Τάικα Γουαϊτίτι: Ο απολαυστικός δημιουργός που έγινε ο πιο περιζήτητος άνθρωπος στο Χόλιγουντ
Με αφορμή την κυκλοφορία της πολυαναμενόμενης ταινίας «Thor: Love and Thunder» στις κινηματογραφικές αίθουσες, πραγματοποιούμε ένα αφιέρωμα στον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Τάικα Γουαϊτίτι.
Καθώς το πολυαναμενόμενο blockbuster της Marvel «Thor: Love and Thunder» ξεκινάει το «ταξίδι» του στις κινηματογραφικές αίθουσες, δεν μπορεί κανείς παρά να έχει την αίσθηση ότι ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας, Τάικα Γουαϊτίτι, φαίνεται να βρίσκεται αυτή τη στιγμή παντού. Ο 46χρόνος Νεοζηλανδός κινηματογραφικός δημιουργός και ηθοποιός δικαίως θεωρείται αυτή τη στιγμή ένας από τους πιο περιζήτητους, πιο ευρηματικούς και πιο αξιόπιστους «παραμυθάδες» της κινηματογραφικής βιομηχανίας με τα πρότζεκτ του να παίρνουν το «πράσινο φως» το ένα μετά το άλλο.
Ο πιο περιζήτητος δημιουργός στο ΧόλυγουντΜόνο τα τελευταία δύο χρόνια, ο αεικίνητος και εργασιομανής Τάικα Γουαϊτίτι, πέρα από το νέο «Thor», στο οποίο εκτός των άλλων δανείζει τη φωνή του στον χαρακτήρα του Korg, έχει διοχετεύσει την αστείρευτη δημιουργικότητα του σε μια πληθώρα εγχειρημάτων. Παραγωγός και πρωταγωνιστής της κωμικής σειράς του HBO Max «Our Flag Means Death» (2022-) όπου και υποδύεται τον πειρατή Μαυρογένη, συν-δημιουργός και συν-σεναριογράφος της σειράς του FX «Reservation Dogs» (2021-) μια μαύρη κωμωδία για τέσσερις Ιθαγενείς Αμερικανούς εφήβους που ζουν σε έναν καταυλισμό στην Οκλαχόμα, ως ηθοποιός, ανάμεσα σε άλλα, σε ταινίες όπως «Ομάδα αυτοκτονίας 2» (2021), «Λούις Γουέιν: Ένας ξεχωριστός κόσμος» (2021), «Free Guy» (2021), ενώ δάνεισε τη φωνή του στη νέα ταινία της Pixar «Lightyear» (2022).
Παράλληλα, μόλις ολοκλήρωσε την ταινία «Next Goal Wins», διασκευή του ομότιτλου ντοκιμαντέρ για έναν Ολλανδό προπονητή αποφασισμένο να φτάσει την εθνική ομάδα της Αμερικανικής Σαμόα στο Παγκόσμιο Κύπελλο, την οποία έγραψε και σκηνοθέτησε για λογαριασμό της Searchlight. Ενώ αυτή τη στιγμή καταπιάνεται με μια πληθώρα μελλοντικών πρότζεκτ. Ανάμεσα τους: Το σενάριο και τη σκηνοθεσία της νέας ταινίας του «Πολέμου των Άστρων», της τηλεοπτικής μεταφοράς της ταινίας του Τέρι Γκίλιαμ «Time Bandits» για την Apple TV+ και την ανάπτυξη δύο πρότζεκτ βασισμένων στο έργο του συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ για λογαριασμό του Netflix. Και η λίστα δεν έχει τελειωμό…
Από το 2017, όταν και ανέλαβε το τιμόνι της σκηνοθεσίας του «Thor: Ragnarok», η καριέρα του Τάικα Γουαϊτίτι ακολούθησε ανοδική πορεία, ενώ, η δουλειά του ως κινηματογραφικός δημιουργός γνώρισε πιο διευρυμένη αναγνωρισιμότητα και σεβασμό. Την περίοδο εκείνη οι παραγωγοί της Marvel ήξεραν ότι έπρεπε να κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να «αναστήσουν» ένα μισοπεθαμένο franchise και να φέρουν πίσω το κοινό, καθώς η προηγούμενη ταινία «Thor 2: Σκοτεινός Κόσμος» δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα.
Σε εκείνο το σημείο μπήκε στην εξίσωση ο Νεοζηλανδός, διεθνώς άγνωστος μέχρι τότε σκηνοθέτης, ο οποίος δεν πολυσυμπαθούσε τον ομώνυμο υπερήρωα. Το αποτέλεσμα υπήρξε μια εξαιρετικά επιτυχημένη εμπορικά- και όχι μόνο- ταινία, με την οποία ο Γουαϊτίτι αναζωογόνησε το franchise «υπονομεύοντας» κατά κάποιον τρόπο τα κλασικά υπερηρωικά στοιχεία του κεντρικού χαρακτήρα και μετατρέποντας τον από έναν άκαμπτο και συμβατικό πολεμιστή σε έναν αστείο, άγαρμπο, περιστασιακά γλυκό και πεισματάρη «υπερτροφικό μπέμπη».
