MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
23
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Χρόνης Μουστάκας: Μαγεύτηκα από τον Μεσαίωνα γιατί ήθελα να μιλήσω για το παρόν και το μέλλον του κόσμου μας

Ο εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος Χρόνης Μουστάκας, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου του ιστορικού μυθιστορήματος «Οι Ιππότες του Ουρανού», μάς μιλά για το ταξίδι του στον κόσμο της λογοτεχνίας, τον Μεσαίωνα που τον μάγεψε – και παρατηρεί πως επαναλαμβάνεται.

Χρόνης Μουστάκας
Χρόνης Μουστάκας
author-image Ειρήνη Μωραϊτη

Ο Χρόνης Μουστάκας δούλεψε για χρόνια ως εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος, όμως τελικά ο Φράγκος πρόγονός του και η αγάπη του για την ιστορία και τον Μεσαίωνα τον κέρδισαν και τον έστρεψαν στη συγγραφή ενός ξεχωριστού ιστορικού μυθιστορήματος.

«Τέλη του 11ου αιώνα. Η Ευρώπη συγκλονίζεται από πολέμους, πανδημίες, έντονα καιρικά φαινόμενα και φτώχεια. Η αμάθεια, ο φόβος της συντέλειας, οι δεισιδαιμονίες απλώνουν στις κοινωνίες βαθύ σκοτάδι. Η απειλή των Σαρασίνων γιγαντώνεται και το Βυζάντιο απευθύνει έκκληση για βοήθεια. Πέντε στρατοί της Δύσης δίνουν ραντεβού στην Κωνσταντινούπολη. Προορισμός η Ιερουσαλήμ» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος, και ξέρουμε πως η ιστορία που θα ακολουθήσει θα είναι επική, ιδανική για τους λάτρεις της ιστορίας και πάνω από όλα ένα ταξίδι μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της εποχής και των ανθρώπων της.

Μετά από τρία χρόνια ενδελεχούς ιστορικής έρευνας σε γαλλικές, βελγικές, αγγλικές και ιταλικές πηγές, «γεννήθηκε» το μυθιστόρημά του Χρόνη Μουστάκα, «Οι Ιππότες του Ουρανού» και έχοντας περάσει από μία πανδημία και έναν πόλεμο, έρχεται να μας επιβεβαιώσει αυτό που τονίζει και ο συγγραφέας του. Ο Μεσαίωνας μπορεί να μοιάζει πολύ μακρινός και περασμένος, όμως επαναλαμβάνεται και μας δείχνει πως οι άνθρωποι πρέπει να κοιτούν πίσω στον χρόνο και να μην επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη.

Όσον αφορά την ιστορία του μυθιστορήματός του, την οποία μας αναλύει ο συγγραφέας στη συζήτησή μας, ξεκίνησε από τις Βρυξέλλες, στις οποίες ζει τα τελευταία 10 χρόνια, και μία μέρα, σχεδόν κατά λάθος, ανακάλυψε ένα άγαλμα από το οποίο ξεκίνησαν όλα!

Μαγεύτηκα από τον Μεσαίωνα γιατί ήθελα να μιλήσω για το παρόν και το μέλλον του κόσμου μας.

Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σας στον κόσμο της λογοτεχνίας; Ήταν κάτι που θέλατε πάντα να κάνετε ή προέκυψε στην πορεία;

