Συν & Πλην: «Mήδεια» του Μποστ στο Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παπά
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Μήδεια» του Μποστ σε σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού που ανεβαίνει στο Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παπά.
Στην κόψη της νεοελληνικής, δημοτικής γλώσσας, της καθαρεύουσας και με λίγα δάνεια από την αρχαία ελληνική, ο δαιμόνιος Μποστ (στην κόψη τόσων τεχνών και ο ίδιος) κατασκευάζει μια ιδιότυπη γλώσσα που εγκιβωτίζεται στην εύηχη, λαλίστατη φόρμα του δεκαπεντασύλλαβου ιαμβικού στίχου σε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Είναι τόσο οργανική η λειτουργία της μποστικής διαλέκτου, εξίσου σημαντικής με το θέμα που παρωδεί: Τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Η βάρβαρη πριγκίπισσα από την Κολχίδα, πληγωμένη από τις αλλεπάλληλες απιστίες του Ιάσονα, διαδόχου του θρόνου της Ιωλκού, αποφασίζει να σκοτώσει τα παιδιά της για να τον εκδικηθεί. Βεβαίως, στην εκδοχή του Μποστ, το χέρι της Μήδειας δεν οπλίζει το ερωτικό πάθος – τουλάχιστον όχι μόνον αυτό. Η κόψη του τσεκουριού βρίσκει τον λαιμό των γιων της γιατί είναι άτιμοι και γιατί ‘ατιμάζονται’: Κλέβουν από την δημόσια υπηρεσία, τεμπελιάζουν και δεν διαβάζουν στο σχολείο, ερωτοτροπούν με μιαν ακόλαστη καλόγρια (που έχει βρει καταφύγιο στο παλάτι) και ενδίδουν, μολονότι ανήλικοι, στους σεξουαλικούς εκβιασμούς του Δία – ενδεδυμένος και αυτός σε μεγαλόσχημων ιερωμένο.
Είναι, από νωρίς σαφές, πως ο Ευριπίδης έχει φιλοδωρήσει τον Μποστ με την κεντρική ιδέα του έργου αλλά ο δεύτερος, παρωδική αδεία, ανατρέπει βασικά στοιχεία του: Αντικαθιστά πρόσωπα του δράματος με άλλα, εμφανίζει μέχρι και τον Ευριπίδη να συνομιλεί με την ηρωίδα του και να της ζητεί την άδεια να εκθέσει δημοσίως το δράμα της. Γιατί τα κάνει όλα αυτά; Η αναρχική σκέψη του Μποστ είναι στοχευμένη: Σατιρίζει διεισδυτικά, γελοιογραφεί και επιθεωρησιολογεί πάνω στα κακώς κείμενα των ημερών του (από το ΠΑΣΟΚ μέχρι την τέως βασιλεία), γελοιοποιεί τις παραδοσιακές ελληνικές παθογένειες (αμάθεια, αγραμματοσύνη, νεοπλουτισμός και καθωσπρεπισμός, διαφθορά και ρεμούλα). Γνήσιος απόγονος της αριστοφανικής παράδοσης, κατορθώνει να διαμορφώσει έναν ολότελα προσωπικό συγγραφικό χαρακτήρα που όμοιο του δεν συναντάμε αλλού στα ελληνικά γράμματα.
Το εντυπωσιακό είναι πως ο Μποστ βρίσκει – 30 χρόνια μετά την πρεμιέρα της «Μήδειας» – έναν άλλο, μεταγενέστερο του συγγραφέα που όχι μόνο μπορεί να παρακολουθήσει το λαγαρό του χιούμορ αλλά και να το εκσυγχρονίσει. Ο Γιάννης Καλαβριανός, για το ανέβασμα της «Μήδειας» στο Εθνικό Θέατρο, θέτει εαυτόν στην υπηρεσία του Μποστ και αγγίζει το πρωτότυπο, διατηρώντας τη δροσιά του.
