Το δείπνο μου με τον Αντρέ
Με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννηση του πολυβραβευμένου Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ, η Summer Classics σε συνεργασία με τη Gaumont επανακυκλοφορεί την κλασική ταινία “Το δείπνο μου με τον Αντρέ”
Φέτος το καλοκαίρι με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννηση του πολυβραβευμένου Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ (ένας από τους τέσσερις σκηνοθέτες που έχουν κερδίσει δύο φορές τον Χρυσό Λέοντα, ενώ προτάθηκε πολλές φορές για βραβεία Όσκαρ), η Summer Classics σε συνεργασία με τη Gaumont επανακυκλοφορεί ορισμένες από τις σημαντικότερες δημιουργίες του στα θερινά σινεμά: Μετά το εμβληματικό φιλμ νουάρ Ασανσέρ για Δολοφόνους (1958) και τη ρομαντική αστυνομική ταινία Atlantic City (1980), επανέρχεται στις οθόνες των θερινών σινεμά στις 18 Αυγούστου η σινεφίλ αποκάλυψη Το Δείπνο μου με τον Αντρέ, με ψηφιακά επεξεργασμένες κόπιες από την Summer Classics!
Ο χαρισματικός σκηνοθέτης του Γαλλικού Νέου Κύματος που έμοιαζε αποφασισμένος να δοκιμάζει κάτι νέο σε κάθε ταινία, με τη φιλοσοφική κωμωδία Το Δείπνο μου με τον Αντρέ κατάφερε να συγχωνεύσει επιτυχημένα τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά μέσα, σε μια ασυνήθιστη ταινία που αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από μια συζήτηση σε ένα τραπέζι ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες. Ο Μαλ κινηματογραφεί την κοσμοπολίτικη κουλτούρα της δεκαετίας του ’70 με μια λεπτή αποστασιοποίηση παρά τα κοντινά πλάνα, παραδίδοντας μια ταινία που προκάλεσε αίσθηση κατά την κυκλοφορία της και έγινε καλτ τα επόμενα χρόνια.
Η ταινία είναι το αποτέλεσμα της εμπνευσμένης συνεργασίας μεταξύ των ηθοποιών και συγγραφέων του σεναρίου, Γουάλας Σον και Αντρέ Γκρέγκορι, με τον σκηνοθέτη Λουί Μαλ. Επί αρκετές εβδομάδες, οι ηθοποιοί που δραστηριοποιούνταν στο θέατρο της Νέας Υόρκης την εποχή της ταινίας, κατέγραφαν τις συζητήσεις τους σχετικά με κάποια παράδοξα επεισόδια στη ζωή του Γκρέγκορι, και ο Μαλ δέχτηκε την πρόκληση να μετατρέψει τη συζήτηση δύο ανδρών κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε μια συναρπαστική κινηματογραφική εμπειρία. Τα γυρίσματα κράτησαν μόλις δύο εβδομάδες, σε ένα σκηνικό που σχεδιάστηκε για να μοιάζει με το Cafe des Artistes, ένα γνωστό εστιατόριο της Νέας Υόρκης.
Αυτό που κάνει το Το δείπνο μου με τον Αντρέ να απογειώνεται, είναι η γνωστή ιδιότητα του νου να φαντάζεται μια ιστορία την ώρα που την ακούει. Ο Αντρέ αποδεικνύεται ένας ικανότατος αφηγητής -όταν περιγράφει το πώς θάφτηκε ζωντανός στο πλαίσιο ενός θεατρικού εργαστηρίου ή το πώς χάθηκε στην Σαχάρα, είναι σαν να είμαστε εκεί. Η σαγήνη του ως αφηγητή εντείνεται από τα έντονα συναισθήματα που αναβλύζουν κάτω από την ήπια εκφορά του λόγου του.
Ειρωνικά και τρυφερά ταυτόχρονα, η ταινία παρουσιάζει τα αδιέξοδα των ηρώων με ειλικρίνεια και οξυδέρκεια (η φιλοσοφική αναζήτηση για ελευθερία και αυθορμητισμό στη ζωή του Γκρέγκορι έρχεται σε αντίστιξη με την αυτάρεσκη άνεση που του προσφέρει η οικονομική του ευχέρεια και ο πεζός πραγματισμός του Σον αντισταθμίζεται από την ικανότητά του πραγματικά να ακούει).
Η συζήτηση είναι μια τέχνη που χάνεται, την εποχή της ψηφιακής επανάστασης. Οι μακροσκελείς, πνευματικά διεγερτικές συζητήσεις είναι κάτι που σπάνια απολαμβάνουμε είτε στην πραγματικότητα είτε στον κινηματογράφο (όπως ίσως σε ταινίες του Τζάρμους ή του Λινκλέιτερ, που ακολούθησαν τα ίχνη του Μαλ). Όμως μια καλή συζήτηση για το νόημα της ζωής και για το πώς οι άνθρωποι επιλέγουν να τη ζήσουν, είναι ικανή να μας κάνει να δούμε τα πράγματα με νέο φως, όπως ο Γουόλι φεύγοντας από το εστιατόριο, με τη μουσική του Ερίκ Σατί να υπογραμμίζει αυτή την πολύτιμη εσωτερική αλλαγή.
Ο θεατρικός συγγραφέας Γουόλι και ο σκηνοθέτης Αντρέ συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια σε ένα γνωστό εστιατόριο της Νέα Υόρκης, και μοιράζονται τα νέα τους. Η συζήτηση που ακολουθεί παρασύρει τους θεατές σε έναν ασταμάτητο ποταμό ιδεών, σκέψεων, συναισθημάτων και φιλοσοφικών αναζητήσεων, χωρίς να καταλήγει σε εύκολα συμπεράσματα.