Υπάρχουν σπουδαίοι συγγραφείς που μπορούν να διηγηθούν συναρπαστικές ιστορίες που μαρτυρούν το ταλέντο, τη ξεχωριστή γραφή και τις εμπνεύσεις τους, που τους ώθησαν στον μαγικό χώρο της λογοτεχνίας. Αλλά υπάρχουν και άλλοι, λιγότερο διάσημοι, που είναι σε θέση να σκαρώσουν διάφορες ιστορίες προκειμένου να ερμηνεύσουν το ταξίδι τους στον κόσμο της λογοτεχνίας. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να σας εντυπωσιάσω με κάτι σχετικό, είτε αληθινό είτε φανταστικό. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να ζήσω σαν τον Κέρουακ και να κοιμάμαι και σε κανένα παγκάκι όταν βόλευε για να κατεβάσω εμπνεύσεις. Ή σαν τον Χέμινγουεϊ να πήγαινα πολεμικός ανταποκριτής στο Μεγάλο Πόλεμο πριν να χτυπήσω στα πλήκτρα της γραφομηχανής μου τα αριστουργήματά μου. Ή σαν τον Μαρκέθ που έβαλε ενέχυρο το μίξερ για να βρει λίγα χρήματα και να στείλει σε χειρόγραφο το μυθιστόρημα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς στον εκδότη του για να το δει να γίνεται ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ σέλερ όλων των εποχών. Αυτοί, βέβαια, είναι γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οπότε θα βολευόμουν και με πιο  ταπεινές σχετικές ιστορίες. Αλλά ούτε καν τέτοιες δεν διαθέτω για να σας ερμηνεύσω τα πώς και τα γιατί της εμπλοκής μου με τη λογοτεχνία.

Δεν έχω καμία ενδιαφέρουσα εξήγηση… Μπορώ μόνο να σας πω ότι αγαπώ τη γλώσσα και την έντονη έκφραση. Αγαπώ τις λέξεις και το γράψιμο. Πάντα μου άρεσε να γράφω ιστορίες, άλλοτε μικρές κι άλλοτε μεγαλύτερες, αλλά δεν το έκανα υποχρεωτικά, επειδή σκεφτόμουν να γίνω συγγραφέας. Ασχολήθηκα, είναι αλήθεια, με τη λογοτεχνία πολύ και ως εκπαιδευτικός και ως δημοσιογράφος. Έγραφα σε περιοδικά, σε εφημερίδες, διατηρούσα μια τηλεοπτική εκπομπή για πολλά χρόνια που παρουσίαζε από τον Βόλο και τη Λάρισα μεγάλα ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας, ήμουν συνεργάτης του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αλλά για να είμαι ειλικρινής, ακόμη κι όταν άρχισα να μελετώ γραμματολογία και θεωρία της λογοτεχνίας δε μου πέρασε από το μυαλό ότι το έκανα για να γίνω συγγραφέας. Σας απαντώ λοιπόν ότι τα κίνητρα, αν υπάρχουν κι αν είμαι εγώ αυτός που τα ορίζει, βρίσκονται πολύ βαθιά μέσα μου και δεν γνωρίζω πώς έφτασα να παρουσιάζομαι ως συγγραφέας.

Έχετε κάποιον συγγραφέα που θαυμάζετε και θεωρείτε πως υποσυνείδητα, ή και συνειδητά, σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;

Θαυμάζω εκατοντάδες συγγραφείς Έλληνες και ξένους, αρχαίους ή μεσαιωνικούς κι ακόμη του 18ου και του 19ου αιώνα και φυσικά σύγχρονους. Όλους τους εκτιμώ ως φωνές μιας τέχνης που προάγει το τέλειο και δια μέσου αυτού τη «θέωση» της ανθρώπινης ύπαρξης. Πιθανόν να έχω επηρεαστεί από κάποιους από αυτούς τους σημαντικούς δημιουργούς. Ίσως κάποιοι ειδικοί καταφέρουν κάποτε να προσδιορίσουν καλύτερα από ποιους, ώστε να το παραδεχθώ κι εγώ. Μέχρι τότε δεν πρόκειται να αναφερθώ ειδικά, διότι θα χρειαστεί να αραδιάσω απροσδιόριστα μεγάλο αριθμό ονομάτων. Και διότι θα ήταν γελοίο να λέω ότι με επηρέασε για παράδειγμα ο Καζαντζάκης, όταν δεν πρόκειται ποτέ να γράψω σαν κι αυτόν.