Η παράστασηΩς μια τις πιο αποδοτικές κινήσεις του Εθνικού Θεάτρου να αναθεωρήσει το θερινό του ρεπερτόριο, αποδεικνύεται το ανέβασμα της «Μήδειας» του Μποστ. Η ανάθεση σκηνοθεσίας της παράστασης στον Γιάννη Καλαβριανό, με την οξεία συγγραφική ματιά, εγγυάται από την μια, την διαχείριση του κειμένου με γνώση και από την άλλη – κρίνοντας πια εκ του αποτελέσματος – την ελαφρά μετατόπιση σ’ ένα μποστικά παιγνιώδες, αλλά και επίκαιρο σήμερα.
Η φρεσκαρισμένη «Μήδεια» του Εθνικού, λοιπόν, είναι μια απολαυστική παράσταση, μια κωμωδία υψηλής αισθητικής στην οποία συνεπικουρούν όλες οι παράμετροι κατασκευής της: Οι ηθοποιοί, ο Χορός και η καθοδήγησή τους, η ευφυώς κεφάτη μουσική σύνθεση, το αισθητικό πλαίσιο που αποτίνει δημιουργικά φόρο τιμής στον συγγραφέα. Μια παράσταση που αναγνωρίζει το πνευματικό ύψος Μποστ και,μέσα από αυτό, προτείνει το πως αξίζει να ανεβαίνει μια κωμωδία σήμερα.
Τα Συν (+) Οι ερμηνείεςΟμολογουμένως ο θίασος της «Μήδειας» μπαίνει σε τροχιά χάρη στην… Μήδεια του. Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, μια κωμικός μεγάλου βεληνεκούς, δίνει μια ακόμα σπαρταριστή ερμηνεία (δεν ξεχνάμε την πρόσφατη παρουσία της στην «Κυρία του Μαξίμ» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου), ανατέμνοντας τον μποστικό λόγο με το μπρίο και την, εντελώς προσωπική, ετοιμότητα της στο είδος. Ένα μεγάλο μερίδιο επιτυχίας της παράστασης, της ανήκει.
Πλαισιώνεται, φυσικά, από θαυμάσιους κωμικούς: Τον Γιώργο Γλάστρα (δώστε προσοχή και μόνο το περπάτημα του που τον κάνει να μοιάζει με αερικό) που επιβεβαιώνει πόσο του πάει η κωμωδία στο ρόλο της Τροφού, την Σύρμω Κεκέ που, με απνευστί ερμηνευτικό οίστρο, σκαρώνει μια εκπληκτική σέξι καλόγρια, τον Στέλιο Ιακωβίδη ως Ευριπίδη που γεμίζει ενέργεια την παράσταση κατά την στιχομυθία του με τη Μήδεια (ένας ρόλος που διακωμωδεί και τα σύγχρονα αιτήματα του θεάτρου).
Δίπλα τους παρότι σε μικρότερους (και κυρίως αναθεωρημένους, από το πρωτότυπο) ρόλους ο Θανάσης Δήμου και η Άνδρη Θεοδότου κάνουν διακριτό το κωμικό τους ήθος ενώ εξίσου κεφάτος εμφανίζεται και ο Σταύρος Σβήγκος στο ρόλο του Ιάσονα. Καθαρή μποστική παρουσία η Φανή Παναγιωτίδου στο ρόλο της «Μαμάς Ελλάδας» ενώ ενταγμένοι σωστά στο σχήμα και οι νεότεροι Γιώργος Σαββίδης και Θανάσης Ισιδώρου.
Ευτύχημα για την παράσταση είναι και ο δεκαμελής γυναικείος Χορός (Μαρία Κοσκινά, Ειρήνη Μακρή, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Νιόβη Χαραλάμπους, Μαρία Κωνσταντά, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Μαριάμ Ρουχάτζε και Θεοδοσία Σαββάκη) που εκτελεί με ακρίβεια και χάρη τα αυξημένα καθήκοντα του: Τραγουδά άψογα εν Χορώ (στην πολύτιμη διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου), χορεύει με κέφι (υπό τις οδηγίες της Μαριάννας Καβαλλιεράτου) και εργάζεται ακούραστα για την διατήρηση ενός καλού ρυθμού που είναι τόσο κρίσιμο αγαθό στην κωμωδία.
