Και …εγένετο. Στην πιο κρίσιμη στιγμή. Μετά από δυόμισυ χρόνια πανδημίας, σκοτοδίνης, αναγκαστικής (με διαλείμματα που έμοιαζαν ελάχιστα) αυτοεξορίας, οικουμενικής ανασφάλειας, άνευ προηγουμένου κατήφειας, απροσδόκητης νόσησης, θανάτων.
Το μεγαλύτερο συγκρότημα στην ιστορία του heavy metal, ενός είδους που μόλις πριν τρεισήμισυ δεκαετίες άρχισε να μπαίνει στον διεθνή χάρτη ως εμπιρικά υπολογίσιμο είδος, ενώ μέχρι τότε και στη χώρα μας ήταν ταυτισμένο με το περιθώριο, το κακό γούστο, τη βία και μια σύνοψη των ηθικών τρόμων τόσο της εχθρικής στη διαφορά μικροαστικής Ελλάδας όσο και του κυριλέ, ελιτοεπιπεδάτου κοινού «υψηλής τέχνης», εμφανίστηκε και πάλι μπροστά μας.
Όταν το 1999 ο τραγουδιστής Bruce Dickinson και ο κιθαρίστας Adrian Smith επανενώθηκαν με τους υπόλοιπους Maiden, είχαν δηλώσει χωρίς υπεκφυγές ότι «έρχονται για να οδηγήσουν το heavy metal στη νέα χιλιετία». Και όπως κάθε πλήρης τόλμης και μουσικής ενσυναίσθησης δημόσια τοποθέτηση, είχε κι αυτή αντιμετωπιστεί από τότε με σκεπτικισμό. «Σιγά μην αντέξουν πάνω από καναδύο χρόνια. Θέλουν να κάνουν μια τελευταία αρπαχτή».
Όμως αυτό που δεσμεύτηκαν να κάνουν, αυτό και κάνουν από την επανασύνδεσή τους και μετά, έξι στούντιο άλμπουμ και εικοσιτρία χρόνια αργότερα. Αποδεικνύουν με τον μόνο τρόπο που αφοπλίζει την αμφισβήτηση, την παρουσία τους στη ζωντανή σκηνή, ότι η μουσική αυτή, με την ακλόνητη εσωτερική δύναμη με την οποία είναι εμποτισμένη (πρώτη ύλη το work ethic και η μουσικές προτιμήσεις βρετανών από μεσαία και κατώτερα στρώματα που μεγάλωσαν με τους κλασσικούς ροκ ήρωες των δεκαετιών ’60 και ’70), δεν αποτελεί παρά ένα διαχρονικό φαινόμενο με ισχυρό έρεισμα στον ανθρώπινο ψυχισμό, καθώς εμπνέει τον ακροατή να ορθώσει ανάστημα και να αντιπαλαίψει για την ταυτότητά του.
Μια ξεκάθαρα people’s bandΣυνειδητοποιώντας με κάποιο τρόμο ότι έχω παρακολουθήσει το συγκρότημα τουλάχιστον από μία φορά κατά τις τελευταίες πέντε (5) δεκαετίες, έχω να καταθέσω ότι ακόμη κρατάνε θεόγερα.
Οι Maiden το συνειδητοποίησαν μετά την «δευτέρα τους παρουσία», μετά το 2000, όταν οι ένθερμοι οπαδοί τους σε κάθε μήκος και πλάτος του κόσμου όχι μόνον παρέμεναν από χρόνια κοντά τους, αλλά ήταν αυτοί που έφερναν και νέο αίμα στο τέμενος της ζωντανής εμπειρίας, νέα μυαλά που βαπτίζοντας στην κολυμβήθρα της ζωντανής metal εμπειρίας. Αυτό έφτασε ν’ αποτυπώνεται μέχρι και μουσικά. Στα τραγούδια τους, ο τονισμός στις κιθαριστικές αρμονίες για να ενσωματώνουν το τραγούδι πάνω σ΄αυτές του κοινού άρχισε να γίνεται ακριβώς όταν συνειδητοποίησαν ότι είναι καθαρά και ξάστερα μια “people’s band”.