Μετά την πρώτη σας λογοτεχνική κυκλοφορία «Ονειροβασίες στη Βουνοκορφή των Μύθων» μεσολάβησαν αρκετά χρόνια για να επιστρέψετε και επίσημα στη λογοτεχνία. Πώς και δεν επιχειρήσατε την επανείσοδο σας νωρίτερα;

Η απάντηση εδώ είναι πολύ απλή. Δεδομένου ότι δεν οδηγούμουν από τη σκέψη ότι πρέπει να γίνω συγγραφέας, όπως ήδη σας ανέφερα, παρά δήλωνα ερανιστής της λογοτεχνίας και μόνο, δεν επέστρεψα σύντομα με δεύτερο βιβλίο γιατί πίστευα ότι τίποτα δεν έχω να προσθέσω σε μια εποχή έτσι κι αλλιώς λαλίστατη. Εννοώ τίποτα νέο. Όλα υπήρχαν κι όλα τα σκέφτονταν πολλοί συγγραφείς που τα έγραφαν άλλοτε με μεγαλύτερη κι άλλοτε με μικρότερη επιτυχία. Αλλά πάντως τα έγραφαν και τα γράφουν πάντα. Εγώ τελικά, έγραψα ένα ιστορικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα 536 σελίδων, για το οποίο ερεύνησα σε πλειάδα διεθνών κι ελληνικών πηγών για τρία και πλέον χρόνια προκειμένου να παρουσιάσω μια «ρεαλιστική μυθιστορία», όταν οι συνθήκες της ταραγμένης εποχής μας με έσπρωξαν να το κάνω. Συνεπώς δεν είχε να κάνει με μένα το γιατί άργησα να γράψω ένα δεύτερο βιβλίο, αλλά με το χρόνο που εμφανίστηκαν οι «νέες συνθήκες» που με επηρέασαν έντονα όπως επηρέασαν πολλούς ανθρώπους. Όπως ξέρετε, όταν συμβαίνουν γεγονότα που συγκλονίζουν τη ζωή μας αυξάνονται και οι φωνές που μιλούν ή προειδοποιούν γι’ αυτά.

Ο μεσαίωνας αποδείχτηκε μια ακριβής ανάμνηση του μέλλοντος του κόσμου μας. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό η γραφή μου πήρε μια επιπλέον τροπή ως αλληγορία ενός κόσμου που παλεύει για το αύριο.

Οι Ιππότες του Ουρανού, Χρόνης Μουστάκας. Εκδόσεις Anubis

Οι Ιππότες του Ουρανού, Χρόνης Μουστάκας. Εκδόσεις Anubis

Πώς εμπνευστήκατε το ιστορικό σας μυθιστόρημα «Οι Ιππότες του Ουρανού»;

Η «έμπνευση» για μένα  δεν υπήρξε ποτέ όπως την εννοούμε συνήθως. Θέλω να πω ότι δεν υπήρξε ως αυτόνομη αιτία του έργου μου απλά μια ιδέα, αλλά ένα δυναμικό πλήθος παραγόντων με το οποίο μπήκα σε ένα διάλογο επί μακρόν. Η αγάπη μου στη μεσαιωνική ιστορία, η ατμόσφαιρα της Δύσης όπου ζω την τελευταία δεκαετία, ο θαυμασμός μου στην πλούσια ιστορία, στον υψηλότατο πολιτισμό και στην οικουμενικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η διαχρονική μου απορία για τη συσκότιση και την άγνοια του ελληνικού μεσαίωνα, αυτοί ήταν μερικοί από αυτούς τους παράγοντες. Γνωρίζουμε αρκετά για το Βυζάντιο και υπάρχουν άφθονες πηγές, αλλά πολύ λίγα για την πραγματική ζωή, την τοπική ιστορία και την καθημερινότητα του ελλαδικού χώρου την ίδια περίοδο. Υπήρξε ακόμη μια τουλάχιστον επιπλέον αφορμή πάντως… Στις Βρυξέλλες όπου ζω τα τελευταία χρόνια, καθημερινά περνάω από την Place Royal, όπου ένα γιγάντιο άγαλμα παρουσιάζει έφιππο τον Δούκα της Κάτω Λωρραίνης, τον Γοδεφρείδο ντε Μπουγιόν, ο οποίος υπήρξε ένας εκ των ηγετών της Α’ Σταυροφορίας και μετέπειτα πρώτος βασιλιάς του χριστιανικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Τον γνώριζα από τα σχολικά μου χρόνια και πάντα πίστευα ότι ήταν Γάλλος. Όμως δεν ήταν… Το δουκάτο του κατείχε εδάφη που σήμερα μοιράζονται ανάμεσα κυρίως στο Βέλγιο αλλά και σε Γαλλία – Γερμανία. Ένα πρωινό στάθηκα μπροστά του και συστηθήκαμε εκ νέου… Η αγέρωχη μορφή του στοίχειωσε μέσα μου. Το ίδιο βράδυ μελέτησα όσα μπόρεσα να βρω για εκείνον και το αβυσσαλέο οδοιπορικό του από την Μπουγιόν στα σύνορα Βελγίου – Γαλλίας, στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί δια μέσου της Μ. Ασίας στην Ιερουσαλήμ. Διαπίστωσα ότι αυτή η πορεία χιλιάδων ρωμαϊκών μιλίων του Γοδεφρείδου και των αντρών του έκρυβε πολλά από εκείνα που αναζητούσα ως απαντήσεις και πιθανόν να ενδιέφεραν κι άλλους ανθρώπους. Πολύ περισσότερο διότι ήρθε σε άμεση επαφή με το ελληνικό στοιχείο της εποχής και πέρασε περισσότερους από έξι μήνες στην Κωνσταντινούπολη.

