Τζορτζ Ρομέρο: Ο σκηνοθέτης και «πατέρας» των zombie που καθόρισε για πάντα το σινεμά τρόμου
Σαν σήμερα έφυγε από την ζωή ο ένας και μοναδικός Τζορτζ Ρομέρο, που με τις ταινίες του άλλαξε την έννοια των zombie σε αυτή που ξέρουμε σήμερα και καθόρισε για πάντα το σινεμά τρόμου.
Ο Τζορτζ Ρομέρο έφυγε από την ζωή στις 16 Ιουλίου του 2017, μόλις 5 χρόνια πριν. Όμως, φρόντισε να αφήσει το στίγμα του, έτσι ώστε κανείς να μην τον ξεχάσει. Γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, και από μικρή ηλικία έπαιρνε το τρένο για να πάει στο video club και να νοικιάσει φιλμάκια. Μάλιστα ήταν ο ένας από τα δύο άτομα που σε όλη τη Νέα Υόρκη εκείνη την εποχή νοίκιαζαν επανειλημμένα την ταινία «The Tales of Hoffmann», με το δεύτερο να είναι βεβαίως ο Martin Scorsese.
Σπούδασε στο Carnegie-Mellon University στο Pittsburgh και μετά τις σπουδές του αρχικά σκηνοθετούσε περισσότερο ταινίες μικρού μήκους, καθώς και διαφημιστικά σποτάκια. Στη συνέχεια ίδρυσε με τους φίλους του την Image Ten Productions και γύρισαν το «Night of the Living Dead», μία από τις πιο διάσημες ταινίες όλων των εποχών.
Night of the Living Dead, 1968Το Night of the Living Dead αποτελεί μία από τις πιο διάσημες ταινίες όλων των εποχών, που με έναν παράδοξο τρόπο έδωσε ζωή σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα zombie. Θα μπορούσε να θεωρηθεί η ταινία που άλλαξε το horror genre μια και καλή – μαζί με το Psycho, που είχε γυριστεί από τον Alfred Hitchcock 8 χρόνια νωρίτερα. Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά του κινηματογράφου που αποτυπώθηκε στην οθόνη, με τόσο ωμό τρόπο, η έννοια του θανάτου και του κανιβαλισμού. Πριν από την κυκλοφορία αυτής της ταινίας, μπορούσαν και τα παιδιά μικρότερων ηλικιών να παρακολουθήσουν ταινίες τρόμου στο σινεμά. Όμως ήδη από τις πρώτες προβολές του Night of the Living Dead, τα παιδιά που είχαν μπει χωρίς συνοδεία, έφευγαν από τα σινεμά κλαίγοντας!
Η ταινία αυτή επανασύστησε στο κοινό την έννοια των zombie με έναν εντελώς καινούριο τρόπο. Tα zombie μέχρι τότε στις ταινίες ήταν φολκλορικά και άβουλα πλάσματα, τα οποία δημιουργούσαν συνήθως επιστήμονες. Δεν λειτουργούσαν ομαδικά και για να μπορούν να υπάρχουν έπρεπε κάποιος να τα διατάζει, να τους δίνει σκοπό. Όταν ο Romero σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο για την ταινία, θεωρούσε πως δημιουργούσε ένα νέο πλάσμα, που έβγαινε μέσα από τους τάφους και έψαχνε να φάει ζωντανή σάρκα. Όμως εν τέλη συνδέθηκε απόλυτα με τα zombie και κατέληξε να τα αλλάξει τελείως…
Η βαθύτερη έννοια της ταινίας όμως δεν είναι πώς οι πρωταγωνιστές θα μπορέσουν να ξεφύγουν από την απειλή που χτυπά την πόρτα τους. Στην πραγματικότητα αποτελεί μία σαρκαστική εκδοχή του πως ο άνθρωπος πάντα είναι και θα είναι εχθρός του εαυτού του, με τους πρωταγωνιστές της ταινίας συχνά να ξεχνούν τον επικείμενο θάνατο και να βρίσκουν πιο σημαντικό να τσακωθούν μεταξύ τους για το ποιος θα πάρει την αρχηγία. Ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο πρωτοτύπησε η ταινία είναι με το να έχει ως πρωταγωνιστή τον Duane Jones, έναν Αφροαμερικάνο ηθοποιό. Για την βιομηχανία του κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60, ήταν υπερβολικά πρωτοπόρο να έχει κανείς μαύρο πρωταγωνιστή.
