Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: Οι σημαντικοί κινηματογραφικοί σταθμοί ενός πρωτοποριακού σκηνοθέτη
Σαν σήμερα στις 30 Ιουλίου, το 2007, έφυγε από τη ζωή ο εμβληματικός Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και εμείς αναλύουμε τις σημαντικότερες περιόδους της φιλμογραφίας του μέσα από πέντε ενδεικτικές ταινίες.
Σαν σήμερα 30 Ιουλίου, το 2007, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ένας εμβληματικός κινηματογραφιστής ο οποίος διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του μεταπολεμικού κινηματογράφου.
Γεννημένος στην Ουψάλα της Σουηδίας, στις 14 Ιουλίου 1918, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν μεγάλωσε σε ένα αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον (γιος λουθηρανού πάστορα), από το οποίο όμως δεν εξέλειπαν τα ερεθίσματα όσον αφορά τη μουσική και το θέατρο. Κατά τη διάρκεια της φοίτησης του στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, όπου σπούδασε λογοτεχνία και ιστορία της τέχνης, ήρθε σε επαφή με ερασιτεχνικούς θιάσους. Την περίοδο εκείνη ανέβασε διάφορους συγγραφείς, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους Σαίξπηρ και Στρίντμπεργκ (με τον τελευταίο να ασκεί τεράστια επιρροή και στο κινηματογραφικό έργο του Μπέργκμαν), ενώ στη συνέχεια ανέβασε και δικά του έργα (από το 1940 και έπειτα είχε επιδοθεί στο συστηματικό γράψιμο θεατρικών έργων και νουβέλων).
Η φήμη του εδραιώθηκε γρήγορα, φέρνοντας τον σε επαφή το 1944 με διάφορους κινηματογραφικούς κύκλους. Το 1946 θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, με τίτλο «Κρίση». Από τότε έως το 1983, γυρίζει αδιάλειπτα σχεδόν μια ταινία το χρόνο, ενώ παράλληλα επεκτείνει τη θεατρική του δραστηριότητα στην όπερα και το ραδιόφωνο. Το έργο αυτού του πρωτοπόρου και ακούραστου καλλιτέχνη τεράστιο, έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες από εβδομήντα ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Την πρώιμη περίοδο της δημιουργίας του ήταν επηρεασμένος από τον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Το έργο του αντανακλούσε την κρίση και τους προβληματισμούς της μεταπολεμικής δυτικής κοινωνίας σε ζητήματα όπως το πεπρωμένο, το νόημα της ύπαρξης, η ύπαρξη ή μη του θεού, η αυτοκτονία, οι εκτρώσεις, το νόημα της τέχνης κ.α. («Το Λιμάνι» 1948, «Η Φυλακή» 1949 κ.α.).
«Το Λιμάνι»: Επηρεασμένη από τις ταινίες του Ρομπέρτο Ροσελίνι, η ταινία αφηγείται την αβέβαιη σχέση μεταξύ ενός καλόβολου ναυτικού και μιας νεαρής γυναίκας με αυτοκτονικές τάσεις και ένα δύσκολο παρελθόν. Σε αυτό το νατουραλιστικό φιλμ ο σκηνοθέτης καταφέρνει να συλλάβει την ατμόσφαιρα των βρώμικών αποβάθρων του Γκέτεμποργκ και να θίξει ακανθώδη για την εποχή ζητήματα όπως το προγαμιαίο σεξ και η έκτρωση, μέσα από ήρωες – απόκληρους που έρχονται αντιμέτωποι με τα αδιέξοδα της ζωής.
Την αμέσως επόμενη περίοδο, επηρεασμένη από την αυστηρή θρησκευτική ανατροφή και φιλοσοφική του παιδεία, εντείνονται οι ηθικές και μεταφυσικές – θεολογικές του αναζητήσεις, με τους ήρωες να βασανίζονται από έντονες εσωτερικές αμφιβολίες και συγκρούσεις, οι οποίες οδηγούν σε μια πνευματική δυσφορία. Παράλληλα, παρουσιάζεται η άποψη ότι η έλλειψη αγάπης είναι μια μορφή θανάτου. («7η Σφραγίδα» 1957, «Άγριες Φράουλες» 1957 κ.α.) .
«Άγριες Φράουλες»: Ένα ταξίδι του υπέργηρου καθηγητή Isak Borg μαζί με τη νύφη του, για να παραλάβει μια τιμητική διάκριση από το παλιό του πανεπιστήμιο, μετατρέπεται σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, αντιπαράθεσης με τα «φαντάσματα» του παρελθόντος και τα απωθημένα (τα λάθη της νεότητας, ένας αποτυχημένος γάμος), καθώς και συμφιλίωσης με τον επικείμενο θάνατο. Σε μια ταινία, με έντονη ονειρική και νοσταλγική διάθεση, που διαπραγματεύεται το ζήτημα του χρόνου, του παράδοξου του θανάτου, του κύκλου της ζωής, των γηρατειών και της οικογένειας.
«Καλοκαίρι με τη Μόνικα» (1952)Την ίδια περίοδο ο σκηνοθέτης παρουσιάζει μια σειρά δραμάτων με προβληματικές γύρω από την αστάθεια της εφηβείας και του πρώτου έρωτα, επικεντρωμένος στις ανθρώπινες σχέσεις, μέσα από τις ιστορίες νεαρών ζευγαριών με προβλήματα επικοινωνίας, οι οποίοι καταφεύγουν στη φύση και την τέχνη για αναζήτηση της ευτυχίας. Εδώ το σκανδιναβικό καλοκαίρι, το υγρό στοιχείο και η φύση κυριαρχούν.
