Μετά το φινάλε του πολυαγαπημένου Breaking Bad, που κατάφερε να μας δώσει ένα υπέροχο κλείσιμο σε μία τόσο πολύπλοκη ιστορία, δεν περίμενα ποτέ ότι θα είχα τα ίδια συναισθήματα για άλλο φινάλε, μέχρι το Better Call Saul.
Το Better Call Saul ξεκίνησε το 2015, μόλις δύο χρόνια μετά το τέλος του Breaking Bad και αποτελεί prequel, στην ιστορία και ταυτόχρονα sequel, καθώς διαπραγματεύεται τι έγινε πριν και μετά τα γεγονότα του Breaking Bad, έχοντας πλέον κύριο χαρακτήρα τον Saul Goodman, τον απατεώνα δικηγόρο που παίζει σημαντικό ρόλο στο Breaking Bad.
O Saul Goodman, ή αλλιώς Jimmy Mcgill είναι ένα δικηγόρος που έχει στήσει ολόκληρη την καριέρα του στο να ξελασπώνει κόσμο από τον νόμο. Όσο παρακολουθεί κανείς το Breaking Bad αναγνωρίζει την σημασία του χαρακτήρα, αλλά γνωρίζει ελάχιστα για τη ζωή του.
Με αφορμή ακριβώς αυτό, και το πόσο πολύ λατρεύτηκε ο χαρακτήρας από το κοινό, το Better Call Saul διαπραγματεύεται πώς ο Jimmy Mcgill, από δικηγόρος που δεν μπορούσε να βρει ούτε έναν πελάτη, από έναν άνθρωπο πάντα μπλεγμένο με τον νόμο, που πάντα έκανε απατεωνιές, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό, έγινε ο Saul Goodman, ή αλλιώς «It’s all good man», και να λυγίσει κάθε κανόνα, μόνο για το χρήμα.
Είναι μία σειρά, που εύκολα μας δείχνει πως το χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο, ενώ μας παρουσιάζει έναν Jimmy στο παρελθόν και μας δείχνει πως έφτασε να είναι το διάσημος δικηγόρος που βλέπεις σε όλα τα παγκάκια με το όνομα Saul Goodman, και ταυτόχρονα μας δείχνει ένα μέλλον μετά τα γεγονότα του Breaking Bad, στο οποίο έχει αλλάξει ταυτότητα και έχει χαμηλό προφίλ και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας υπεύθυνος σε ένα μαγαζί με ντόνατς, με το όνομα Gene Takavic.
Μετά από πάρα πολλές περιπέτειες, πολλές απατεωνιές και δολοπλοκίες, το φινάλε μάς βρίσκει να έχουμε πλέον δει τον Saul να έχει χάσει τα πάντα, με την Kim, τη γυναίκα του να έχει ζητήσει διαζύγιο, με το καρτέλ να έχει λύσει τις διαφορές του και πλέον να μην αποτελεί πρόβλημα, και ταυτόχρονα με έναν Gene Takavic να τρέχει από την αστυνομία καθώς η πραγματική του ταυτότητα ανακαλύφθηκε. Η αρχή του τελευταίου επεισοδίου, που έχει το απόλυτα ταιριαστό όνομα, Saul Gone, μας βρίσκει στο παρελθόν, όταν ένας μικρότερος Jimmy Mcgill, πρωτοξεκινούσε τα πάρε δώσε του με το καρτέλ. Εκεί είναι που γίνεται και για πρώτη φορά στο επεισόδιο μία σημαντική ερώτηση, όταν ο Jimmy και ο Mike πίνουν νερό στην έρημο εξουθενωμένοι. Και η ερώτηση είναι η εξής: «Εάν είχες μία χρονομηχανή, τι θα άλλαζες;».
Αυτή είναι μια καίρια ερώτηση που θα γίνει στο επεισόδιο 3 φορές. Πρώτη φορά ο Jimmy την κάνει στον Mike, ο οποίος επιλέγει την πρώτη φορά που σαν αστυνομικός δέχτηκε να πάρει λάδωμα, καθώς αυτό ακριβώς ήταν που οδήγησε τον θάνατο του γιου του (επίσης αστυνομικός). Όταν ο Mike τον ρωτάει πίσω, του απαντά αόριστα για περισσότερα χρήματα, χωρίς να δίνει μία πραγματική απάντηση.