Κι ενώ βρισκόμουν στη διαδικασία έρευνας, ήρθε η πανδημία και όλα όσα κόμισε. Επρόκειτο λοιπόν για την κορωνίδα των αφορμών συγγραφής αυτού του βιβλίου. Τα υπαρξιακά και θεολογικά ερωτήματα, οι δεισιδαιμονίες και οι ζοφερές προβλέψεις για το μέλλον μας, ήρθαν να συναντήσουν την ιστορία και τη μυθιστορία μου. Μια ακόμη έκπληξη καραδοκούσε όμως, καθώς η ομοιότητα των όσων ζούσαμε, και ζούμε ακόμη, ήταν σε ευθεία σύγκριση με τις συνθήκες του μεσαίωνα και την έκρηξη των σταυροφοριών. Ο μεσαίωνας αποδείχτηκε μια ακριβής ανάμνηση του μέλλοντος του κόσμου μας. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό η γραφή μου πήρε μια επιπλέον τροπή ως αλληγορία ενός κόσμου που παλεύει για το αύριο.

Ήταν δύσκολη η προετοιμασία ενός πιστού στα ιστορικά γεγονότα μυθιστορήματος; Φοβηθήκατε πως ίσως ο κόσμος να μην το αγκαλιάσει;

Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ δύσκολο είδος της λογοτεχνίας. Εκείνος που το επιχειρεί πορεύεται ανάμεσα στις συμπληγάδες αφενός της ιστορικής ακρίβειας που απαιτεί παθιασμένη μελέτη κι αφοσίωση κι αφετέρου του κινδύνου πως τα πραγματικά γεγονότα μπορεί να καταπιούν τους φανταστικούς ήρωες και τη δράση τους, και τελικά το μυθιστόρημα αδικαίωτο να καταλήξει ένα εκλαϊκευμένο, εύπεπτο ιστοριογράφημα. Προσωπικά δεν είχα τέτοια πρόθεση. Αν και όλα τα ιστορικά και πραγματολογικά στοιχεία του έργου μου είναι διασταυρωμένα, οι τρεις ήρωές μου, ο Σκωτσέζος μοναχός Αμβρόσιος, ο Σκωτσέζος μαχητής Λάιαλ Λούκας, κι ο Έλληνας βετεράνος δρουγκάριος του βυζαντινού στρατού Νικόλαος Λώτας, συναντιούνται στο στρατό του Γοδεφρείδου και σύντομα απελευθερώνονται τόσο από τα δεσμά της ιστορίας, όσο και από εμένα τον ίδιο, κι αναζητούν απαντήσεις κατά τη διάρκεια της τετραετούς αποστολής έως την Ιερουσαλήμ, αγγίζοντας τα έσχατα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Όσο για το αν φοβήθηκα ότι ο κόσμος δε θα το αγκαλιάσει θα σας πω πώς όχι, δεν φοβήθηκα. Όχι επειδή ήμουν σίγουρος για την επιτυχία, αλλά επειδή αγάπησα αυτό το οδοιπορικό και θα έγραφα αυτό το έργο ακόμη κι αν επρόκειτο να το διαβάσει ένας μόνο άνθρωπος. Εξαρχής είχα πλήρη επίγνωση ότι έγραφα ένα μυθιστόρημα που έμοιαζε με ένα διαρκή αναχρονισμό, παράταιρο με τις μόδες της «ελαφράς» εποχής μας. Αυτό δε με σταμάτησε όμως, μιας και σπάνια γράφω και εκφράζομαι με στρατευμένη σε ένα μόνο σκοπό στρατηγική. Εκείνο που με οδηγεί είναι ένα βαθύ ένστικτο. Όσο εμβάθυνα λοιπόν στην έρευνα και τη γραφή μου, τόσο πειθόμουν ότι έγραφα μια μεσαιωνική ιστορία θέλοντας να μιλήσω για το σήμερα και το αύριο. Βλέπετε, πάντα πίστευα ότι αν θέλουμε να προβλέψουμε το μέλλον μας, δεν έχουμε παρά να ενδυθούμε τα ιμάτια του παρελθόντος μας και να κοιτάξουμε στα μάτια όσα έζησαν άνθρωποι πριν από εμάς…

