Βίνσεντ Βαν Γκογκ: Η παρακαταθήκη του κορυφαίου ζωγράφου μέσα από τα σπουδαιότερα έργα του
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους όλων των εποχών, ο οποίος κατάφερε να κατακτήσει την αιωνιότητα μέσα από τα έργα του.
Στις 30 Μαρτίου του 1853, στην Ολλανδία γεννήθηκε ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους όλων των εποχών, ο οποίος κάποια χρόνια αργότερα θα επηρέαζε τις τέχνες όσο κανένας άλλος και θα άφηνε πίσω του έργα τεράστιας αξίας.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ μεγάλωσε σε μία οικογένεια με πατέρα προτεστάντη πάστορα, και έτσι αναγκαζόταν να μετακομίζει συχνά. Η έλλειψη μίας σταθερής βάσης «χάρισε» στον ζωγράφο τα πρώτα του μελαγχολικά επεισόδια λόγω της μοναξιάς που ένιωθε και του στέρησε μία ήρεμη ζωή, προετοιμάζοντάς τον βέβαια για το μέλλον του στον κόσμο της ζωγραφικής, το οποίο ήταν, όσο ζούσε, αρκετά ασταθές και σκοτεινό.
Στη μελαγχολία του ίσως και να συνέβαλε το ίδιο το όνομά του, καθώς ο ζωγράφος αναγκαζόταν από μικρή ηλικία να βλέπει πολύ συχνά το όνομα του στον τάφο του συνονόματου αδερφού του, ο οποίος είχε πεθάνει σε πολύ μικρή ηλικία και έτσι οι γονείς του Βαν Γκογκ επέλεξαν να δώσουν και στον δεύτερο γιο τους το ίδιο όνομα.
Μπορεί ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ να θεωρείται πλέον μία καλλιτεχνική ιδιοφυία, όμως οι σύγχρονοι του εκλάμβαναν την τέχνη του πολύ συντηρητικά και επιφυλακτικά. Στα μόλις 10 χρόνια καλλιτεχνικής καριέρας, ο ζωγράφος δημιούργησε 1800 έργα, όμως κατάφερε να δει ένα μόνο έργο του να αναγνωρίζεται όσο ήταν εν ζωή, όταν πούλησε τον πίνακά του «Κόκκινο Αμπέλι».
Δυστυχώς, η τότε αποτυχία άρχισε να ρουφά τη ζωή και τη λογική από μέσα του, κάθε μέρα και περισσότερο. Μέχρι το 1888, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ είχε καταφέρει να ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις και να γνωρίσει ζωγράφους όπως οι ιμπρεσιονιστές Τουλούζ Λωτρέκ και Πωλ Γκωγκέν, όμως και πάλι ένιωθε μία έντονη απογοήτευση.
Η επαφή του με εκπροσώπους του ιμπρεσιονισμού, τον έκανε να αγαπήσει αυτό το ρεύμα, το οποίο επηρέασε έντονα το έργο του. Παρόλα αυτά, ο ίδιος θεωρούσε πως ανήκει στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Πράγματι, το έργο του κατατάσσεται σε αυτή τη κατηγορία, όμως ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ κατάφερε να αφήσει το στίγμα του στο κίνημα του μετά-ιμπρεσιονισμού, καθώς η μοναδική του τεχνική και η αγάπη του για τη χρήση συμπληρωματικών και έντονων χρωμάτων, ξεχώριζε μέσα στο πλήθος των άλλων έργων του κινήματος.
Το 1889, μετά από 4 χρόνια ταξιδιών και δημιουργίας στο Βέλγιο και το Παρίσι, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ έφτασε μέχρι τη Νότια Γαλλία και εισάχθηκε στο άσυλο του Σεν-Ρεμί-ντε-Προβάνς. Εκεί, ήλπιζε πως θα καταφέρει να γιατρέψει τη ψυχική του υγεία με τις δημιουργίες του και έτσι αφιέρωνε τις μέρες του στη ζωγραφική. Ένας χρόνος πέρασε, και ο ζωγράφος έφυγε τελικά από το άσυλο, για να συνεχίσει τα «ερευνητικά» ταξίδια του.
