Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, είδαμε παραστάσεις, ταινίες , συναυλίες και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Στο αγαπημένο μου Λιλά για την «Χαμένη Κόρη» της Μάγκι ΤζίλενχαλΚαλοκαίρι στην πόλη είναι για εμένα τρία πράγματα: παραστάσεις και συναυλίες σε ανοιχτά θέατρα και θερινό σινεμά. Και όταν πρόκειται για το τρίτο, έχω φυσικά και αγαπημένο, στο οποίο επιστρέφω κάθε καλοκαίρι – κι αυτό δεν είναι άλλο από το ιστορικό Σινέ Λιλά στα Πατήσια. Το Λιλά άνοιξε τις πόρτες του – ή μάλλον καλύτερα τον υπέροχο κήπο του – για πρώτη φορά το 1967 και από τότε κοσμεί την οδό Νάξου, εκεί όπου γενιές και γενιές έδιναν ρομαντικά ραντεβουδάκια. Και μόνο η αίσθηση αυτή, της ατμόσφαιρας μιας άλλης εποχής, με έχει κάνει πραγματικά να αγαπήσω τον κινηματογράφο αυτό λίγο παραπάνω. Την εβδομάδα που μάς πέρασε βρέθηκα ξανά, ένα υπέροχο, δροσερό βραδάκι, στο αγαπημένο Λιλά για να δω την «Χαμένη Κόρη» σε σκηνοθεσία της Μάγκι Τζίλενχαλ, με την αγαπημένη μου Ολίβια Κόλμαν.
Η ιστορία ακολουθεί μια χωρισμένη Αγγλίδα καθηγήτρια που ταξιδεύει στις Σπέτσες για διακοπές. Σύντομα, όμως, μικρές συμπτώσεις ξυπνούν άσχημες μνήμες από το παρελθόν της ως νεαρής μητέρας κι από τη στιγμή εκείνη ξεκινάμε μαζί της ένα ταξίδι εμπρός και πίσω στον χρόνο. Αν και η εξέλιξη της πλοκής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αργή, εγώ δεν ένιωσα να κουράζομαι ούτε στιγμή καθώς οι εκπληκτικές ερμηνείες και οι σουρεάλ διάλογοι, σε συνδυασμό με την υπέροχη μουσική και το ειδυλλιακό, καλοκαιρινό τοπίο των Σπετσών με είχαν πραγματικά συνεπάρει αυτό το γεμάτο δίωρο. Και το θέμα που πραγματευόταν, το πώς επηρεάζουν ψυχολογικά μία γυναίκα κάποιες αποφάσεις που καλείται να πάρει ακροβατώντας ανάμεσα στη μητρότητα, τις επαγγελματικές φιλοδοξίες, την ανεξαρτησία και το δικαίωμα στην επιλογή συντρόφου, ήταν κάτι που πραγματικά με άγγιξε και μου κίνησε το ενδιαφέρον να διαβάσω το βιβλίο της Έλενα Φεράντε, πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ταινία.
Ευδοκία Βαζούκη
Τη Δευτέρα βρέθηκα στην Πειραιώς 260 για να παρακολουθήσω, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, την παράσταση «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή. Το έργο του Μάριους Φον Μάγιενμπουργκ επικεντρώνεται γύρω από τον «Μ», ο οποίος μετά από μια βραδιά με φίλους βρέθηκε ανεξήγητα σε μια δυστοπική και κατεστραμμένη πόλη, όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσεις στις 05:05, ενώ όσοι συναντάει στο δρόμο του κυριεύονται από μια επιτακτική πείνα για ανθρώπινη σάρκα. Αυτό που έχει να κάνει ο «Μ» είναι να επιβιώσει μέχρι το ξημέρωμα σε ένα μέρος όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Μια εξαιρετική και άκρως ατμοσφαιρική παράσταση όπου τα πάντα στη σκηνή- από τη σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή έως τα σκηνικά της Εύας Γουλάκου– αντικατοπτρίζουν με διαύγεια αυτό που βρίσκεται στην καρδιά του έργου: Ένας εξουθενωτικά ωμός και βάρβαρος κόσμος, μια εύστοχη παραβολή της σύγχρονης ζωής. Υπέροχες ήταν και οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών, του Βασίλη Μαγουλιώτη στον ρόλο του «Μ» και των Θάνου Λέκκα και Δήμητρας Βλαγκοπούλου στους υπόλοιπους ρόλους.
