Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, είδαμε σειρές, διαβάσαμε βιβλία, ταξιδέψαμε και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Little Big House: Ένα πραγματικό κουκλόσπιτο στην Άνω ΠόληΣτην τελευταία επίσκεψη μου στην Θεσσαλονίκη,πριν από λίγες ημέρες, περπατώντας στη γραφική γειτονιά της Άνω Πόλης, ανακάλυψα το Little Big House, ένα ήσυχο μαγαζάκι με ταράτσα και υπαίθρια τραπεζάκια που από μακριά μοιάζει με κουκλόσπιτο. Ανηφορίζοντας λοιπόν τα όμορφα στενά της Παλιάς Πόλης της Θεσσαλονίκης, προσπερνώντας τα ταβερνάκια και τα κουτούκια και χαζεύοντας τους όμορφα ζωγραφισμένους και «χαραγμένους» με στιχάκια τοίχους, θα συναντήσετε το δημοφιλές -πολύχρωμο- καφέ, του οποίου στοιχείο αναφοράς είναι η φιλική και άνετη ατμόσφαιρα για την οποία φροντίζουν ανελλιπώς οι ιδιοκτήτριες και το πρόσχαρο προσωπικό του. Μόλις περάσετε την όμορφη είσοδο του Little Big House, μπορείς να ανεβείτε στην ταράτσα ή να κάτσετε στα υπαίθρια τραπέζια με το σκέπαστρο είτε στον εσωτερικό χώρο, ο όποιος είναι ιδανικός και για τον χειμώνα με τις θερμάστρες και τις κουβέρτες που προσφέρει για το κρύο. Όποιο μέρος κι αν επιλέξετε πάντως, θα σας περιτριγυρίζουν όμορφες και ήσυχες γατούλες που φροντίζει το μαγαζί κάθε εποχή – εάν είστε φιλόζωοι τότε το Little Big House είναι ο ιδανικός προορισμός για εσάς. Εκτός από το cozy κλίμα που επικρατεί, το καλοσυνάτο προσωπικό και την όμορφη διάθεση, ένας ακόμη σημαντικός λόγος για να επισκεφτείτε το συγκεκριμένο café είναι το brunch του. Έχοντας δοκιμάσει brunch σε πολλά διαφορετικά μέρη, ομολογώ πως το Little Big House προσφέρει -αν όχι το καλύτερο- ένα από τα πιο νόστιμα και φρέσκα πρωινά. Όταν παρήγγειλα ένα απλό σάντουιτς, δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να σερβιριστώ ένα καλαθάκι με φρέσκια σαλάτα ελληνική, φρέσκο φρυγανισμένο ψωμί και ένα από τα πιο νόστιμα σάντουιτς που έχω δοκιμάσει -όσο απλό κι αν ακούγεται. Πέρα από το αλμυρό μενού του μαγαζιού και την τάρτα μανιταριών που επίσης αξίζει να δοκιμάσετε, δεν νοείται να επισκεφτείτε το Little Big House και να μην γευτείτε τα σπιτικά, ολόφρεσκα γλυκά του. Συστήνω ανεπιφύλακτα το Lotus Biscoff Cheesecake -ένα από τα πιο δημοφιλή γλυκά του- και το Lemon Vegan muffin με αμυγδαλοβούτυρο και παπαρουνόσπορο. Θα το βρειτε στην οδό Ανδοκίδου και αριθμό 24 από τις 9:00 το πρωί έως αργά το βράδυ.