Έτσι θα γίνει και τη δεύτερη φορά που θα γίνει αυτή η ερώτηση στο επεισόδιο, όταν θα την κάνει αυτή τη φορά στον Walter White (Bryan Cranston), πρωταγωνιστή στο Breaking Bad, που μαζί με τον Jesse Pinkman (Aaron Paul), έκαναν την εμφάνισή τους σε μερικά από τα επεισόδια της 6ης και τελευταίας σεζόν του Better Call Saul. Όταν του γίνεται αυτή η ερώτηση, ο Walter, την ημέρα που είχε χάσει ολόκληρη την οικογένειά του, ολόκληρη τη ζωή του όπως τη γνώριζε, αφού αναλύει πόσο απίθανο είναι το ταξίδι στο χρόνο, αποφασίζει για άλλη μία φορά πως αυτό που μετανιώνει περισσότερο από όλα είναι που έφυγε από την εταιρία που είχε φτιάξει με τους δύο φίλους του στο κολέγιο, μία εταιρία που ύστερα έβγαλε δισεκατομμύρια.
Και σε αυτή την περίπτωση ο ίδιος ο Saul απαντά κάτι αόριστο, όπως κάνει σε ολόκληρη την διάρκεια της σειράς, αποφεύγοντας όλες τις σημαντικές αποφάσεις και συζητήσεις. Όμως όταν αυτή η ερώτηση γίνεται μία τρίτη φορά, η σειρά μας ταξιδεύει σε ένα ακόμα πιο μακρινό παρελθόν, λίγες μέρες πριν τα γεγονότα του πρώτου επεισοδίου του Better Call Saul, όταν ο Jimmy είχε πάει στο σπίτι του αδερφού του, Chuck.
Εκεί είναι που γίνεται κατανοητό, πως αυτό που ο Jimmy μετανιώνει περισσότερο από όλα, είναι που δεν μπόρεσε ποτέ να φτιάξει την σχέση του με τον αδερφό του, καθώς εάν τα είχε καταφέρει να φτιάξει τη σχέση του με τον Chuck, τα αδέλφια θα ήταν πιο κοντά, και ο Chuck δεν θα προσπαθούσε να σαμποτάρει τον Jimmy -έτσι δε θα κατέφευγε στο να καταστρέψει την καριέρα του Chuck. Θα είχαν αποφευχθεί τόσα δεινά, πόνος και θάνατος.
Όταν η αστυνομία καταφέρνει, αρκετά εύκολα, να τον πιάσει, ο Saul Goodman βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, και με τις απατεωνιές του και τον υπέροχο τρόπο διαπραγμάτευσης, καταφέρνει να κατεβάσει την ποινή του από 190 χρόνια, σε μόλις 7μιση, στην πιο χαλαρή και καλοδιατηρημένη φυλακή της περιοχής.
Όταν όμως μαθαίνει πως η Kim, μετά από τόσα χρόνια σιωπής, αποφασίζει να κάνει μία δήλωση που την ενοχοποιεί, μπαίνοντας έτσι σε κίνδυνο να φυλακιστεί, ο πραγματικός του εαυτός, ο καλός και σωστός Jimmy, ο τρελά ερωτευμένος μαζί της, καταφέρνει να πάρει τα πρωτεία.
Την ημέρα της εκδίκασής του, σε μία από τις πιο ωραίες σκηνές δίκης που έχετε δει, εκπροσωπώντας τον εαυτό του, καταλήγει να μιλήσει από την καρδιά, και να πει για πρώτη φορά στη ζωή του ολόκληρη την αλήθεια. Μπροστά στην Kim και σε όλο το δικαστήριο, μιλά για το πόσο κακός άνθρωπος είχε γίνει, και για αυτά τα οποία μετανιώνει, δίνοντας μια μία καθηλωτική και συγκινητική σκηνή, και ταυτόχρονα ένα ταιριαστό τέλος για τον μεγαλύτερο απατεώνα.
O Jimmy τελικά παίρνει ποινή 86 χρόνων. Όμως, την τελευταία σκηνή, η Kim τον επισκέπτεται στη φυλακή, χαρίζοντας μας έναν υπέροχο παραλληλισμό με τις πρώτες σεζόν, όταν τα πράγματα ήταν πιο απλά. Τελειώνει με το Jimmy να κοιτά την Kim πίσω από τα σίδερα, κάνοντας της τον κλασσικό δικό τους αποχαιρετισμό.
Ένα αριστουργηματικό τέλος, για μία σειρά που ξεπέρασε όλες τις προσδοκίες, και από ένα απλό spin-off βασισμένο σε μία άλλη ιστορία κατέληξε να είναι ισάξιο με αυτή, και να κάνει πράγματα που κλασσικά tv dramas δεν έχουν καταφέρει. Και να θυμάστε «It’s all good man».