Επιπλέον, αναδύεται πλέον στα έργα του το μοτίβο της έμφυλης σύγκρουσης, με σχεδόν θριαμβευτική επικράτηση των γυναικών. Ο Μπέργκμαν θεωρούμενος ως ο κατεξοχήν σκηνοθέτης των γυναικών, απέδωσε τον γυναικείο ψυχισμό με κατανόηση, ευαισθησία και ακρίβεια. («Καλοκαιρινά παιχνίδια» 1951, ««Καλοκαίρι με τη Μόνικα» 1952, «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» 1955 κ.α.)
«Καλοκαίρι με τη Μόνικα»: Δύο έφηβοι της εργατικής τάξης εγκαταλείπουν την πόλη και την «απειλή» της μελλοντικής ενηλικίωσης για να περάσουν ένα ρομαντικό καλοκαίρι στην παραλία. Η σκληρή πραγματικότητα όμως δεν θα αργήσει να τους τυλίξει στα δίχτυα της. Σε μια φρέσκια και αισθησιακή ταινία, ένας αρχικά ειδυλλιακός έρωτας οδηγείται στην καταστροφή, με την Μόνικα να αποφασίζει να ζήσει τη ζωή της και να εγκαταλείψει τον νεαρό άντρα της και το παιδί τους. Οι αφηγηματικοί κώδικες, πρωτοποριακοί, καταργούν την κινηματογραφική ψευδαίσθηση, προοικονομώντας τις ρηξικέλευθες τομές του κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960.
Την περίοδο της δεκαετίας του 1960 ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν φτάνει στο απόγειο της καριέρας του, όσον αφορά την αναγνώριση, με την «Τριλογία του Δωματίου» («Μέσα από τον Σπασμένο Καθρέφτη» 1961, «Χειμερινό Φως» 1962, «Η Σιωπή» 1963) και την «Τετραλογία του Φάρου» («Περσόνα» 1966, «Η Ώρα του Λύκου» 1968, «Η Ντροπή» 1968, «Ένα Πάθος» 1969). Η σκηνοθεσία περισσότερο λιτή, η δομή πιο ελεύθερη, σχεδόν ποιητική.
Εδώ ο προβληματισμός του παύει να είναι μεταφυσικός και αφορά την ανθρώπινη ψυχοπαθολογία. Ο σκηνοθέτης βυθίζεται πιο βαθιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και στην σκιαγράφηση των ανθρώπινων σχέσεων από την οπτική των γυναικών, παρουσιάζοντας τες ως γενεσιουργό δύναμη της ζωής και ταυτίζοντας τες με την ίδια τη φύση, υποβιβάζοντας, παράλληλα, τον ρόλο του άντρα. Ο θεός είναι απών ή νεκρός, η τέχνη δεν προσφέρει καμία παρηγοριά ή σωτηρία, οι καταπιεσμένοι ήρωες βρίσκονται σε σύγχυση, διακρίνονται για τις ναρκισσιστικές τους τάσεις και την αυτό-περιφρόνησή τους.
«Περσόνα»: Σε ένα απομονωμένο νησί η νοσοκόμα Alma φροντίζει την ηθοποιό Elisabeth Vogler, η οποία βυθίζεται στη σιωπή ανεξήγητα κατά τη διάρκεια μιας παράστασης. Η σχέση τους αναπτύσσεται σταδιακά, οδηγώντας σε έναν παράξενο συναισθηματικό δεσμό, ο οποίος με τη σειρά του οδηγεί σε μια ανταλλαγή προσωπικοτήτων και διάλυση της έννοιας ταυτότητας. Μια ταινία για την απατηλή φύση των πραγμάτων, η οποία αποδεικνύει την ικανότητα του σκηνοθέτη να δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς με τους ηθοποιούς του, αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες. Εδώ από τις υπέροχες Liv Ullmann και Bibi Andersson.
Από την δεκαετία του 1970 και έπειτα οι ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γίνονται όλο και περισσότερο απαισιόδοξες. Οι ανθρώπινες σχέσεις συνθλίβονται κάτω από το βάρος της αδυναμίας κατανόησης και επικοινωνίας. Η έλλειψη αγάπης δίνει χώρο στον δόλο, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της ουσιαστικής επαφής. Μοναδικό καταφύγιο οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων και η θαλπωρή της παιδικής αθωότητας. («Κραυγές καΙ Ψίθυροι» 1972, «Σκηνές από έναν Γάμο» 1973, «Φθινοπωρινή Σονάτα» 1978, «Φάννυ και Αλέξανδρος» 1982).
«Φάννυ και Αλέξανδρος»: Η συγκεκριμένη ήμι-αυτοβιογραφική ταινία (τα γεγονότα διαδραματίζονται έντεκα χρόνια πριν τη γέννηση του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν ) αποτελεί έναν φόρο τιμής στην παιδική ηλικία και τις αναμνήσεις του σκηνοθέτη, με φόντο τη γενέτειρά του Ουψάλα σε μια εποχή όπου η Ευρώπη δεν είχε γνωρίσει ακόμη τους συνταρακτικούς πολέμους του 20ου αιώνα. Νοσταλγικό, μελαγχολικό και συναισθηματικό το φιλμ μας παρουσιάζει τις όμορφες και τις άσχημες στιγμές μιας σουηδικής αστικής οικογένειας μέσα από τα μάτια του δεκάχρονου Αλέξανδρου. Αν και μεγαλωμένος μέσα σε ένα αυστηρό θρησκευτικό πλαίσιο, ωστόσο ο σκηνοθέτης παραδέχεται ότι έχει και ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην ίδια την ταινία.