Ναταλία Βουρλιωτάκη
Αυτό που κάνει το Κουκάκι τόσο υπέροχο (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια) είναι το ότι ποτέ δεν ξέρεις τι καινούριο θα ανακαλύψεις σε κάθε σου βόλτα. Άλλες φορές θα είναι ένα βιβλιοπωλείο που δεν είχες προσέξει ποτέ, άλλες φορές ένα από τα πολλά καταστήματα που δεν έχεις προλάβει να επισκεφτείς και άλλες φορές κάτι εντελώς ξεχωριστό, όπως είναι το Πλάι. Ένα υβρίδιο παραδοσιακού καφενέ – σύγχρονου μπαρ (να ένας δύσκολος συνδυασμός), το Πλάι θα σε εκπλήξει από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή. Περνώντας από τη Ζαν Μωρεά αν προσέξεις μόνο τα εξωτερικά τραπεζάκια εύκολα μπορείς να το μπερδέψεις με ένα πράγματι παραδοσιακό καφενείο. Το γεγονός ότι είναι γεμάτο νέους (Αθηναίους και τουρίστες) ίσως σε προϊδεάσει ότι αυτό δεν είναι ένα απλό καφενείο, ενώ με μία ματιά στο μενού τους θα επιβεβαιωθούν οι υποψίες σου. Παρ’ όλο που κινείται στη λογική των μεζέδων (όπως κάθε καφενείο εξάλλου), οι μεζέδες που σερβίρει είναι αρκετά ξεχωριστοί. Εμείς δοκιμάσαμε την πίτα με πιπεριές, μανιτάρια και ελιές και παρ’ όλη τη λιτότητα του πιάτου, μείναμε εντυπωσιασμένοι. Γενικότερα, όπως στο “αδερφάκι” του, το Morning Bar, έτσι και εδώ υπάρχει η νοοτροπία του less is more: Ο κατάλογος είναι μόλις δύο σελίδες, που περιλαμβάνουν δύο μπίρες, λίγα κρασιά, ένα (πολύ ιδιαίτερο) μη αλκοολούχο ιταλικό cocktail (μας άρεσε πολύ), καθώς και λίγους μεζέδες, όπως τυρί με φρούτα εποχής, τυλιχτό ψάρι με φινόκιο και μαγιονέζα, τοστ με σπιτικό πατατόψωμο και άλλα παρόμοια σνακ. Όταν βρεθείτε ξανά από το Κουκάκι, ξέρετε από που να περάσετε…
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
«Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια», ένα βιβλίο της Μαντώ Μάκκα, το οποίο κατά την ολοκλήρωση της ανάγνωσής του μου άφησε μια γεύση λεμονιού. Οι ιστορίες που στηρίζουν αυτό το βιβλίο, άλλοτε μου άφηναν μια πικρή γεύση και άλλοτε μια γλυκιά. Πρόκειται για ιστορίες στις οποίες οι ήρωες προσπαθούσαν να αλλάξουν τα δεδομένα της ζωής τους, όταν αυτή τους έστελνε…λεμόνια, δηλαδή εμπόδια και δυσκολίες. Αυτό που με κέρδισε σε αυτό το βιβλίο, ήταν η έκταση των ιστοριών. Πρόκειται για μικρού μήκους διηγήματα, τα οποία δεν κουράζουν και δεν έχουν καμία δόση υπερβολής. Μέσα σε αυτές περιγράφονται καταστάσεις που συμβαίνουν στον κόσμο γύρω μας, που μπορεί να έχουμε βιώσει όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας και μέσω αυτών δίνεται η δύναμη στον αναγνώστη να σκεφτεί και ο ίδιος τι θα κάνει με αυτά τα λεμόνια. Μάλιστα τα αποφθέγματα, που υπάρχουν στο τέλος κάθε ιστορίας, δίνουν το κάτι διαφορετικό, το οποίο αναζητάω σε όλα τα βιβλία που επιλέγω να διαβάσω. Το ηθικό δίδαγμα που προκύπτει στο τέλος, με προβλημάτισε, σκεπτόμενη πόσες δυσκολίες μπορεί να έχει να αντιμετωπίσει κάθε άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του, τις οποίες κανείς δεν γνωρίζει. Σίγουρα αποτελεί ένα βιβλίο που θα το ξαναδιάβαζα, ειδικά όταν η ζωή στέλνει και σε εμένα λεμόνια…
Κατερίνα Τσιακαράκη
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου (στο σενάριο) και ο Θοδωρής Αθερίδης (στη σκηνοθεσία), φέτος το καλοκαίρι φαίνεται πως έβαλαν ένα στοίχημα αρκετά ριψοκίνδυνο. Να υπενθυμίσουν την επιθεώρηση στο ελληνικό κοινό. Σε γενικές γραμμές, αυτό το στοίχημα βγήκε τελικά κερδισμένο και το αποτέλεσμά του είναι η ανάλαφρη, αρκετά αστεία και σίγουρα διασκεδαστική επιθεώρηση «Τί ζούμε ρε;», η οποία κατακεραυνώνει όλη την παράνοια που ζούμε τα τελευταία χρόνια. Και λέω σε γενικές γραμμές, καθώς σε μία μουσικοθεατρική παράσταση 3 ωρών, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να είναι όλα τα νούμερα άρτια. Προσωπικά, απόλαυσα πολύ την εκπληκτική Παρθένα Χοροζίδου, τον γλυκύτατο Πάνο Μουζουράκη, τον μπούμερ φιλόλογο Κρατερό Κατσούλη, τον απίστευτο Αντώνη Λουδάρο και την «Κύπρια» Δήμητρα Παπαδοπούλου, και αυτοί είναι οι λόγοι που κρατάω στα θετικά της εβδομάδας μου την επιθεώρηση. Όμως δυστυχώς, το νούμερο του Θοδωρή Αθερίδη και της παρέας του στο τέλος της επιθεώρησης με απογοήτευσε αρκετά, και από ό,τι είδα άφησε σε αρκετούς ένα παγωμένο χαμόγελο. Το κείμενο αυτό πραγματεύεται το political correctness, αλλά με αρκετά «κάφρικο» και κάπως άστοχο τρόπο, ο οποίος στα δικά μου μάτια δεν αρμόζει στην όλη προσπάθεια που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ώστε να μειωθούν τα ρατσιστικά και παρενοχλητικά επεισόδια και να αναδειχθεί το κίνημα #metoo. Τουλάχιστον, στο σύνολό της η επιθεώρηση «Τί ζούμε ρε;», με τη μουσική της Μαρίνας Ρίζου και τις χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, είναι αρκετά διασκεδαστική και σε συνδυασμό με το φιλόξενο και άκρως καλοκαιρινό χώρο του Θεάτρου Άλσος, προσφέρει μία ανάλαφρη και όμορφη απόδραση από τα… τσιμέντα της Αθήνας που τον Αύγουστο γίνονται λιγάκι πιο ανυπόφορα.
