Άλφονς Μούχα: Τα σπουδαιότερα έργα του πρωτοπόρου θεμελιωτή της Art Nouveau
Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ο Άλφονς Μούχα, ο μεγάλος θεμελιωτής της Αrt Νouveau, και εμείς ρίχνουμε μια ματιά στην ενδιαφέρουσα ζωή, αλλά και τα πιο σπουδαία έργα του.
Σαν σήμερα στις 14 Ιουλίου το 1939, έφυγε από τη ζωή ο Άλφονς Μούχα, ζωγράφος -θα μπορούσαμε να πούμε και illustrator- που επηρέασε και επηρεάστηκε έντονα από το υπέροχο και πρωτοπόρο κίνημα της Αrt Νouveau.
Η “Αρ νουβό” αποτέλεσε αντίδραση σε προηγούμενες καλλιτεχνικές τάσεις, όπως ο ρεαλισμός. Η μεγάλη διαφορά τους έγκειται στο ότι η Art Nouveau άντλησε έμπνευση από την δομή και την μορφή της φύσης, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στις γραμμές των φυτών και των λουλουδιών, ξεφεύγοντας από τη στείρα αποτύπωση του ρεαλισμού, αντικαθιστώντας την με φαντασία. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να πει πως η Αrt Νouveau αποτελεί πρόγονο του Μοντερνισμού, βάση για την σύγχρονη τέχνη όπως την ξέρουμε σήμερα.
Ο πρωτοπόρος της “Αρ Νουβό” Άλφονς Μούχα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Μοραβία. Από μικρή ηλικία η ικανότητά του στην ζωγραφική εντυπωσίαζε, και μάλιστα ένας ντόπιος έμπορος του έδινε χαρτί για να μπορεί να ζωγραφίζει, κάτι που τότε θεωρούνταν μεγάλο προνόμιο. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου, καθώς και σε δύο σχολές του Παρισιού, όμως η καριέρα του κατάφερε να ξεκινήσει μόλις ξεκίνησε η συνεργασία του με την ηθοποιό Sarah Bernhardt.
Εκείνη είχε πάρει τον μάνατζερ της για ένα καινούργιο θεατρικό στο οποίο συμμετείχε, τον Gismonda του Victorien Sardou, ζητώντας αφίσες για το έργο. Είχαν συνεργαστεί μαζί άλλη μία φορά, για αφίσες για το έργο της “Κλεοπάτρα”, οπότε τον εμπιστευόταν. Τότε ήταν που ο Mucha την αποτύπωσε σε μία αφίσα που ξεπερνούσε τα 2 μέτρα, φορώντας ένα Βυζαντινό φόρεμα, στολισμένο με ορχιδέες. Αυτό που έκανε την συγκεκριμένη αφίσα να ξεχωρίζει ήταν το φωτοστέφανο που είχε από πίσω της καθώς και τα ιδιαίτερα χρώματα που χρησιμοποιούσε. Ήταν σαν ένα μοντέρνο Βυζαντινό ψηφιδωτό. Η αντιδράσεις ήταν απίστευτες. Από την στιγμή που βγήκε στους δρόμους του Παρισιού ο κόσμος ξετρελάθηκε. Η ίδια η ηθοποιός παρήγγειλε 4.000 αντίτυπα, και υπέγραψε μαζί του 4χρονο συμβόλαιο.
Από εκεί και πέρα, ο Mucha εξέδωσε αφίσες για κάθε μεγάλο έργο της Bernhardt, όπως τα La Dame aux Camelias – Η κυρία με τις καμέλιες(1896), Lorenzaccio (1896), Μήδεια (1898), Τόσκα (1898), Άμλετ (1899). Από αυτή την επιτυχία του άρχισε να λαμβάνει προτάσεις για διαφημίσεις -από τσιγάρα και σαμπάνια, μέχρι και βρεφική τροφή της Nestle. Όμως, λόγω του ότι όλη η αφίσα ζωγραφιζόταν από εκείνον στο χέρι, δεν ήταν μία απλή διαφήμιση, που μετά ο καθένας εύκολα μπορούσε να ξεχάσει. Οι διαφημίσεις του έμειναν στην ιστορία ως έργα τέχνης.