Μάλιστα, κάτι που ξεφεύγει από τα στερεότυπα των ταινιών τρόμου είναι πως γενικώς σε αυτή την ταινία οι χαρακτήρες πραγματοποιούν έξυπνες κινήσεις και δεν λειτουργούν χαζά, μόνο και μόνο για να πεθάνουν.
Το μπάτζετ που μπορούσε να έχει αυτή η ταινία για την πραγματοποίησή της δεν ξεπερνούσε τα 117.000 δολάρια. Έτσι ο Romero και η μικρή του ομάδα έπρεπε να τα κάνουν όλα μόνοι τους. Κάτι που δεν μπορούσαν όμως να κάνουν είναι να συνθέσουν μουσική. Αναγκάστηκαν λοιπόν να χρησιμοποιήσουν ήδη υπάρχοντα κομμάτια χωρίς πνευματικά δικαιώματα. Ο λόγος για τον οποίο η ταινία είναι γυρισμένη ασπρόμαυρη είναι απλώς επειδή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν έγχρωμο φιλμ, όμως με αυτό τον τρόπο πέτυχαν να δείχνει πιο αληθοφανής, καθώς η τηλεόραση εκείνη την εποχή ήταν ακόμα ασπρόμαυρη!
Για να μπορέσουν να έχουν αρκετά zombie μέσα στην ταινία, ο Romero αποφάσισε να βάλει στην ταινία όλους τους κατοίκους του χωριού της Πανσιλβανίας – στην οποία πραγματοποιούνταν γυρίσματα – ως zombie. Όλοι ήταν υπερβολικά χαρούμενοι που θα συμμετείχαν σε μία ταινία, χωρίς να περιμένουν πως αυτή η μικρή παραγωγή θα γινόταν τόσο διάσημη. Σε αρκετά σημεία της ταινίας τα zombie τρώνε τα εντόσθια ανθρώπων, όμως στην πραγματικότητα είναι εντόσθια αγορασμένα από ντόπιο χασάπικο, κάτι πολύ πιο φθηνό από το να προσλάβουν τον γνωστό σε όλους σήμερα και πλέον απαραίτητο, special effects make up artist.
Το τέλος της ταινίας κάνει σωστή κριτική στην κατάσταση της εποχής, προσφέροντας ένα ακόμη σχόλιο στο πώς λειτουργεί η σύγχρονη κοινωνία, με τον πρωταγωνιστή να καταφέρνει να επιβιώσει, μόνο εκείνος, από την εισβολή των zombie, μόνο και μόνο για να σκοτωθεί από τις δυνάμεις της αστυνομίας που ήρθαν να επιλύσουν την κατάσταση, αφού τον μπέρδεψαν για…zombie. Η ταινία βάζει τις δυνάμεις της αστυνομίας να μην ενδιαφέρονται απόλυτα για το αποτέλεσμα αλλά να στρέφουν όλο το ενδιαφέρον τους στα όπλα και τη βία.
Ο Ρομέρο έκανε πολλά Sequel για το The Νight of the Living Dead, αλλάζοντας κάποια πράγματα τα οποία θεώρησε πως έπρεπε να είχαν γίνει καλύτερα, όμως για πάντα, η πρώτη αυτή ταινία θα σηματοδοτεί την αλλαγή στην κινηματογραφική βιομηχανία!
The Crazies. 1973Το επόμενο μεγάλο πρότζεκτ του Ρομέρο ήταν το The Crazies. Αυτή η ταινία δεν ξεφεύγει απόλυτα από το θέμα που ο ίδιος ο Ρομέρο έχει χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα, ενώ ακόμη βλέπουμε πως δεν προσπαθεί να δοκιμάσει κάτι καινούριο. Πρόκειται όμως για μία πιο ρεαλιστική οπτική στο τι θα γινόταν στην περίπτωση μίας πανδημίας και το πώς θα αντιμετώπιζαν – από τη μία οι άνθρωποι και από την άλλοι οι κυβερνήσεις – την απειλή ενός ιού, που κάνει τους ανθρώπους να χάνουν το μυαλό τους και βίαια να επιτίθενται ο ένας στον άλλον!