Ειρήνη Μωραΐτη
Το Fleabag, η σειρά της κωμικού Phoebe Waller-Bridge, είναι ό,τι καλύτερο έχω δει τον τελευταίο καιρό. Μία ιστορία για μία γυναίκα και τα προβλήματά της στη ζωή, που καταφέρνει να είναι τόσο αστεία και relatable, ενώ ταυτόχρονα διαχειρίζεται δύσκολα θέματα, όπως η αυτοκτονία και η κατάθλιψη. Η πρώτη σεζόν μιλά απλά για τη ζωή της πρωταγωνίστριας – που εμείς την γνωρίζουμε ως Fleabag – και το πώς διαχειρίζεται τη ζωή αφού η καλύτερή της φίλη αυτοκτόνησε. Η Fleabag δεν έχει κανένα φίλτρο καθώς περιηγείται στη ζωή και τον έρωτα στο Λονδίνο, ενώ προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια τραγωδία. Η θυμωμένη και γεμάτη θλίψη γυναίκα προσπαθεί να γιατρευτεί, ενώ απορρίπτει όποιον προσπαθεί να τη βοηθήσει, αλλά συνεχίζει να διατηρεί τη…μαγκιά της μέσα σε όλα αυτά. Μία απόλυτα διασκεδαστική σειρά, που στη δεύτερη σεζόν κατάφερε να γίνει και viral, καθώς πραγματεύεται τον ανεκπλήρωτο έρωτα της πρωταγωνίστριας με έναν καθολικό παπά (που είναι πολύ κουλ και όμορφος για να είναι παπάς). Χωρίς να θέλω να κάνω κανένα άλλο spoiler, είμαι σίγουρη πως όλοι θα την απολαύσετε αν τη δείτε!
Νάνσυ Δεληγιώργη
Βρισκόμενη στα μαγευτικά και πάντοτε βροχερά Ιωάννινα -τονίζω το βροχερά- η τύχη μού χαμογέλασε και μπόρεσα να δω την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Cezaris Graužinis. Δεν κατάφερα να την παρακολουθήσω στην Επίδαυρο και ομολογουμένως μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήξερα αν τελικά θα τα καταφέρω. Είχα καιρό πριν το εισιτήριό μου αλλά, όπως ήδη ανέφερα, βροχή και Γιάννενα είναι δύο λέξεις συνώνυμες. Τρεις ώρες πριν την παράσταση, άνοιξαν οι ουρανοί κι εγώ είχα χάσει πια κάθε ελπίδα. Με λίγα εναπομείναντα σύννεφα μια ώρα πριν, πληροφορούμαι πως η παράσταση δεν αναβλήθηκε! Κι έτσι έσπευσα για το Θέατρο ΕΗΜ- Φρόντζου. Περιττό να πω πως έπειτα από τόσα σκαμπανεβάσματα σε καιρό και διάθεση κι ως η μόνη της παρέας με κλεισμένο εισιτήριο, έμεινα τελικά μόνη και στο θέατρο! Και έτρεχα να είμαι στην ώρα μου, και περίμενα μισή ώρα να ανοίξουν τις πόρτες, και έφαγα και κάμποσο κρύο εκεί ψηλά. Αλλά άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία; Εύλογα θα ρωτήσει κάποιος.