Ο δρόμος του τον έβγαλε στη γαλλική κοινότητα Ωβέρ-συρ-Ουάζ και όλα έδειχναν πως ο ζωγράφος ήταν αρκετά καλύτερα, με τους πίνακές του να μοιάζουν πιο φωτεινοί και χαρούμενοι. Ωστόσο, δύο μήνες μετά, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1890 σε ηλικία 37 ετών.
Στις 29 Ιουλίου του 1890, ο σπουδαίος ζωγράφος που έβρισκε και αποτύπωνε την ομορφιά στα πάντα γύρω του, άφησε την τελευταία του πνοή, αλλά ταυτόχρονα και δεκάδες αριστουργήματα. Η αξία των έργων του δεν άργησε να αναγνωριστεί μετά τον θάνατό του και ο κόσμος αγάπησε τελικά τα ζωντανά και μοναδικά έργα του Ολλανδού ζωγράφου.
Από τη σπουδαία παρακαταθήκη του Βίνσεντ Βαν Γκογκ όμως, 8 αριστουργήματα του ξεχωρίζουν, για τη μοναδική τους θέση στην ιστορία της τέχνης.
Οι Πατατοφάγοι, 1885Ο συγκεκριμένος πίνακας, ο οποίος ανήκει στη μελαγχολική Ολλανδική φάση του ζωγράφου, πλέον θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς του. Όταν όμως ο ζωγράφος τον παρουσίασε στο Παρίσι με τη βοήθεια του αδερφού του και εμπόρου έργων τέχνης, Τέο, το θέμα του ήταν τόσο σκοτεινό και μελαγχολικό, που δεν ταίριαζε με την τότε ιμπρεσιονιστική αισθητική των καλλιτεχνικών κύκλων και έτσι απορρίφθηκε. Ο Βαν Γκογκ απογοητεύτηκε πολύ από την αποτυχία του πίνακά του, καθώς τόσο ο ίδιος, όσο και ο αδερφός και μεγαλύτερος υποστηρικτής του, πίστευαν πραγματικά πως θα εντυπωσίαζε το κοινό. Τελικά, είχαν και οι δύο δίκιο, καθώς «Οι Πατατοφάγοι» σήμερα θεωρούνται ένα από τα πιο ρεαλιστικά έργα του ζωγράφου και θαυμάζονται από χιλιάδες άτομα καθημερινά στο μουσείο Βαν Γκογκ, στο Άμστερνταμ.
Όσο ο ζωγράφος ζούσε στην Αρλ, τον απασχόλησε έντονα η απεικόνιση των ηλιοτρόπιων, τα οποία έγιναν το σήμα κατατεθέν του. Από το 1887 έως το 1888, οι πίνακές του αφορούσαν τα ηλιοτρόπια σε διάφορες φάσεις της «ζωής» τους. Το 1888, ο ζωγράφος φιλοτέχνησε τον συγκεκριμένο πίνακα με ηλιοτρόπια, ως δώρο καλωσορίσματος στον φίλο και «συνάδελφό» του, Πωλ Γκωγκέν, ο οποίος θα ζούσε μαζί του τελικά μόλις λίγους μήνες, πριν τσακωθούν και χωρίσουν για πάντα τους δρόμους τους. Σε αυτόν τον πίνακα, αλλά και γενικότερα στην περίοδο των ηλιοτρόπιών του, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ χρησιμοποίησε ζωντανά και αισιόδοξα χρώματα, τα οποία μετέφερε στον πίνακα με έντονες πινελιές. Δεν είναι λοιπόν περίεργο, που η περίοδος των ηλιοτρόπιων του θεωρείται η πιο αισιόδοξη, δείχνοντας μας πως ο σπουδαίος ζωγράφος πάλεψε για να νικήσει την κατάθλιψή του, και προσπαθούσε να βρει το χρώμα και την αισιοδοξία, ακόμα και όταν όλα γύρω του έμοιαζαν μαύρα και σκοτεινά. Σήμερα, ο πίνακας αυτός βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, σύμφωνα με την οποία, αποτελεί το πιο δημοφιλές έκθεμά της.