Όλα ξεκινούν, όταν στην ύδρευση μιας μικρής πόλης της Αμερικής, όπου απελευθερώνεται καταλάθος ένας ιός με το όνομα Trixie. Ο ιος αυτός είναι φτιαγμένος από επιστήμονες του στρατού και όταν προσβάλει τον άθρωπο, προκαλεί βίαια συναισθήματα και με λίγα λόγια τους «τρελαίνει». Αντίδοτο δεν υπάρχει. Η ιστορία ακολουθεί μία ομάδα ανθρώπων, που δεν έχει μολυνθεί από τον ιό, και προσπαθεί να ξεφύγει από την καραντίνα στην οποία τους εξανάγκασε η κυβέρνηση.
Η ταινία, όπως και τα περισσότερα πρωτότυπα έργα του Ρομέρο, αποτελεί σχόλιο απέναντι στην εποχή στην οποία γράφτηκε, με τον πόλεμο στο Βιετνάμ να βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και τον στρατό να έχει καταλήξει να έχει μεγαλύτερη αξία από την ίδια την ανθρώπινη ζωή, σε μία χώρα που μονίμως «διαφημίζει» πως αποτελεί μια χώρα ελεύθερων πολιτών. Είναι μία ταινία που δεν φοβάται να αντικατοπτρίσει την βία και την διχόνοια που θα έφερναν καταστάσεις σαν και αυτές στην πραγματική ζωή, και τοποθετεί το συχνό δίλημμα: Θυσιάζω τους λίγους για να σώσω τους πολλούς, ή δεν αφήνω κανέναν πίσω, χωρίς να με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα;
Ο Ρομέρο για την παραγωγή αυτής της ταινίας αντίστοιχα δεν είχε μεγάλο budget, καθώς αυτό δεν ξεπερνούσε τα 220.000 δολάρια. Έτσι, όπως ξέρει πολύ καλά ο ίδιος να κάνει, αυτοσχεδίασε ξανά όσο καλύτερα μπορούσε, κάνοντας την ταινία πιο αυθεντική και πρωτότυπη. Για άλλη μία φορά, αντί για κομπάρσους και κασκαντέρ, χρησιμοποίησε τον ντόπιο πληθυσμό και για τα κασκαντερικά τους πυροσβέστες της περιοχής. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους με τις άσπρες στολές δεν είναι κάτι άλλο από παιδιά της περιοχής, μόλις 16-17 χρονών.
Μάλιστα, για την πρώτη σκηνή της ταινίας που φαίνεται ένα φλεγόμενο κτίριο, αποκαλύφθηκε αργότερα πως δεν υπήρχε στο σενάριο, αλλά την ημέρα που ξεκινούσαν τα γυρίσματα, έτυχε οι πυροσβέστες της περιοχής να σβήνουν την φωτιά που είχε ανάψει σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Έτσι, αποφάσισαν να το ενσωματώσουν μέσα στην ταινία, κρατώντας τα πλάνα από το πραγματικό φλεγόμενο σπίτι.
Το Martin αποτελεί μία νέα και περίεργη ματιά στον σύγχρονο βρικόλακα, τον άνθρωπο που τρέφεται και ποθεί το αίμα. Όπως και στο The Night of the Living Dead, ο Ρομέρο με αυτή την ταινία ήταν αποφασισμένος να αλλάξει λίγο τα δεδομένα του βρικόλακα, κάνοντάς τον έναν διαφορετικό «εξαρτημένο άνθρωπο», μόνο που αντί να έχει εθισμό στα ναρκωτικά και να προσπαθεί να κάνει απεξάρτηση, έχει απόλυτη ανάγκη από αίμα.
Χρησιμοποιώντας για άλλη μία φορά σε απόλυτο επίπεδο το μέρος στο οποίο έγιναν τα γυρίσματα, και πάλι στο Πιτσμπουργκ, διαμορφώνει μέσα στην ταινία του την ιδέα του κατεστραμμένου σύγχρονου κόσμου, σε μία ταινία που φαίνονται ξεκάθαρα η φτώχεια, ο αλκοολισμός, η πορνεία. Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί στην ταινία είναι ξεκάθαρα, βάζοντας τον Martin να χρησιμοποιεί ακόμα και βελόνες για να βγάζει πιο έντονα το συναίσθημα αυτό. Προσπαθεί να κρυφτεί από όλους για να μην αποκαλυφθεί πως εκείνος είναι υπεύθυνος για τους φόνους στην περιοχή. Έχοντας βέβαια υπερβολικά μικρή χρηματοδότηση και για την ταινία αυτή (περίπου στα 80.000 δολάρια), ο Ρομέρο αναγκάστηκε μάλιστα να αναλάβει κι έναν από τους ρόλους της ταινίας.
