σκηνοθεσία Γιόχαν Σίμονς που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Ο Απόλλωνας, τιμωρημένος από τον Δία, αναγκάζεται να υπηρετήσει ως κοινός θνητός τον βασιλιά των Φερών στη Θεσσαλία, Άδμητο και να του φυλάει τα κοπάδια. Ωστόσο, ο δεύτερος βρίσκεται σε δεινότατη θέση, έχοντας παραλείψει να αποδώσει στους θεούς τιμές για το γάμο του και κινδυνεύει με θάνατο. Τότε, ο Απόλλων παρεμβαίνει: Πείθει τις Μοίρες να μην πάρουν τη ζωή του βασιλιά, αλλά οποιουδήποτε άλλου που θα δεχθεί να πεθάνει στη θέση του. Κανείς, ωστόσο, δεν επωμίζεται αυτό το βαρύ τίμημα, ούτε καν οι ηλικιωμένοι γονείς του Άδμητου. Η μόνη που καταφάσκει να προσφέρει τη ζωή της για χάρη του, είναι η γυναίκα του, η Άλκηστη. «Η πιο θαυμαστή σύζυγος στον κόσμο».
Κι αφού κανείς δεν βρίσκεται να κατευνάσει τις Μοίρες, ο θάνατος εμφανίζεται στην πόλη των Φερών, αναγγέλοντας πως «θα την πάρει στου Άδη τα παλάτια». Το ζευγάρι, θρηνώντας, μοιράζεται τις τελευταίες κοινές στιγμές του, η Άλκηστη αποχαιρετά τον άνδρα και τα δύο τους παιδιά, θέτοντας έναν όρο για τη θυσία της: Να μην υπάρξει καμιά που θα την αντικαταστήσει στο πλευρό του Άδμητου και καμιά να μην γίνει μητριά για τα παιδιά της.
Την ημέρα της κηδείας της, αγνοώντας τα θλιβερά γεγονότα, καταφθάνει στο παλάτι ο Ηρακλής. Ο Άδμητος αποκρύπτει το πένθος και τον καλεί να μείνει κοντά του. Μέσα στην άγνοια του, ο Ηρακλής πίνει και γλεντά, εξοργίζοντας τους υπηρέτες του παλατιού που του αποκαλύπτουν το φοβερό μυστικό. Τότε, για να αποκαταστήσει την ύβρη που διέπραξε, φεύγει για τον Άδη, με σκοπό να φέρει πίσω την Άλκηστη.
Η παράσταση του Γιόχαν Σίμονς δεν αξιοποιεί το πρωτότυπο του Ευριπίδη, αλλά την «Άλκηστη» της πολύπειρης στην αρχαία γραμματεία, Καναδής ποιήτριας, Αν Κάρσον – εδώ επεξεργασμένη από την δραματουργό του σκηνοθέτη, Σουζάνε Βίνακερ. Η διασκευή σέβεται την αμφισημία του έργου ως σατιρικό δράμα, δηλαδή ούτε τραγωδία και ούτε κωμωδία, μα κάτι ανάμεσα. Απλοποιεί, ωστόσο, την γλώσσα του έργου. «’Όλα όσα μοιάζουν ανάλαφρα και ακούγονται σχεδόν αστεία στην αρχή – όπως οι αφοπλιστικές δικαιολογίες εκείνων που δεν θέλουν να χάσουν τη ζωή τους – γίνονται θεμελιώδη όσο κυλά η πλοκή» σημειώνει η Βίνακερ, στρέφοντας τον προβληματισμό της αφενός στην βαρύτητα που έχει μια ζωή έναντι μιας άλλης και αφετέρου προς τον θάνατο που «έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με όλους τους θνητούς».
Με τολμηρή αφαιρετικότητα προσεγγίζει ο Γιόχαν Σίμονς το σατυρικό δράμα του Ευριπίδη «ένα από πιο σκληρά και μαζί πιο ιλαρά κείμενα για την ανθρώπινη αποτυχία», όπως το χαρακτηρίζει. Δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στη σχέση του λόγου και της μουσικής, αφαιρεί από όπου μπορεί: Από την όψη της παράστασης, από τη λειτουργία του Χορού, από την λυρικότητα της γλώσσας. Παραδίδει, λοιπόν, μια μοντέρνα παράσταση με τα απολύτως απαραίτητα να την περιγράφουν: Κάθετη ανάγνωση του έργου, θαυμάσιες ερμηνείες και ζωντανή μουσική (ερμηνευμένη από εκκλησιαστικό όργανο) από την «Άλκηστη» του Γκλουκ. Κάποιες επιλογές τον δικαιώνουν, άλλες όχι.
Η σημαντικότερη αρετή στο εγχείρημα του θεάτρου του Μπόχουμ είναι η ποιότητα με την οποία αποδίδονται οι ήρωες του Ευριπίδη: Καθαρά σκίτσα, γειωμένες, φυσικές αλλά και σε βάθος ερμηνείες. Απαλλαγμένες από τον επιβεβλημένο στόμφο ή το τραγικό μέγεθος από το οποίο συχνά πάσχουν οι αποδόσεις τους και χωρίς τα πρόσωπα να παραμορφώνονται. Ξεχωρίζουν ο Άδμητος του Στέφεν Σκαρφ, η Άλκηστη της Αν Ριτμέγιερ, η Τροφός της Έλσι Ντε Μπράουν και ο Πατέρας Φέρης Στέφαν Χανστάιν. Κωμικά στιγμιότυπα της παράστασης χρεώνονται ο Πιερ Μπόκμα στο ρόλο του Ηρακλή, ο Βίκτορ Άιτζνες ως Απόλλων και ο Λούκας Βον Ντερ Λουχ ως Θάνατος.