Το έργο, σκοτεινό και μετα-αποκαλυτπικό ήταν διανθισμένο από τα απαραίτητα κωμικά στοιχεία που κατάφεραν να απαλύνουν την απελπισία που ξύπνησαν μέσα μου τα αναπόφευκτα ερωτήματα που μου δημιουργήθηκαν: Πόσο αποκτηνωμένος είναι ο κόσμος γύρω μας; Μπορούν οι άνθρωποι να αντισταθούν στην «πείνα» που τους κατατρώει, όπου και στον βωμό των επιδιώξεων τους φαίνονται έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον; Τα όμορφα συναισθήματα όπως η ειλικρίνεια, η αγάπη και η εμπιστοσύνη μπορούν να επιβιώσουν στη σκληρή πραγματικότητα που μας περιβάλλει; Μήπως κατά την προσπάθεια μας να αντισταθούμε σε όλη αυτή την αποκτήνωση γινόμαστε εμείς οι ίδιοι κτήνη; Η απάντηση ήρθε στο τέλος ως μια μικρή νότα αισιοδοξίας σε όλον αυτό τον ζόφο: Φτάνει μόνο να δείξουμε ανιδιοτελή αγάπη και κατανόηση ώστε τελικά το πολυπόθητο «ξημέρωμα» να είναι εφικτό. Και το γεγονός μόνο ότι οι συντελεστές μετά το πέρας της παράστασης επέτρεψαν να σηκωθεί επί σκηνής το γνωστό πανό που αφορά την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, ενώ από τα χείλη του Βασίλη Μαγουλιώτη διαβάστηκε ένα κείμενο με την υπογραφή του ΣΕΗ και άλλων σωματείων, το οποίο εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό τις σκέψεις και τα συναισθήματα όλων μας και αποτέλεσε μια πράξη αλληλεγγύης προς τα θύματα, μου απέδειξε ότι και στον δικό μας κόσμο όσο δυστοπικά και αν φαίνονται τα πράγματα, πάντα θα καταφέρνει να «ξημερώνει».
Ζαχαρίου Αριστούλα
Είχαν περάσει 4 χρόνια από την τελευταία εμφάνιση του Θανάση Παπακωνσταντίνου στην Αθήνα, σε μία συναυλία στην Τεχνόπολη που έμεινε στην ιστορία. Τα χρόνια περνούσαν, μετά η πανδημία έκανε οποιοδήποτε live να μοιάζει ακατόρθωτο, και κάπως έτσι είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι η Αθήνα δεν θα ζούσε ξανά μια νύχτα σαν εκείνη στην Τεχνόπολη το 2018. Κάπως όμως το 2022 μάς επιφύλαξε μία πολύ ευχάριστη έκπληξη και ο Θανάσης ανακοίνωσε όχι μία, αλλά τρεις live εμφανίσεις στην πρωτεύουσα. Όλες βγήκαν αμέσως sold out και ο λόγος είναι γνωστός μόνο σε εκείνους που έχουν ζήσει έστω και μία φορά την εμπειρία μίας συναυλίας του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μπορεί οι συνθήκες το 2018 να ήταν διαφορετικές, ένα πράγμα όμως μπορεί δεν να αλλάξει ούτε η πανδημία: τη δύναμη της μουσικής του Θανάση, μία δύναμη που έχει την ικανότητα να μετατρέπει οποιοδήποτε κοινό σε μία φωνή. Έτσι, λοιπόν, έγινε και τη Δευτέρα στο Κατράκειο -ακόμα και για εκείνους από εμάς που διστάσαμε να βρεθούμε μπροστά στη σκηνή και προτιμήσαμε τις κερκίδες. Αν κάτι μου έμεινε από εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, ήταν η “φωνή” του κοινού, που ακούστηκε τόσο στα τραγούδια του Θανάση, όσο και στις τοποθετήσεις του για τα όσα ζούμε αυτές τις μέρες. Ο Θανάσης μίλησε για την “μπριζόλα και την πολιτική” (κατά τον Ουμπέρτο Έκο), για την ταξική (και τοξική) δικαιοσύνη, για τον.. ήλιο τον “ανόητο” (και όχι νοητό) που ανατέλλει σήμερα -και εμείς νιώσαμε ευγνώμονες που υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν φοβούνται να πάρουν θέση, που έχουν φωνή και τη χρησιμοποιούν.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Ένας μικρόκοσμος, μια χαρωπή κοινότητα που συγκέντρωσε μέλη από άλλες, τελείως διαφορετικές μεταξύ τους διαδρομές, κατάφερε να δημιουργηθεί στην Πειραιώς 260. Πετώντας χαμηλά, κάτω από τα ραντάρ του τρέντυ, κατάφερε να παράγει αληθινό κέφι, ακομπλεξαριστο και πηγαίο, μουσική, χορό, αγάπη.