Ακόμα αποτελεί μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν μάς αποκαλύπτεται ποτέ πραγματικά εάν ο Martin είναι πραγματικά βρικόλακας ή όχι, κάτι που αφήνεται στον αέρα για να μπορέσει κάθε θεατής να βγάλει μία δική του ερμηνεία και να πάρει από την ταινία αυτό που ταίριαζε καλύτερα στον ίδιο, χωρίς να επιβάλλει μία συγκεκριμένη ερμηνεία. Τα προβλήματα ήταν πολλά, παρά το γεγονός πως ο Ρομέρο είχε στο πλευρό του τον Τομ Σαβίνι, τον special effects make up artist (που αργότερα θα έκανε τα special effects στις πιο διάσημες horror ταινίες των επόμενων δεκαετιών) στην πρώτη του κιόλας ταινία, κι έτσι είναι φυσικό να μην είναι τέλεια. Όμως για τον ίδιο τον Ρομέρο, αυτή ήταν η αγαπημένη του και αυτό είναι που έχει σημασία!
To Creepshow αποτελεί την απόλυτη συνεργασία δύο ανθρώπων που αγαπούν το horror. Βεβαίως και αναφέρομαι την συνεργασία μεταξύ του Ρομέρο με τον καταξιωμένο Στίβεν Κινγκ, για να μπορέσουν να φέρουν στην μεγάλη οθόνη μία σειρά μικρών τρομακτικών ιστοριών, που έγραψε ο Κινγκ για την παραγωγή, κάνοντας την πρώτη προσπάθειά του να συνθέσει σενάριο. Αποτελείται από 5 μικρές ιστορίες. Το ενδιαφέρον είναι πως παρουσιάζονται μέσα από τα μάτια ενός μικρού αγοριού, που υποτίθεται πως διαβάζει τις ιστορίες μέσα σε ένα κόμικ…
Είναι ξεκάθαρο πως σε αυτή την παραγωγή όλοι πέρασαν πάρα πολύ καλά. Οι ιστορίες είναι τρομακτικές, αλλά όχι στο σημείο του να τρομάξεις πραγματικά. Φαίνεται πως όλοι το διασκέδασαν πολύ και μάλιστα ο ίδιος ο Κινγκ πρωταγωνιστεί σε μία από τις ιστορίες, κάνοντας έναν πατέρα που βρήκε στον στάβλο του έναν μετεωρίτη που θεωρεί πως θα τον κάνει πλούσιο αλλά εν τέλη κρύβει ένα άσχημο μυστικό. Εδώ είναι που έχει αρχίσει πλέον και το ταλέντο του Σαβίνι να διαφαίνεται, κάνοντας και εδώ τα special effects, τα οποία αποτυπώνουν πανέμορφα την πλοκή.
Με ηθοποιούς όπως ο Λέσλι Νιλσεν και ο Εντ Χάρις, το Creepshow επιτυγχάνει αυτό ακριβώς που είχε ως σκοπό, να διασκεδάσει το κοινό του με έναν παράδοξο και τρομακτικό τρόπο. Η φιλία των Κινγκ, Ρομέρο και Σαβίνι θα παραμείνει μέχρι και το τέλος της ζωής του Ρομέρο, έχοντας και αυτές τις μικρές ιστοριούλες να μ;aς θυμίζουν από που ξεκίνησαν όλα.
Ο «πατέρας των zombie», που θα του χρωστάμε για πάντα το γεγονός πως υπήρξε θεμελιωτής τους, είναι ο λόγος που έγιναν ακόμη καλύτερες ταινίες που ήρθαν μετά από αυτόν, καθώς και σειρές, όπως για παράδειγμα το Walking Dead. Είναι σίγουρο, λοιπόν, πως θα είναι δύσκολο για την ανθρωπότητα να τον ξεχάσει…