Ολοκληρώνοντας την φάση των Ηλιοτρόπιων του, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ανακάλυψε ένα καφέ στα στενά της Αρλ, το οποίο τον ενέπνευσε και πέρασε μέρες αποτυπώνοντας το στον καμβά του. Όπως είναι γνωστό, ο μετα-ιμπρεσιονιστής ζωγράφος έδωσε τη δική του διαφορετική πινελιά στο κίνημα, η οποία πινελιά φαίνεται χαρακτηριστικά σε αυτόν τον πίνακα. Ο ζωγράφος έστηνε με τις ώρες το καβαλέτο του έξω από το καφέ και δεν ζωγράφιζε απλά αυτό που έβλεπε, αλλά έβγαζε τη ψυχή και τα συναισθήματά του στον καμβά. Ακόμα και αν ο Bαν Γκογκ δεν υπέγραψε ποτέ τον πίνακά του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η προέλευσή του, καθώς ο ζωγράφος τον αναφέρει πολλές φορές στην αλληλογραφία του. Το καφέ, σήμερα έχει πάρει το όνομα του ζωγράφου και αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά αξιοθέατα της Αρλ, ενώ ο πίνακας φυλάσσεται στο μουσείο Kröller-Müller της Ολλανδίας.
Λίγους μήνες πριν μπει στο ψυχιατρικό άσυλο της Προβηγκίας, ο Βίνσεντ Bαν Γκογκ ζούσε μαζί με τον Πωλ Γκωγκέν στην Αρλ. Εκεί, οι δύο καλλιτέχνες είχαν βρει τον προσωπικό του παράδεισο και περνούσαν τις μέρες τους θαυμάζοντας την ομορφιά της περιοχής και ζωγραφίζοντας. Όλα έβαιναν καλώς, μέχρι που στα τέλη του 1888, ο Γκωγκέν, μη αντέχοντας άλλο τη ψυχωτική συμπεριφορά του ζωγράφου, θέλησε να φύγει από την Αρλ. Ο βαν Γκογκ, σε μία απελπισμένη κίνηση για να μη χάσει τον φίλο του και ξανά γεμίσει η ζωή του μοναξιά, τον απείλησε με μαχαίρι. Ο Γκωγκέν τελικά έφυγε και δεν ξανά κοίταξε ποτέ πίσω του, ενώ ο Βίνσεντ, νιώθοντας τύψεις για την άσχημη πράξη του, αυτοτιμωρήθηκε κόβοντας τον λοβό του αυτιού του. Μόλις γύρισε στο σπίτι του μετά από τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, βρέθηκε μόνος του και γεμάτος θλίψη και άρχισε να φιλοτεχνεί τη χαρακτηριστική αυτοπροσωπογραφία του, την οποία ολοκλήρωσε τον Ιανουάριο του 1889.
Η Έναστρη Νύχτα είναι ένας από τους πιο γνωστούς πίνακες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε αυτόν τον εμβληματικό πίνακα όσο ήταν στο ψυχιατρικό άσυλο του Σεν-Ρεμί-ντε-Προβένς. Αν και οι συνθήκες εκεί ήταν περίεργες, ο ζωγράφος είχε περισσότερες ελευθερίες από τους υπόλοιπους ασθενείς, και έτσι μπορούσε να περνάει χρόνο στους όμορφους κήπους, ενώ είχε το δικό του στούντιο μέσα στο άσυλο! Ο ζωγράφος ήλπιζε πως η ζωγραφική θα γινόταν το “φάρμακο” που θα έσωζε το μυαλό του, για αυτό και επιδόθηκε σε έναν ξέφρενο «χορό» δημιουργίας εκείνη την περίοδο. Μετά από μία έντονη ψυχική κατάρρευση, ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ξεκίνησε να φιλοτεχνεί τον συγκεκριμένο πίνακα, ο οποίος με τους στροβιλισμούς του εκφράζει την σκοτεινή περίοδο του καλλιτέχνη αλλά και το φως μέσα του, το οποίο πάλευε να αναδυθεί ξανά στην επιφάνεια. Ο χαρακτηριστικός αυτός πίνακας βρίσκεται κρεμασμένος στους τοίχους του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ίριδες, 1889Όπως τα ηλιοτρόπια, έτσι και οι ίριδες, ήταν μία θεματική που ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ αγάπησε και αποτύπωσε πολλές φορές στο έργο του. Το πανέμορφο αυτό μωβ λουλούδι, «έκλεψε» την καρδιά του ζωγράφου, ο οποίος έψαχνε να «κρατηθεί» από την ομορφιά της φύσης σε μία αρκετά δύσκολη μάχη με την κατάθλιψη. Τον συγκεκριμένο πίνακα, ο ζωγράφος τον ξεκίνησε λίγους μήνες πριν φύγει από το άσυλο, και από τα πλούσια χρώματα και τα γεμάτα ζωή λουλούδια που έχει σχεδιάσει, φαίνεται πως ο ζωγράφος βρισκόταν σε μία καλύτερη φάση, πριν ξανά βυθιστεί στο σκοτάδι του. Οι «Ίριδες» βρίσκονται από το 1990 στο Μουσείο J. Paul Getty στο Λος Άντζελες και είναι ένα από τα 30 πιο ακριβά έργα τέχνης που πουλήθηκαν ποτέ.