Ο μεσαίωνας αντέγραψε με ακρίβεια την εποχή μας κι εμείς τελευταία κάνουμε ότι μπορούμε για να ξαναφτάσουμε σε αυτόν…

Ήταν από την αρχή στις σκέψεις σας η αφήγηση της ιστορίας σας να γίνει με τη μορφή ενός βυζαντινού χρονικού;

Τα πραγματολογικά στοιχεία που αφορούν τον μεσαίωνα της Δύσης και της Ανατολής ήταν κάτι που με απασχόλησε εξαντλητικά και πολλά από αυτά που καταγράφονται στο έργο «Οι Ιππότες του Ουρανού» παρουσιάζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά κείμενα. Στόχος μου ήταν ο αναγνώστης να εισέλθει σε έναν πραγματικό «ζωντανό» κόσμο, ακόμη κι αν αυτός υπήρξε χίλια χρόνια πριν. Το «τέχνασμα» του χρονικογράφου αφηγητή ήταν ιδανικό για το θέμα μου. Στον μεσαίωνα οι χρονικογράφοι ήταν κατά κανόνα κληρικοί, διότι ήταν οι μόνοι, εκτός από τους άρχοντες και τους βασιλιάδες, που ήταν εγγράμματοι.

Έτσι και το δικό μου «χρονικό», μας το διηγείται ο νεαρός μοναχός Αμβρόσιος, ο οποίος συμμετέχει στην αποστολή κι επιπλέον υπολογίζεται και στους μάχιμους ως άριστος τοξότης. Η αφήγηση πράγματι ακολουθεί τα ιστορικά γεγονότα και τις προσωπικές ζωές των ηρώων εν είδει μεσαιωνικού χρονικού. Όλο το έργο είναι γραμμένο σε ύφος που προσομοιάζει με την τεχνική την οποία οι χρονικογράφοι του μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν με τη  «μικρή ματιά», την πρωτογενή άμεση  πληροφόρηση, την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και την απεύθυνση στον αναγνώστη, όταν ακολουθούσαν εκστρατείες ή παρακολουθούσαν αξιοσημείωτα περιστατικά της εποχής τους προκειμένου να τα καταγράψουν. Για να προσπαθήσω να πετύχω την προσομοίωση, χρειάστηκε να μελετήσω γαλλόφωνα μεσαιωνικά κείμενα, ώστε να κωδικοποιήσω τις αρχές που ακολουθούσαν.

"Η τέχνη τείνει στο τέλειο, παρόλο που αυτός που την δημιουργεί δεν είναι τέλειος. Η τελειότητα είναι Θείο χαρακτηριστικό. Τέλειο επίγειο δεν υπάρχει."

“Η τέχνη τείνει στο τέλειο, παρόλο που αυτός που την δημιουργεί δεν είναι τέλειος. Η τελειότητα είναι Θείο χαρακτηριστικό. Τέλειο επίγειο δεν υπάρχει.”