Αυτής της λαϊκότητας γίναμε μάρτυρες και όσοι κατορθώσαμε να βρεθούμε με καθαρό μυαλό (και χωρίς ανεκπλήρωτα, κτητικά, μουσικώς ημιμαθή ή στραβοχωνεμένα υπερεγώ) το Σάββατο το βράδυ στο Ο.Α.Κ.Α.. Όταν είχαν έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το μακρινό 1988, ελάχιστοι στο κοινό ήταν πάνω από 30. Σήμερα, 34 χρόνια μετά, η συνύπαρξη Maiden και ελληνικού κοινού αποδεικνύεται πιο κραταιά από ποτέ. Περισσότεροι γονείς με τα ανήλικα παιδιά τους από κάθε προηγούμενη φορά, να συμμετέχουν ως συνομήλικοι μιας ελιξηριακής εμπειρίας που σε δένει με τα ουσιαστικά πράγματα που έχει διαχρονικά να εισφέρει το δυνατό ροκ στη ζωή: Αλληλεγγύη, πείσμα, σθένος, φαντασία, αυτοκάθαρση.
Έχοντας κυκλοφορήσει πριν 10 μήνες έναν καινούριο αξιοπρεπή δίσκο, ξεκίνησαν με τρία από τα καινούρια (Senjutsu/Stratego/Writing On The Wall) για να ζεστάνουν το κοχλάζον κοινό του Ο.Α.Κ.Α.. Οπτικά εφέ, backdrops και κοστούμια δεν είχαν ουσιαστικές διαφορές σε σχέση με το ’18, όμως όπως πάντα πρωταγωνιστές ήτνα τα κομμάτια που έχουν γράψει ιστορία. Τα “Flight Of Icarus” και “Revelations” ακούστηκαν λυτρωτικά, το “Fear Of The Dark” πυροδότησε παράκρουση, το “Hallowed Be Thy Name” τραγουδήθηκε ως «πιστεύω», το “Sign Of The Cross” 27 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, έχει αποκτήσει με τη φωνή του Dickinson τις επικές διαστάσεις που εξαρχής του αναλογούσαν, ενώ το απλοϊκό μα τόσο ευθύβολο στο θυμικό “Blood Brothers” αναβαθμίστηκε σε παιάνα. Για δε το τέλος, η εφόρμηση του “Aces High” μας θύμισε ότι οι Maiden μπορούν να ανακατέψουν τα χαρτιά της δισκογραφικής τους legacy ώστε να δώσουν στο κοινό όσα χρειάζεται, αφήνοντάς το πάντα να θέλει και περισσίοτερο.
Συνειδητοποιώντας με κάποιο τρόμο ότι έχω παρακολουθήσει το συγκρότημα τουλάχιστον από μία φορά κατά τις τελευταίες πέντε (5) δεκαετίες, έχω να καταθέσω ότι ακόμη κρατάνε θεόγερα.
Τα “πλην” της βραδιάςΝαι, το διαχωριστικό ανάμεσα στα ακριβά και τα πιο βατά εισιτήρια ήταν υπερβολικά πίσω σε σχέση με το όποιο δημοσιοποιημένο σχεδιάγραμμα.
Ναι, οι Lords Of The Lost που άνοιξαν το πρόγραμμα λίγο μετά τις 18:00 απλώς θορύβησαν με το τετριμμένο nu metal β’ κατηγορίας που παρουσίασαν.
Ναι, δεν βάζεις AC/DC από τα ηχεία ενώ περιμένεις να ανέβουν στη σκηνή οι τίμιοι Αυστραλοί κλώνοι τους (Airbourne) γιατί τους σαμποτάρεις από βαρεία αμέλεια ή απλή ανοησία.