Τόσο νωρίτερα τον Ιούλιο με τα street dance battles, όσο και με το εξαιρετικό jazz πάρτυ της Παρασκευής, σε αυτόν τον καταπληκτικό βιομηχανικο χώρο υπήρξε μια απελευθέρωση, μια γλυκιά χαλαρότητα, ο κόσμος χόρεψε, γέλασε, φλέρταρε, μέθυσε και τραγούδησε κουβανέζικα (χωρίς να πειράξει κανέναν η χαοδης ασυναρτησία που μάλλον έφτανε από εμάς προς στα κουβανέζικα αυτιά). Τι άλλο να θελήσεις από ένα καλοκαιρινό πάρτυ. Dimitri’s Tsakas quintet and Brenda Navarrete, Αμπράθαμε.
Βύρων Νικολόπουλος
Το καλοκαίρι στην Αθήνα έχει συνδεθεί – όχι αδίκως – με τις υψηλές θερμοκρασίες και τον υπερβολικό συνωστισμό στις θάλασσες της παραλιακής. Ωστόσο, οι καλοκαιρινοί μήνες στην πόλη, μπορούν να γίνουν διασκεδαστικοί, αρκεί να έχεις όρεξη και διάθεση για εξερεύνηση. Η αλήθεια είναι πως η Αττική κρύβει πολλούς «θησαυρούς», οι οποίοι σε κάνουν να νιώθεις πως έχεις αποδράσει σε κάποιο νησί. Ένα από αυτά τα μέρη, είναι το Πόρτο Ράφτη, το οποίο βρίσκεται μόλις 40 λεπτά από την Αθήνα. Ανάμεσα στις παραλίες που επέλεξα να επισκεφτώ τις προηγούμενες μέρες, σίγουρα στο Πόρτο Ράφτη ήταν αυτή που ξεχώρισα. Ο λόγος, ήταν η ηρεμία που μου προσέφερε, μακριά από την ένταση της πόλης. Ως άνθρωπος που λατρεύει τις ανοργάνωτες παραλίες, στο Πόρτο Ράφτη υπάρχουν πολλές, οι οποίες αποτελούν την ιδανική λύση για μία ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Τα καθαρά νερά με κέρδισαν και σίγουρα η περιοχή αυτή θα αποτελέσει τον πρώτο, στις επιλογές μου, προορισμό για φέτος το καλοκαίρι.
Κατερίνα Τσιακαράκη
H υπόθεση ξεκινά με δύο πολίτες στη Σούσα (Γιάννης Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη) στην “πλατεία” της πόλης. Μία εμφατική σιωπή κυριαρχεί στην πρώτη σκηνή δίνoντας την ευκαιρία στο θεατή να αναπνεύσει και να συγκεντρωθεί. Τα υπόλοιπα μέλη του χορού ξεπροβάλλουν σκηνοθετικά, με ευρηματικότητα, μέσα από τις κερκίδες και κατευθύνονται στην ορχήστρα. Είναι οι καθημερινά ντυμένοι πολίτες, ο χορός. Εκφραζουν την αγωνία τους για τους “φίλους” τους, τους πολεμιστές Πέρσες. Τους αναφέρουν ονομαστικά με μεγάλη λεπτομέρεια. Το κείμενο είναι οδηγός του Καρατζά κι ίσως το πιο δυνατό του σημείο καθως το ακολουθεί κι αφήνεται σ’ αυτό. Τα τεχνικά μέσα ήχου δυσκολεύουν το θεατή, ο οποίος βοηθιέται από τους υπέρτιτλους. Οι διαδοχικές κραυγές σπαραγμού με τεχνικά μέσα (μικρόφωνο και φορητό ηχείο) διαταράσσουν τον χώρο του αρχαίου θεατρου και την προσοχη του θεατή. Δυσκολεύεσαι να κατανοήσεις το λόγο της φασαρίας.