Δρόμος με Κυπαρίσσι και Αστέρι, 1890Ο πίνακας «Δρόμος με Κυπαρίσσι και Αστέρι», που είναι γνωστός και με το όνομα «Επαρχιακός Δρόμος στην Προβηγκία τη Νύχτα», είναι ο τελευταίος πίνακας που ολοκλήρωσε στο άσυλο του Σεν-Ρεμί ο Βαν Γκογκ, τον Μάιο του 1890. Δεν πρόκειται για ένα πραγματικό τοπίο, αλλά για ένα δημιούργημα της φαντασίας του, το οποίο μεταφράζεται ως την αποτύπωση των εντυπώσεων του ζωγράφου από τη παραμονή του στο άσυλο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον καλλιτέχνη, ο πίνακάς του δείχνει έναν νυχτερινό ουρανό με φεγγάρι, το οποίο όμως δεν φέγγει ζωηρά. Το κυπαρίσσι, βρίσκεται στη μέση του πίνακα, χωρίζοντας τον σε δύο «στρατόπεδα», ενώ λειτουργώντας ως «οβελίσκος του θανάτου», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος ο ζωγράφος, εκφράζει την αίσθηση του ότι θα πέθαινε σύντομα. Τα δύο ζευγάρια που πρωταγωνιστούν στον πίνακα, τονίζουν την έντονη αίσθηση μοναξιάς του Βαν Γκογκ και την ανάγκη του για συντροφικότητα. Ο πίνακας φυλάσσεται στο μουσείο Kröller-Müller της Ολλανδίας.
Σιταροχώραφο με Κοράκια, 1890Τον τελευταίο μήνα της ζωής του, ο Βαν Γκογκ τον πέρασε αποτυπώνοντας τα χωράφια με σιτάρι που έβλεπε άφθονα στην τελευταία του κατοικία, το Ωβέρ-συρ-Ουάζ. Το «Σιταροχώραφο με Κοράκια», είναι το τελευταίο έργο που φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και σίγουρα ένα από τα πιο δραματικά του. Τα κοράκια μπορούν να ερμηνευτούν ως σύμβολα θανάτου αλλά και ελευθερίας. Ελευθερίας από μία βασανιστική ζωή που δεν άξιζε στον ζωγράφο. Ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζει τον τελευταίο του πίνακα με έντονες και βιαστικές πινελιές, μιας και ήξερε πως ο χρόνος του στη γη θα τελειώσει σύντομα. Στο σύνολό του, ο πίνακας μεταφέρει αισθήματα μοναξιάς, θλίψης, αδιέξοδου και ταραχής, όσα δηλαδή ένιωθε ο καλλιτέχνης πριν οδηγηθεί στην αυτοκτονία. Για πολλούς, αυτός ο δυναμικός και αρκετά αμφιλεγόμενος πίνακας του ζωγράφου, αποτελεί το «σημείωμα αυτοκτονίας» του, καθώς 17 μέρες μετά την ολοκλήρωσή του, ο Βαν Γκογκ βρέθηκε με μία σφαίρα καρφωμένη στο στήθος του, σε αυτό το χωράφι. Ο τελευταίος πίνακας του σπουδαίου ζωγράφου βρίσκεται στο Μουσείο Βαν Γκογκ, στο Άμστερνταμ.