Σας βοήθησε στη δημιουργία του η προσωπική σας σύνδεση, λόγω του Φράγκου προγόνου σας, με την συγκεκριμένη ιστορική εποχή;

Μια παράδοξη εξοικείωση με την ιστορία του δυτικού μεσαίωνα και μια εύκολη κατανόηση των χαρακτήρων των ανθρώπων του δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί σαν μια βαθιά καταβολή που μου κληροδοτήθηκε από τον «Φράγκο» πρόγονό μου στις Κυκλάδες. Αυτό ενισχύθηκε από την ζωή μου στο Βέλγιο και από τα συχνά ταξίδια στη Γαλλία, προκειμένου να γνωρίσω πόλεις που οι σενιέρ τους συμμετείχαν στην αποστολή. Επισκέφθηκα δεκάδες πόλεις- Ρέιμς, Σάρτρ, Βουλώνη στη Θάλασσα, Κλερμόν, Μπουγιόν, Ναμύρ, Λιέγη. Τα απομεινάρια του μεσαίωνα εκεί είναι έντονα κι εντυπωσιακά και όπως ήταν φυσικό με έφεραν πιο κοντά στην ατμόσφαιρα που ήθελα να μεταφέρω.

Πώς εμπνευστήκατε τους ήρωες σας, πέρα από τα υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα που συναντήσατε στις πηγές, όπως ο Γοδεφρείδος της Μπουγιόν;

Στο έργο παρουσιάζονται πολλές δεκάδες πρόσωπα. Είναι άλλωστε προϋπόθεση από τις πιο σημαντικές σε ένα μυθιστόρημα. Επιχείρησα όλοι τους, ιστορικά πρόσωπα και μη, να παρουσιάζονται ως ολοκληρωμένοι χαρακτήρες ακόμη κι αν έκαναν ένα μικρό «πέρασμα» από την ιστορία. Οι τρεις πρωταγωνιστές μου όπως προανέφερα είναι δύο Σκωτσέζοι από την Γουλφτάουν της Νότιας Σκωτίας κι ένας Έλληνας από την Κωνσταντινούπολη.

Γιατί επέλεξα αυτές τις καταγωγές; Μα γιατί ίσως σε προηγούμενη ζωή μου υπήρξα Σκωτσέζος χαϊλάντερ, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην Α’ Σταυροφορία… Από την άλλη, ο Νικόλαος Λώτας  κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, από την Πόλη των πόλεων, που οι γνώστες την θεωρούν κοιτίδα του σύγχρονου ελληνισμού, γι΄ αυτό και θεώρησα υποχρέωσή μου να υπάρχει εκπρόσωπός της.

Ο στόχος μου ήταν να μεταφέρω τα γεγονότα ιδωμένα από μέσα. Να παρουσιάσω την πραγματική ζωή αυτών των ανθρώπων, είτε Φράγκων είτε Βυζαντινών, καθώς και τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Τί ήταν αυτό που σας «μάγεψε» και επιλέξατε να εξερευνήσετε τον Μεσαίωνα;

Ο Μεσαίωνας σηματοδοτεί την έναρξη του σύγχρονου κόσμου μας. Είναι η αρχή ενός κύκλου που πολλοί πιστεύουν ότι πήρε στροφή πια διανύοντας τις τελευταίες μοίρες του πριν να κλείσει. Οι αλλαγές που συντελούνται ραγδαία ίσως να είναι πρώιμα σημάδια αυτού του κύκλου που ολοκληρώνεται. Κοιτάξτε γύρω σας… Τι βλέπετε; Περιφερειακούς πολέμους πολύ κοντά μας που επιμένουν, αναδυόμενη φτώχεια, μετακινήσεις πληθυσμών, ταραχές, τρομοκρατία, πόλεμοι θρησκευτικού φονταμενταλισμού, πανδημίες, δεισιδαιμονίες. Ο μεσαίωνας αντέγραψε με ακρίβεια την εποχή μας κι εμείς τελευταία κάνουμε ότι μπορούμε για να ξαναφτάσουμε σε αυτόν… Μαγεύτηκα από τον μεσαίωνα γιατί ήθελα να μιλήσω για το παρόν και το μέλλον του κόσμου μας.