Η Άτοσσα-Πιττακή, μητέρα του Ξέρξη, τρυφερή, διακριτική και μετρημένη κατευνάζει την ανησυχία των πολιτών. Σε φάσεις είναι αυστηρή, επαναφέρει την τάξη κι οδηγεί τη δράση παρακάτω. Ο αγγελιοφόρος -Χρήστος Λούλης- εμφανίζεται έξω από τη σκηνή και φέρνει εις πέρας την αποστολή του μηνύματος. Μεταφέρει σπαρακτικά τις εικόνες των μαχών στους πολίτες και καταρρέει στο κέντρο της σκηνής. Ο χορός (Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς) είναι σκηνοθετικά και κινησιολογικά αμήχανος. Περιορίζεται σε κάποιες επαναλήψεις προφορικές και σωματικές. Οι δύο σκηνές που είναι πάντα οι σημαντικότερες της τραγωδίας ακολουθούν: Η σκηνή του Δαρείου που συνομιλεί με την Άτοσσα διαδραματίζεται έξω και πίσω από την σκηνή με γυρισμένες τις πλάτες στους θεατές. Ο Δαρείος -Γιώργος Γάλλος – καταφέρνει να μεταφέρει τα μηνύματά του. Ο γυρισμός του Ξέρξη (Μιχάλης Οικονόμου) είναι μία αμήχανη στιγμή. Εμφανιζεται μέσα από τις κερκίδες , όχι τόσο ταλαίπωρος όπως θα περίμενε κανεις, ντυμένος με κουστούμι, λευκό πουκάμισο και γραβάτα 70’s . Ενδιαφέρουσα σωματική και συναισθηματικά δυνατή η τελευταία σκηνή που ο χορός, συνοδεύει -ή σπρωχνει κουτρουβαλιάζοντας -τον Ξέρξη – κι όλοι μαζί κατευθύνονται έξω από τη σκηνή προς άγνωστη κατεύθυνση. Σκοντάφτουν, πέφτουν, σηκώνονται και απομακρύνονται. Η ωραιότερη στιγμή της παράστασης. Τα φώτα σβήνουν ερμητικά κι αποκαλύπτεται ο έναστρος ουρανός…
Εύη Μαλλιαρού
Ποδηλατικος και όχι μόνο παράδεισος, υπερcool, από νωρίς μέχρι αρκετά after, σταθερή αξία χρόνια τώρα για ποδηλάτες – ξενύχτηδες, τεκνοτρανσοφανκοbeat. Άνετος ανοιχτός χώρος, πολλά σημεια για ασφαλές ποδηλατικό πάρκινγκ, Robert Redford, Faye Dunaway στα νιάτα τους, πολλοί cool τουρίστες, συνήθως εξαιρετική μουσική που καλυτερεύει όσο νυχτώνει μέχρι που, με ικανό αριθμό ποτών, κλειδώνεις το ποδήλατο στα κάγκελα της εσωτερικής αυλής και παίρνεις ταξί. Max bike friendliness grade 10 to 10. (Συχνά αργό self service).
Athens Bike City
Την Τρίτη το απόγευμα, ενώ ήμουν στην συναυλία των The Clutch, είδα τον ουρανό γεμάτο με καπνό. Τότε ήταν που κατάλαβα πως κάπου έπιασε φωτιά και ήταν βεβαίως για άλλη μια φορά το βουνό της Πεντέλης. Είναι σίγουρο πλέον πως αυτό το βουνό δεν θα επιβιώσει και δύσκολα θα καταφέρει να αναδασωθεί ποτέ, καθώς κάθε 5-10 χρόνια καταλήγει να καίγεται. Είναι απαράδεκτο το να τρέχεις κάθε χρόνο σπίτι σου γιατί έχει αναζωπυρωθεί η γύρω περιοχή, να φοβάσαι να κοιμηθείς το βράδυ γιατί μπορεί να φτάσει και σε σένα. Σπίτια κάηκαν, δάση καταστράφηκαν και κόσμος τραυματίστηκε. Οι δυνάμεις της πυροσβεστικής έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν με όσα μέσα διέθεταν, μήπως όμως κάποια στιγμή να χτυπήσει ένα καμπανάκι κινδύνου, για να μπορεί ο καθένας από εμάς να αισθάνεται επιτέλους ασφαλής; Μήπως δεν θα έπρεπε να καίγεται η Αθήνα κάθε χρόνο εν έτει 2022, και μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε ποιος ευθύνεται γι’αυτό;
Νάνσυ Δεληγιώργη