Το οσκαρικό «Jojo Rabbit»Η επιτυχία αυτή τον καθιέρωσε ως μια αδιαμφισβήτητα υπολογίσιμη δύναμη στο Χόλλυγουντ. Και φυσικά υπήρξε και συνέχεια. Η ταινία του «Jojo Rabbit», μια τολμηρή διασκευή του μυθιστορήματος της Christine Leunens με τίτλο «Caging Skies», η οποία κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2019, χάρισε στον δημιουργός της Τάικα Γουαϊτίτι το Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου, ενώ τιμήθηκε με άλλες πέντε υποψηφιότητες.
Με πρωταγωνιστές τους Ρόμαν Γκρίφφιν Ντέιβις, Σκάρλετ Τζοχάνσον και Τομαζίν Μακέντζι, το φιλμ επικεντρώνεται σε ένα νεαρό μοναχικό αγόρι, μέλος της χιτλερικής νεολαίας, ο οποίος έχει δημιουργήσει έναν «φανταστικό φίλο» στο πρόσωπο του Χίτλερ. Καθώς ανακαλύπτει πως η μητέρα του έχει δώσει καταφύγιο σε μια νεαρή Εβραία, ο Τζότζο θα έρθει αντιμέτωπος με τα ψέματα και το σκληρό πρόσωπο του ναζισμού, βιώνοντας, παράλληλα, την τραγική απώλεια και τη φρίκη του πολέμου.
Αν και ο φαινομενικά «εύθυμος» σε αρκετά σημαία τόνος της ταινίας καθώς και ο ρόλος του Χίτλερ, τον οποίο και ερμήνευσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στόχευε στη σάτιρα του ναζισμού, ωστόσο, δίχασε αρκετά κοινό και κριτικούς. Αυτό είναι, όμως, και ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Τάικα Γουαϊτίτι ως κινηματογραφικού δημιουργού που τον κάνουν να ξεχωρίζει: Η αιφνίδια μίξη βαναυσότητας και χιούμορ, παραλογισμού και συμπόνιας. Οι «δραματικές» ταινίες του συχνά μεταπηδούν άξαφνα από μια τρυφερή ή σπαραξικάρδια στιγμή σε μια κωμική. Ο ίδιος δεν συμφωνεί με την υποβάθμιση της κωμωδίας για τον λόγο αυτό την χρησιμοποιεί ως ένα μέσο για να «αφοπλίσει» τον θεατή, θεωρώντας ότι με το γέλιο θα κερδίσει ευκολότερα την προσοχή του και θα τον κάνει ακόμη πιο δεκτικό στο μήνυμα που επιθυμεί να του μεταδώσει.
Την ίδια χρονιά με το «Jojo Rabbit», ο Γουαϊτίτι θα σκηνοθετήσει (ένα επεισόδιο) και θα χαρίζει τη φωνή του στην επιτυχημένη σειρά του σύμπαντος του Πολέμου των Άστρων «The Mandalorian», κερδίζοντας, μάλιστα, και μια υποψηφιότητα για βραβείο Έμμυ στην κατηγορία Καλύτερη voice-over ερμηνεία. Παράλληλα, θα συμμετάσχει στο σενάριο, την παραγωγή και τη σκηνοθεσία (3 επεισόδια) της τηλεοπτικής μεταφοράς της προγενέστερης cult ταινίας του «Όσα Κάνουμε Στις Σκιές» (2014) και θα συν-δημιούργησει, μαζί με τον μακροχρόνια συνεργάτη και φίλο του Τζεμέιν Κλεμέντ, και ένα spin-off βασισμένο στη συγκεκριμένη ταινία με τίτλο «Wellington Paranormal».
Ο κινηματογράφος ωστόσο άργησε να μπει στη ζωή τουΌλα αυτά, εντούτοις, πρέπει να φάνταζαν κάποτε στο μυαλό του ως ένα απίθανο σενάριο. Η κινηματογραφική δημιουργία μπήκε στη ζωή του γεννημένου στο Raukokore της Νέας Ζηλανδίας από Μαορί πατέρα και Ρωσοεβραία μητέρα, Τάικα Γουαϊτίτι, σχετικά αργά. Όταν και πλησίαζε τα τριάντα του χρόνια.
Πιο πριν, αφότου ολοκλήρωσε τις σπουδές του με αντικείμενο το Θέατρο, στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια του Ουέλλινγκτον, δημιούργησε ένα κωμικό δίδυμο, τους «Humorbeasts», με τον πρώην συμφοιτητή του Τζεμέιν Κλεμέντ, δίνοντας sold-out παραστάσεις, ενώ έζησε και για αρκετά χρόνια ως εικαστικός καλλιτέχνης και υπήρξε για ένα μικρό διάστημα κιθαρίστας σε μια μπάντα. Παράλληλα, εργάστηκε και ως ηθοποιός στην τηλεόραση αναλαμβάνοντας μικρούς ρόλους.