Με τον Mucha είναι που ξεκίνησε πλέον η αφίσα εκτός από διαφημιστική να θεωρείται και διακόσμηση. Έτσι, δημιούργησε μεγάλες αφίσες που μπορούσε κανείς να αγοράσει σε μία λογική τιμή, για να μπορέσει να διακοσμήσει το σπίτι του. Και η πρώτη εκτύπωση αυτού του είδους δεν είναι άλλη από τις 4 εποχές.
Οι 4 Εποχές είναι ένα απο τα πιο διάσημα έργα του, και δύσκολα υπάρχει κάποιος που θα το αντικρίσει και δεν θα το γνωρίσει. Αποτελείται από 4 γυναίκες, κάθε μία από τις οποίες αντιπροσωπεύει μία εποχή. Είναι γεμάτες λουλούδια και στολίδια, σε παστέλ χρώματα, όπως κάθε έργο του Mucha.
Ένα ακόμα ιδιαίτερα διάσημο έργο του αποτελεί η γυναίκα με τα ζώδια. Με αφορμή τις 4 εποχές, ακολούθησαν έργα, όπως The Flowers, The Arts (1898), The Times of Day (1899), Precious Stones (1900), και The Moon and the Stars (1902).
Από αυτά του τα έργα μπορούμε να καταλάβουμε πως η γυναίκα γι’αυτόν αποτελούσε μία μούσα. Η εμπνευσή του πάντα τον οδηγούσε σε μία γυναίκα, με λουλούδια γύρω της, να ζει συνήθως στην φύση. Οι αφίσες του ταξίδεψαν από το Παρίσι μέχρι και το Μόντε Κάρλο και το Μονακό.
Το 1900 η τέχνη του παίρνει μία νέα στροφή. Όντας πιο φημισμένος οδηγήθηκε σε πιο μεγάλα project. Μετά από αίτηση του στην Αυστριακή κυβέρνηση, κατάφερε να πάρει έγκριση για να πραγματοποιήσει τοιχογραφίες για την Βοσνία Ερζεγοβίνη στην Παγκόσμια έκθεση του Παρισιού το 1900.
Το μικρό κτίριο που χτίστηκε αποκλειστικά για την έκθεση αυτή είχε δύο ορόφους, τους οποίους έλουζε φυσικό φως. Η αρχική ιδέα του ήταν να απεικονίσει τα βάσανα των Σλάβων της περιοχής λόγω των ξένων κατακτητών. Επειδή το θέμα του θεωρήθηκε αρκετά πεσιμιστικό, κατέληξε να το αλλάξει, κανοντάς το ελπιδοφόρο για το μέλλον και απεικονίζοντας τους σλάβους να ζουν αρμονικά με μουσουλμάνους, καθολικούς και ορθοδοξους.
Μόλις αποφάσισε στο θέμα, αμέσως έτρεξε στα Βαλκάνια, για να μπορέσει να ξεκινήσει σκίτσα βαλκανικών φορεσιών, παραδοσιακών γιορτών, καθώς και της ίδιας της αρχιτεκτονικής τους. Συμπεριέλαβε όλα αυτά τα στοιχεία στις τοιχογραφίες του, που εν τέλη αποτελούνταν από ένα κεντρικό έργο, το “Bosnia Offers Her Products to the Universal Exposition”, καθώς και από 3 άλλες τοιχογραφίες, που αποτύπωναν την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής. Εν τέλη, συμπεριέλαβε και το αρχικό του σχέδιο, αλλά όχι αρκετά φανερά για να αποτελέσει πρόβλημα. Όλες τις φιγούρες του, βάσιζε όπως πάντα σε φωτογραφίες γυναικών, μόνο για να χρησιμοποιεί την μορφή τους σαν βάση.
