Μπαραβέντο
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γκλάουμπερ Ρόχα κυκλοφορεί, για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες, από τη NEW STAR.
Σε ένα ψαροχώρι της Μπαΐα, στη Βραζιλία, οι κάτοικοι του οποίου είναι απόγονοι σκλάβων από την Αφρική, η λατρεία του μυστικισμού καλά κρατεί. Ο ερχομός του Φιρμίνο, που έφυγε πριν χρόνια στο Σαλβαδόρ δραπετεύοντας από τη φτώχεια, πολώνει τις εντάσεις. Ο Φιρμίνο αρνείται τη φαταλιστική αντιμετώπιση των συντοπιτών του, και τους προτρέπει να εξεγερθούν ενάντια στον ιδιοκτήτη των διχτυών που χρησιμοποιούν για το ψάρεμα.
Ο ίδιος ο Ρόχα λέει για την ταινία:«Πολλά στοιχεία της ταινίας είναι από τα πράγματα που με απασχολούν: η μυθική μοιρολατρία, η πολιτική αναταραχή και η σχέση μεταξύ ποίησης και λυρισμού, μια περίπλοκη σχέση μέσα σε έναν βάρβαρο κόσμο. Είναι ένα κινηματογραφικό δοκίμιο, μια εμπειρία μύησης».
Ο Ρόχα σ’ένα από τα γραπτά του μανιφέστα, προσδιόρισε την αισθητική του cinema novo ως «αισθητική της πείνας», λέγοντας πως «η πείνα δεν είναι σύμπτωμα της κοινωνικής φτώχειας, αλλά η ουσία της λατινοαμερικάνικης κοινωνίας», ενώ κάπου άλλου γράφει: «O κινηματογραφικός δημιουργός του Τρίτου Κόσμου, πρέπει να δίνει το προβάδισμα στη δράση και όχι στη σκέψη, ο δε κινηματογράφος του, οφείλει πρωτίστως να είναι όργανο εξέγερσης, δηλαδή ένας κινηματογράφος του ανταρτοπολέμου».
Αντίθετα από τον παραδοσιακό κινηματογράφο, ο οποίος ενθάρρυνε την αλλοτρίωση και έπαιζε ταινίες που απλώς διασκέδαζαν του θεατές, το cinema novo είδε τον εαυτό του, πάνω απ’όλα ως εργαλείο συνειδητοποίησης.
Παρουσίασε τη Βραζιλία σε όλες της τις μορφές: ρεαλιστικές, μυστικιστικές, αλληγορικές, μυθικές, ενσωματώνοντας τα πιο επαναστατικά στοιχεία του λαϊκού θεάτρου, της μουσικής και της ιστορίας της Βραζιλίας.
Αν και εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τους σκηνοθέτες ήταν τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας, εντούτοις δεν απουσίασε η έρευνα στον τομέα των μορφών, που έρχονταν σε ρήξη με τον κυρίαρχο κινηματογράφο.
Εκτός από την εμφανή επιρροή του ιταλικού νεορεαλισμού στο σώμα όλων των ταινιών του, το cinema novo διατρέχεται επίσης, από έναν λυρισμό που συναντάμε στο έργο του Αϊζενστάιν, από το μπαρόκ μερικών έργων του Όρσον Ουέλς και από τον αποστασιοποιημένο διδακτισμό του Μπρεχτ και του Γκοντάρ.
Αυτά τα στοιχεία συγχωνεύονται με τη βραζιλιάνικη κουλτούρα και το εθνικό φολκλόρ και καταλήγουν σε μια ιδιότυπη «αισθητική της βίας».