Ναι, το επικίνδυνο, ηλίθιο, ποινικά κολάσιμο, ζημιογόνο για την εταιρία παραγωγής και καταδεικτικό ολιγοφρένειας μιας μειοψηφίας του κοινού φαινόμενο, οι πυρσοί/βεγγαλικά δεν έπρεπε να επιτραπεί να υπάρχουν.
Η διοργάνωση είχε ένα τεράστιο έργο και τα κατάφερε. Ο ήχος ήταν ως συνήθως καθαρός και δυνατός, οι χιλιάδες κόσμου ταλαιπωρήθηκαν πολύ λιγώτερο στην είσοδο και την έξοδο, οι ουρές ήταν γενικώς αντιμετωπίσιμες, πράγμα καθόλου εύκολο, καθώς δούλεψαν πολλοί άνθρωποι γι’ αυτό. Παρά τον ανελέητο κόβιντ και τις παραλλαγές του, παρά την τιμή του εισιτηρίου, τη χρόνια βυθιότητα της εγχώριας αγοράς, την κοινωνική και πολιτική αφασία, η προσέλευση υπήρξε για μια ακόμη φορά αθρόα και το βίωμα της μεγάλης λαϊκής συναυλίας μεταλαμπαδεύθηκε ξανά. Και μάλιστα υπό όρους σταθερότητας, αξιοπιστίας και μουσικοθεατρικής παραστατικότητας που σπάνια μπορεί σήμερα να συναντήσει από καθιερωμένους μουσικούς.
Οι Maiden, ο Dickinson (64), o Harris (66), o Murray (66), o Smith (65), o Gers (65) και ο McBrain (70) έχουν συναίσθηση της κληρονομιάς που έχουν δημιουργήσει, των ικανοτήτων τους και του ρόλου τους, του τί δηλαδή επιτελούν για εκατομμύρια οπαδών ανά τον κόσμο.
Φτάνει πια, λοιπόν, με τους πορνογράφους της γκρίνιας, με τους λόρδους της μίρλας του πληκτρολογίου, που μεγεθύνουν ή επιλέγουν να ασχοληθούν με τα τρωτά της τεράστιας και επιτυχημένης συναυλίας ενός metal συγκροτήματος που αποτελεί φαινόμενο στον παγκόσμιο μουσικό χάρτη. Το να επιλέγει το κοινό να πάει στη μεγαλύτερη metal συναυλία των τελευταίων τεσσάρων ετών (από την Μαλακάσσα το ’18, όπου πρωταγωνιστούσαν και πάλι οι Maiden), μετά από δυόμισυ χρόνια πανδημίας, δεν είναι μόνο πολιτισμική επιλογή, αλλά ενάσκηση δικαιώματος όσων έχουν περάσει χρόνια δακτυλοδεικτούμενοι ως «μεταλλάδες».
Ταυτόχρονα και εξίσου, δικαίωμα της νέας γενιάς που βλέπει εξηντάρηδες να παίζουν με το σφρίγος, την ακρίβεια και την επιβλητικότητα που –αν δεν εκμηδενίζει- στριμώχνει στα σχοινιά και δέρνει αλύπητα τον παράγοντα βιολογική ηλικία.
Ένα δικαίωμα που, erga omnes (σ.σ.: έναντι όλων) στο –για δεκαετίες υποτιμώμενο ως παρακατιανό- ελληνικό heavy rock κοινό, το έχουν εκ του μηδενός εγκαταστήσει, με δεκαετίες παρουσίας τους τροφοδοτήσει, θεριέψει και πλέον υπερασπίζονται με σκληρή δουλειά και σεβασμό στο κοινό τους οι Iron Maiden.
Και εις άλλα με υγεία.
Σετλιστ:Senjutsu/Stratego/The Writing On The Wall/Revelations/Blood Brothers/The Flight Of Icarus/Fear Of The Dark/The Sign Of The Cross/Hallowed Be Thy Name/The Number Of The Beast/Iron Maiden/Run To The Hills encore The Trooper/The Clansman/Aces High.