Εκτός από τις ίδιες τις τοιχογραφίες, άφησε την πινελιά του στην έκθεση γενικότερα. Από την αφίσα για την συμμετοχή της Αυστρίας, μέχρι και την εικονογράφηση του μενου στο εστιατόριο του κτιρίου της Βοσνία Ερζεγοβίνη. Έφτιαξε ακόμα αγάλματα για τα κοσμήματα και τα αρώματα των Georges Fouquet και Houbigant αντίστοιχα, τα οποία αποτύπωναν τις διάφορες μυρωδιές. Η δουλειά του σε αυτή την έκθεση τού κέρδισε τον τίτλο του ιππότη για το τάγμα του Φράνζ Τζόσεφ του πρώτου από την Αυστριακή κυβέρνηση.
Ασχολήθηκε πολλά χρόνια με τις αφίσες, αλλά και με την τέχνη των κοσμημάτων και την αρχιτεκτονική. Πραγματοποίησε μάλιστα και ένα ταξίδι στην Αμερική, όπου ήταν πλέον διάσημος λόγω της περιοδείας της Bernhardt, για να μπορέσει να βρει χορηγούς για το επόμενο του πρότζεκτ, όμως με καμία επιτυχία. Το μόνο καλό που βγήκε από τα πολλά ταξίδια του στην Αμερική, ήταν ο πίνακας που απεικονίζει την Josephine Crane Bradley, ως η καρδιά του σλαβικού κόσμου, ντυμένη με παραδοσιακή σλαβική στολή, και περιτριγυρισμένη από σλαβικά φολκλορικά σύμβολα.
Αυτό το πορτρέτο είναι που σηματοδοτεί την αρχή της καριέρας του ως ιστορικός ζωγράφος, με όνειρο να πραγματοποιήσει το όραμά του, με όνομα “Slav Epic”. Ο Charles Crane συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το έργο του αυτό. Γυρίζει λοιπόν έτσι στην πατρίδα του, αφήνοντας πίσω το Παρίσι, και ταυτόχρονα δεχόμενος και άλλα πρότζεκτ μέσα στην καρδιά της Τσεχίας, την Πράγα. Πρώτο του πρότζεκτ στην Πράγα ήταν να διακοσμήσει το κτίριο του δημάρχου, για να αποφευχθούν έχθρες με τους ντόπιους καλλιτέχνες, έκανε καινούργια συμφωνία ώστε να συμμετέχουν και εκείνοι.
Αφού τελείωσε αυτό το ενδιάμεσο πρότζεκτ, μπορούσε επιτέλους να αφοσιωθεί σε αυτό που είχε για εκείνον απόλυτη σημασία, το “Σλαβικό Έπος”. Είχε σκοπό να αποτυπώσει σε μεγάλους πίνακες όλα επιτεύγματα του Σλαβικού Λαού στην ιστορία. Η σειρά αυτή θα αποτελούνταν από 20 πίνακες, οι μισοί των οποίων αναφέρονταν στην Τσεχική ιστορία, και οι υπόλοιποι 10 σε όλους τους σλαβικούς λαούς. Σε μέγεθος έφταναν τα 6 x 8 μέτρα.
Αυτό ήταν και το πιο μακροχρόνιο πρότζεκτ της ζωής του, δουλεύοντας σε αυτό ταυτόχρονα και με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εργάστηκε και σε πολλά άλλα πράγματα ταυτόχρονα, φτιάχνοντας είτε βιτρό για εκκλησίες, είτε σχεδιάζοντας το χαρτονόμισμα της Τσεχοσλοβακίας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από πολλές δυσκολίες. Η Ναζιστική Γερμανία ξεκινά να απειλεί την Τσεχοσλοβακία στα μισά της δεκαετίας του 1930. Ο ίδιος ξεκινά ένα νέο πρότζεκτ, που όμως δεν καταφέρνει ποτέ να τελειώσει. Όταν πλέον ο Χίτλερ μπήκε στην Τσεχοσλοβακία, ο Μούχα συλλήφθηκε και βασανίστηκε. Ύστερα, η υγεία του κατέρρευσε, αφού έπιασε πνευμονία, στις 14 Ιουλίου, 10 μέρες πριν τα 79α γενέθλιά του.
Έμεινε για πάντα στην αιωνιότητα ως ένας πρωτοπόρος και πανσλαβιστής ζωγράφος, που προσπάθησε με την τέχνη του να διδάξει τον υπόλοιπο κόσμο για την αξία του σλαβικού πολιτισμού.