Η σκηνοθεσίαΓιατί θα θυμάται κανείς την πρώτη σκηνοθεσία του Γιόχαν Σίμονς στην Επίδαυρο; Για τις μικρές χειρονομίες και τις νύξεις υπέρ του πικρού χιούμορ και του σαρκασμού, για την λεπτή ποίηση που διέτρεχε τον ‘ρεαλισμό’ των γεγονότων, για την απενοχοποίηση του σκηνοθέτη να βάλει σε διάλογο το αστικό είδος της όπερας και την μποέμικη αισθητική, για το θάρρος του ν’ αφήσει ολόγυμνη την ορχήστρα της Επιδαύρου.
Αυτές είναι οι αντικειμενικές διαπιστώσεις γύρω από τη λειτουργία της σκηνοθεσίας του. Ωστόσο, πολύ πιο επιδραστικά αφομοιώθηκαν οι ανοιχτές ερμηνείες που εκείνη επέτρεπε. Καταρχάς, ο ίδιος αναγνώρισε στον εαυτό του το δικαίωμα ενός επισκέπτη, ενός νομάδα θεατρίνου, που σήμερα βρίσκεται στην Επίδαυρο, αύριο κατασκηνώνει κάπου αλλού – ωστόσο παντού αφηγείται μιαν ιστορία, με ειρηνικές προθέσεις. Κοιτάζοντας τον καταυλισμό που συνέθετε ένα σύνολο από αντίσκηνα και vintage τροχόσπιτα, ένιωθες πως η σκέψη του Ολλανδού σκηνοθέτη, περνούσε (θέλοντας και μη) από τον φιλοσοφικό σχολιασμό της ζωής: Είμαστε όλοι νομάδες – μας είπε – ερχόμαστε και αποχωρούμε μεμιάς από τον κόσμο αυτό, λιγότερο ή περισσότερο αδικημένοι, έχοντας αγαπηθεί περισσότερο ή λιγότερο. Και καθώς, το καλοκαιρινό αεράκι σχημάτιζε χωμάτινους στροβίλους γύρω από τα σώματα των ηθοποιών, ο ίδιος ο τόπος της Επιδαύρου ενίσχυε αυτήν την αντίληψη – ίσως σε μια πιο χριστιανική προσέγγιση: Από χώμα είμαστε πλασμένοι και στο χώμα μέλλει να επιστρέψουμε.
Την ίδια ώρα, με πιο σύγχρονα μάτια και αντανακλαστικά, η ιστορία του Άδμητου και της θυσιασμένης Άλκηστης, δεν ήταν παρά ένα σατυρικό αφήγημα για την πατριαρχία: Η γυναίκα είναι πιο ευάλωτη να θυσιαστεί, ο άνδρας θεωρείται πιο οργανικό στέλεχος αυτής της κοινωνίας. Και η κοινότητα όσο κι αν θρηνεί, το αποδέχεται.
Πως να μην αναγνωρίσει κανείς, λοιπόν, την μαεστρία ενός σκηνοθέτη να αναδειχθούν και να συνυπάρξουν όλα αυτά με ήπιο, κομψό τρόπο – δίνοντας μάλιστα την επίγευση μιας παράστασης υψηλής λιτότητας.
Η, κατά τόπους, αμηχανία των ηθοποιών εντός της ολότελα γυμνής ορχήστρας της Επιδαύρου, εγγράφτηκε στα ρίσκα που πήρε η παράσταση. ΄Ηταν, παρόλα αυτά, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, η μετατοπισμένη σκηνογραφία εκτός της «σκηνής» , τόσο αισθητικά όσο και σε επίπεδο ατμόσφαιρας και συμβολισμών. Μια σκηνογραφία του Γιοχάνες Συτς.
Η μουσικήΚωμωδία ή τραγωδία; Η αμφισημία του είδους επέτρεψε το ίδιο δίλημμα να περιγράφει και τη μουσική κατεύθυνση της παράστασης, χωρίς να στρεβλώσει την γενική εντύπωση. Έτσι τα εύθυμα τραγούδια της Βίκυ Λέανδρος και των Beach Βoys ακούστηκαν εναλλάξ με τα αποσπάσματα της όπερας του Γκλουκ, υπογραμμίζοντας τα υφολογικά διλήμματα της δραματουργίας.
Στις σκηνοθετικές επιδιώξεις φαίνεται πως συμπεριλαμβανόταν και ο χαλαρός ρυθμός που δεν ωφέλησε την αφήγηση. Κάθε άλλο.
Αν ο πυρήνας του αρχαίου δράματος είναι ο Χορός, ο Σίμονς απόφυγε να κολυμπήσει στα βαθιά αυτού του προβλήματος. Στη δική του απόδοση, ο Χορός αντικαθίσταται από μια τετραμελή ομάδα σοπράνο και άλτο (Antonia Busse, Natalija Radosavljevic, Sarah-Léna Winterberg, Luzia Ostermann) που ερμηνεύουν εξαιρετικά κάποια σύντομα αποσπάσματα της ομώνυμης όπερας του Γκλουκ. Ο κίνδυνος ολίσθησης της παράστασης σε αστικό δράμα ήταν ορατός και δεν θα μπορούσε παρά να αποδυναμώσει την παράσταση.
Το άθροισμα (=)Πλούσια αναγνώσεων, λιτή από πλευράς εργαλείων και με πολύ καλές ερμηνείες, η πρώτη εμφάνιση του Γιόχαν Σίμονς στην Επίδαυρο.