Τα πρώτα βήματα στη μεγάλη οθόνηΌπως επισημαίνει και ο ίδιος, τον κινηματογράφο τον «ερωτεύτηκε» σταδιακά. Αρχικά δημιουργώντας μια σειρά ταινιών μικρού μήκους με πιο αξιοσημείωτη το δράμεντι «Two Cars, One Night» (2003), για δύο παιδιά σε ένα πάρκινγνκ που αναπτύσσουν μια φιλία καθώς περιμένουν τους γονείς τους να γυρίσουν από την παμπ, το οποίο και κέρδισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η ρομαντική κομεντί «Αετός εναντίον καρχαρία», έλαβε ανάμεικτες κριτικές. Το 2010 θα γράψει, θα σκηνοθετήσει και θα παίξει στην πρώτη αξιόλογη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «The Boy», για ένα εντεκάχρονο αγόρι, σε μια παραλιακή πόλη της Νέας Ζηλανδίας, το 1984, το οποίο μεγαλώνει με τη γιαγιά του και σκαρφίζεται «ηρωικές» περιπέτειες για τον απόντα πατέρα του (Τάικα Γουαϊτίτι) , ο οποίος όταν και επιστρέφει αποδεικνύεται εγωιστής και γεμάτος αυταπάτες και ελαττώματα.
Γυρισμένη στο σπίτι και την πόλη όπου μεγάλωσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η ταινία υπήρξε υποψήφια για το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Sundeance, είχε αρκετές αυτοβιογραφικές αναφορές και προανήγγειλε την κατεύθυνση που θα ακολουθούσε αργότερα ως κινηματογραφικός δημιουργός. Μια από τις κυριότερες θεματικές των ταινιών του αποτελεί ο τρόπος όπου οι ψευδαισθήσεις και η φαντασία μπορούν είτε να προστατέψουν είτε να θέσουν σε κίνδυνο τους ήρωες του, οι οποίοι χάνονται στις σκέψεις τους σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν κάποιο «τραύμα».
Ο Γουαϊτίτι αποδεικνύεται επιδέξιος στο να σκιαγραφήσει τον εσωτερικό ψυχισμό των παιδιών σε μια διαδικασία εξερεύνησης του τι σημαίνει να μεγαλώνεις. Τα παιδιά συνήθως εμφανίζονται στο έργο του περισσότερο διορατικά και οξυδερκή από τους ενήλικους βρίσκοντας ευκολότερα διέξοδο από τις φαντασιώσεις. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, και το γεγονός ότι ιδιαίτερα στις πρώτες του ταινίες φρόντιζε να περιλαμβάνει πολλούς Μαορί χαρακτήρες αλλά και ηθοποιούς.
Το 2014 θα ακολουθήσει η cult ξεκαρδιστική κωμωδία «Όσα Κάνουμε Στις Σκιές», για την καθημερινότητα τεσσάρων βαμπίρ που συγκατοικούν σε ένα σπίτι στα προάστια του Ουέλλινγκτον. Η πιο καθαρά αστεία δουλειά του μέχρι στιγμής, σε συν-σκηνοθεσία και συγγραφή σεναρίου μαζί με τον Τζεμέιν Κλεμέντ, έβαλε τα γυαλιά σε όλες τις μέχρι τότε κάκιστες παρωδίες τρόμου, χαρίζοντας του ένα πιο διεθνές κοινό. Ενώ το 2016, μια ανάσα από το «Thor: Ragnarok», θα κυκλοφορήσει το επίσης αξιόλογο φιλμ του «Κυνήγι ανθρώπων», για ένα παιδί που το σκάει από το σπίτι μετά το θάνατο της θετής του μητέρας. Ένα χρόνο αργότερα η καριέρα του σκηνοθέτη έμελλε να πάρει την πιο αναπάντεχη στροφή.
Φτάνοντας στο σήμερα και τη νέα του ταινία «Thor: Love and Thunder» πολλά κανείς μπορεί να περιμένει από τον ξεχωριστό Τάικα Γουαϊτίτι. Ο ίδιος υπόσχεται ότι προσπάθησε να γράψει μια κατά βάση ιστορία αγάπης, με οπτικές αναφορές στα κόμικ του Τζακ Κίρμπι και τα εξώφυλλα των παλιών άρλεκιν και να δημιουργήσει ένα φιλμ όσο πιο αντισυμβατικό γίνεται μέσα στα όρια του συγκεκριμένου είδους. Εμείς, από την άλλη, ανυπομονούμε να παρασυρθούμε στο κινηματογραφικό σύμπαν του, γεμάτο αστείες και ανοίκειες καταστάσεις και χαρακτήρες, υπέρμετρη ανθρωπιά και τρυφερότητα.