Κύριο θέμα του μυθιστορήματός σας είναι η Α’ Σταυροφορία και το ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ. Πώς βιώσατε εσείς αυτά τα ιστορικά γεγονότα και θελήσατε να τα αποτυπώσετε σε ένα σύγχρονο «χρονικό»;

Οι σταυροφορίες, ιδιαίτερα η  Α΄, ήταν μια σύμπραξη  δυνάμεων, με στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων. Το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός ανέδειξε την αμφίδρομη και πολυδιάστατη σχέση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του επονομασθέντος Βυζαντίου και των Βασιλείων-Ηγεμονιών της Δύσης. Μέσα από την ιστορία και τη μυθιστορία  παρουσιάζεται ο διαρκής διάλογος μεταξύ των δύο πολιτισμών, τα ήθη, τα έθιμα, οι καθημερινές συνήθειες, ο πόλεμος, η συνεργασία αλλά και ο ανταγωνισμός, η αμφισβήτηση  και οι ανατροπές, σε μια εποχή που ήρθαν αναγκαστικά πολύ κοντά για να αντιμετωπίσουν την απειλή Τούρκων και Αράβων. Στην ουσία, οι σταυροφορίες ήταν οι πρώτοι πόλεμοι μιας πρώιμης «παγκοσμιοποιημένης» δράσης. Η τεράστια μετακίνηση στρατών και πληθυσμών προς την Ανατολή σήμαναν τη χαραυγή ενός νέου κόσμου και μιας νέας εποχής κατά την οποία αμέτρητοι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν για την πίστη τους αλλά και για δόξα, γη και πλούτη. Σαν θεμελιώδες ιστορικό γεγονός παραμένει πάντα επίκαιρο.

Ο στόχος μου ήταν να μεταφέρω τα γεγονότα ιδωμένα από μέσα. Να παρουσιάσω την πραγματική ζωή αυτών των ανθρώπων, είτε Φράγκων είτε Βυζαντινών, καθώς και τις πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ιστορία έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης κι ο αναγνώστης θα διαισθανθεί  ότι υποκρύπτεται μια αλληγορία για τις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου. Αναζήτησα επίσης επίμονα την απάντηση σε ένα από τα κυρίαρχα ερωτήματα που αναδύονται από την περιπέτεια των Σταυροφοριών, το τι ήταν τελικά εκείνο που κατάφερε να ωθήσει ανθρώπους δεκάδων διαφορετικών εθνών, σε αυτό το μεγάλο οδοιπορικό από το οποίο επέζησε στο τέλος ο ένας στους δέκα. Ήταν η πίστη; Ο τυχοδιωκτισμός; Ο ηρωισμός; Η προσδοκία; Η απελπισία; Το καθήκον; Ένα σχέδιο καλά προετοιμασμένο από τις συνθήκες της εποχής και τους ανθρώπους που όριζαν τις τύχες των λαών; Ή μήπως ένα θαύμα;

Σε ποιον εμπιστευτήκατε πρώτα το μυθιστόρημά σας;

Στον σπουδαίο πανεπιστημιακό δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Κ. Κυριαζή που έγραψε και το επίμετρο του έργου, στον εξαίρετο εκδότη, ποιητή και μεταφραστή ισπανικής λογοτεχνίας Βασίλη Λαλιώτη και τέλος στον πιστό φίλο κι «επαγγελματία» της μελέτης, οικονομολόγο και χρηματιστή Σπύρο Μπαρμπάτσαλο. Και οι τρεις τους ζούνε στην Αθήνα, και από σύμπτωση στην Κηφισιά. Τους ευχαριστώ και τους τρεις θερμά, καθώς όχι μόνο ήταν οι πρώτοι που διάβασαν το κείμενο πριν αναζητηθεί εκδότης, ήταν και ο λόγος που αυτό εκδόθηκε, γιατί αν είχαν  αποφανθεί διαφορετικά, δε θα είχα κανέναν ενδοιασμό να το αποσύρω σε έναν μεγαλειώδη κάλαθο των αχρήστων κι ας επρόκειτο για εργασία τριών χρόνων.