Με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα πρωτότυπα Χορικά που έχει υπογράψει, ο Γιάννης Καλαβριανός συντονίζεται ιδανικά με το πνεύμα του Μποστ, οικειοποιείται την παιγνιώδη και σατιρική διάθεση του και με αυτές τις αξίες διατρέχει το έργο. Θα έλεγε κανείς, πως η σκηνοθεσία του Καλαβριανού αρχίζει από την υποδειγματική ανάγνωση και τελικώς ανανέωση του κειμένου. Πάντα με την συνεργασία της Έρις Κύργια.
Ένα ακόμα διαμαντάκι στη συλλογή των μουσικών συνθέσεων για το θέατρο παραδίδει ο Θοδωρής Οικονόμου στη «Μήδεια». Ασφαλώς δεν πρόκειται πάντα για αυτόφωτες συνθέσεις σίγουρα, όμως, πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα του πως ο συνθέτης παρακολουθεί το έργο της σκηνοθεσίας, το σχολιάζει με μια κομψή ελαφράδα (από τζαζ ήχους μέχρι πολλές εκφάνσεις της ελληνικής μουσικής). Και την φιλοδωρεί με έναν άυλο χαρακτήρα που τονώνει την ψυχή μιας παράστασης. Η δε ζωντανή εκτέλεση της από τον ίδιο και τους μουσικούς Δημήτρη Χουντή, Παρασκευά Κίτσο και Μαρία Χριστίνα Harper είναι άψογη.
Η όψη της παράστασηςΠως εικονοποιείς το έργο ενός (μεταξύ άλλων) καταξιωμένου σκηνογράφου και ενδυματολόγου; Στη σπαζοκεφαλιά αυτή απαντούν – με την ίδια διαύγεια που ο Καλαβριανός γεφυρώνει τον Μποστ με το σήμερα – τόσο η σκηνογράφος Εύα Μανιδάκη όσο και η ενδυματολόγος Βάνα Γιαννούλα. Η δουλειά τους είναι χάρμα οφθαλμών. Η Μανιδάκη συνομιλεί τόσο σε αισθητικό όσο λογοτεχνικό επίπεδο με την προβληματική του Μποστ: Το παλάτι από χρυσούς τσιμεντόλιθους καταγγέλλει τον κούφιο νεοπλουτισμό, τον άνθρακα που λανσάρεται για θησαυρός – ίδιον της ελληνικής κατάστασης. Την ίδια ώρα, ενθέτει μικρά σκηνικά αντικείμενα (βλέπε τη φρουτιέρα, το σκαμνί ή τη σημαία) από σκίτσα του Μποστ ως ένας ευθύ φόρο τιμής στον δημιουργό τους. Η Γιαννούλα, με την σειρά της, μεγαλουργεί στα κοστούμια – σε πόσες παραστάσεις χορταίνουμε την τέχνη της ενδυματολογίας άλλωστε; Με ωραιότερα τα κοστούμια της Μήδειας, της Τροφού, του Ιάσονα και της συνολικής σύλληψης του Χορού συνεισφέρει καθοριστικά στην ευφορική οπτική ταυτότητα της παράστασης, αντλώντας από την χρωματική πανδαισία των έργων του Μποστ.
Με μικρές, λεπτές κινήσεις και χορογραφικά μοτίβα που αντλούν από πολλά ύφη και εποχές, η Μαριάννα Καβαλλιεράτου ενθαρρύνει κυρίως τον Χορό της παράστασης αλλά και την υπόλοιπη ομάδα να κουρδίζονται πάνω στο λόγο και τη μουσική.
Τα Πλην (-)Αν δινόταν λίγο παραπάνω γκάζι και ακρίβεια στη στιγμή, η παράσταση της «Μήδειας» θα άγγιζε το τέλειο.
Το άθροισμα (=)Απολαυστικό δείγμα αναγέννησης ενός νεοελληνικού έργου και υπόδειγμα για το πως ανεβαίνει η κωμωδία, σήμερα.