Δεν είμαι σίγουρα η κατάλληλη να σχολιάσει μια αρχαία τραγωδία. Ως θεατής, ωστόσο, πήρα αυτό που περίμενα. Έλλη Τρίγγου ως Αντιγόνη, Βασίλης Μπισμπίκης ως Κρέων και Δανάη Μιχαλάκη ως Ισμήνη ενώ κορυφαίος του χορού ήταν ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Ταιριαστοί ρόλοι που μου χάρισαν πολλές στιγμές γεμάτες συναίσθημα. Αυτό που μου άφησε μια απορία και ένα «γιατί» ήταν όταν ο χορός χόρευε κάτι που παρέπεμπε σε ζεϊμπέκικο -προφανώς όχι με ανάλογη μουσική. Αντιλαμβάνομαι ότι και οι αρχαίες τραγωδίες εκμοντερνίζονται και οι δημιουργοί πολλές φορές τολμούν για χάρη της πρωτοτυπίας αλλά για μένα αρκεί κάθε τι να κρύβει ένα νόημα. Όπως και να έχει, το έργο του Σοφοκλή είναι ένα αριστούργημα που μιλά σε κάθε εποχή και δεν θα μπορούσα να φύγω δυσαρεστημένη. Το συμπέρασμά μου για αυτήν την εμπειρία, πάντως, δεν έχει να κάνει τόσο για το πόσο καλά αποδόθηκε το έργο ή όχι. Αφορά κυρίως το πόσα μπορούμε και θέλουμε να κάνουμε για την τέχνη, το πόσο αξίζει να τραβήξουμε μια μικρή ταλαιπωρία για να δούμε κάτι που δεν ξέρουμε καν αν θα μας αρέσει ή όχι! Κι όταν μπήκα στον χώρο του θεάτρου κι άκουσα τον θίασο απ’ τα καμαρίνια να κάνει ασκήσεις για ζέσταμα, αντιλήφθηκα πως άξιζε η ταλαιπωρία και με το παραπάνω.
Φωτεινή Νικολίτσα
Τον περασμένο Δεκέμβριο ο Πάολο Σορεντίνο, ο Ιταλός σκηνοθέτης που τις τελευταίες δύο δεκαετίες μάς έχει χαρίσει αριστουργηματικές ταινίες, κυκλοφόρησε τη (σχεδόν) αυτοβιογραφική ταινία με τίτλο «Χέρι του Θεού», θέλοντας από τη μία να αποτίνει φόρο τιμής στον Μαραντόνα και παράλληλα να μιλήσει για για ένα τραυματικό περιστατικό που βίωσε ο ίδιος και τον στιγμάτισε για πάντα. Μία ταινία με ένα σενάριο που την καθιστούσε πολύ φιλόδοξη και ήταν στη watch list μου πραγματικά από την ημέρα που κυκλοφόρησε. Μόλις τώρα, την τελευταία εβδομάδα του καλοκαιριού κατάφερα να τη δω, μιας και τα post summer blues έχουν ήδη αρχίσει να με χτυπάνε και μια καλή ταινία είναι πάντα μια καλή συντροφιά. Χωρίς να θέλω να κάνω spoil σε όποιο τυχόν και ακόμη δεν την έχει δει, θα πω πως η οικογενειακή τραγωδία που στιγμάτισε τον 16χρονο Σορεντίνο ήταν κάτι πραγματικά συγκλονιστικό και το γεγονός πως αυτή στάθηκε η αφορμή έτσι ώστε ο σκηνοθέτης να στραφεί στην τέχνη του κινηματογράφου – κάτι που γίνεται αντιληπτό και στην ταινία – είναι πραγματικά κάτι που δύσκολα σε αφήνει ασυγκίνητο. Την ίδια στιγμή, όμως, η ταινία, παρά τις κάποιες πραγματικά απολαυστικές σουρεαλιστικές σκηνές της οικογένειας του νεαρού πρωταγωνιστή, τα όμορφα κάδρα και την όλη μεταφορά της ατμόσφαιρας της Νάπολης του ’80, μου δημιούργησε μία αμηχανία – ειδικά από τη μέση και μετά – και καθώς κωμωδία και τραγωδία μπλέκουν συνεχώς μεταξύ τους. Αντιδημοφιλής άποψη; Ίσως. Πρόκειται για μια κακή ταινία; Σίγουρα όχι. Πάντως δεν είναι από εκείνες που θα έλεγα πως θα μου μείνουν για πάντα, με εξαίρεση τη δυνατή σκηνή που ο πρωταγωνιστής ενημερώνεται για το τραγικό αυτό περιστατικό που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή…
Ευδοκία Βαζούκη