Τί θα λέγατε πως έχετε κερδίσει από τη συγκεκριμένη δημιουργική διαδικασία και τί θέλετε να χαρίσετε στους αναγνώστες, οι οποίοι θα επιλέξουν να μπουν στον «λογοτεχνικό σας κόσμο»;

Η συγγραφή είναι μια διαδικασία στη διάρκεια της οποίας θέτεις τον εαυτό σου μπροστά σε μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Έχεις τη δυνατότητα να καλυφθείς με διάφορα προσωπεία κι ως αρχαίος τραγωδός να τα αντιμετωπίσεις παρουσία κοινού. Σε αυτή τη διαδικασία το «εγώ» σου πρέπει να υποτάσσεται στην τέχνη, διότι η τέχνη τείνει στο τέλειο, παρόλο που αυτός που την δημιουργεί δεν είναι τέλειος. Η τελειότητα είναι Θείο χαρακτηριστικό. Τέλειο επίγειο δεν υπάρχει. Συνεπώς, θα κριθείς για το κατά πόσο κατάφερες να αποδώσεις τον ρόλο, πόσο προσπάθησες και πόσο ειλικρινής ήσουν. Ή κατά πόσο ήσουν μια καρικατούρα που εξυπηρετούσε κυρίως την αυταρέσκειά σου. Οφείλεις να είσαι ειλικρινής, να αποβάλλεις τον εγωισμό σου και να στραφείς στις αξίες που προήγαγαν και προάγουν τον άνθρωπο. Πάνω από όλα οφείλεις να είσαι συνεπής με το «Λόγο» και ακριβής με το λόγο. Αυτό προσπάθησα και αυτό επιθυμώ να προσφέρω σε όποιον μπει σε αυτό το οδοιπορικό ακολουθώντας τους ήρωές μου.

Η εποχή που διανύουμε είναι αναμφισβήτητα αρκετά «σκοτεινή». Θα χαρακτηρίζατε τη λογοτεχνία ως μία καλή διέξοδο από την πραγματικότητα;

Δεν αναζήτησα σχεδόν ποτέ στη ζωή μου «διεξόδους» από την πραγματικότητα. Με απασχολούσε πάντα η κατανόηση ενός ζητήματος, τα δεδομένα του και η λύση. Όμως ναι, η λογοτεχνία μπορεί να δουλέψει επικουρικά, ώστε να τεθούν σε εγρήγορση αντανακλαστικά πολύτιμα που θα βοηθήσουν έναν άνθρωπο να τεθεί απέναντι στα ζητήματα της ζωής με ειλικρίνεια  και να επιχειρήσει να τα λύσει με κατά μέτωπο έφοδο.

Είναι εύκολη η έκδοση ενός μυθιστορήματος στις μέρες μας; Από την έμπνευση του μέχρι και την τοποθέτηση του στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Δεν υπάρχει τίποτα εύκολο στη διαδικασία συγγραφής και αναζήτησης εκδότη. Όλα είναι όμως εφικτά με πολλή και σκληρή δουλειά. Αν μιλήσω προσωπικά ίσως δεν καταφέρω να αποδώσω την πραγματικότητα. Είμαι τυχερός που είχα γρήγορα συμβόλαιο με τον σπουδαίο εκδοτικό οίκο ANUBIS που πρωτοπορεί στη νέα εποχή. Μπορώ να πω κατά τα λοιπά ότι διαπιστώνω κατακλυσμό νέων εκδόσεων και πλειάδα εκδοτικών οίκων. Ελπίζω αυτό να μη γίνεται εις βάρος της ποιότητας της λογοτεχνίας μας.

Ετοιμάζετε κάτι για το άμεσο μέλλον; Και αν ναι, θα είναι στο ίδιο ιστορικό ύφος με τους «Ιππότες του Ουρανού»;

Γράφω εδώ και αρκετό καιρό το νέο μου μυθιστόρημα το οποίο και θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου. Πρόκειται και πάλι για ένα ογκώδες ιστορικό μυθιστόρημα. Για το θέμα του μπορώ να σας αποκαλύψω μόνο ότι θα αναφέρεται και πάλι στο Βυζάντιο…

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Το ιστορικό μυθιστόρημα του Χρόνη Μουστάκα «Οι Ιππότες του Ουρανού», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Anubis.

Περισσότερα από Βιβλία