Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, είδαμε σειρές, διαβάσαμε βιβλία, ταξιδέψαμε και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Όταν ο Φοίβος Δεληβοριάς παρουσίασε στην Τεχνόπολη το ANIMEΑν και πολύ δύσκολα απαντώ σε ερωτήματα, όπως “Ποιος είναι ο αγαπημένος σου δίσκος, ταινία κλπ”, μπορώ με σιγουριά να πω ότι το ANIME του Φοίβου Δεληβοριά ήταν εύκολα ο αγαπημένος μου δίσκος για αυτή τη χρονιά -και από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια. Τρυφερός, συναισθηματικός, συγκινητικός, έξυπνος -όταν χρειάζεται καυστικός- είναι λίγα από τα επίθετα που μου έρχονται στο μυαλό όταν μιλάω για το ANIME. Όταν λοιπόν έγινε γνωστό ότι ο Φοίβος θα παρουσίαζε ολόκληρο το δίσκο σε μία μεγάλη συναυλία-γιορτή στην Τεχνόπολη, ένα ήταν σίγουρο: δεν θα μπορούσα να λείπω -και η προσμονή μου ήταν τόση που όλη την εβδομάδα άκουγα ξανά και ξανά τα αγαπημένα μου κομμάτια. Η Τρίτη λοιπόν έφτασε και η συναυλία στην Τεχνόπολη ήταν ό,τι περίμενα -και ακόμα περισσότερα. Ο Φοίβος γεμάτος ενέργεια ερμήνευσε όλα τα κομμάτια του ANIME, αλλά και παλιές αγαπημένες επιτυχίες του. Αυτό που θα θυμάμαι για πάντα όμως ήταν η συγκλονιστική ερμηνεία του τραγουδιού “Ελένη Τοπαλούδη”. Όλοι στο κοινό σώπασαν και ο Φοίβος μαζί με την (καταπληκτική) Νεφέλη Φασούλη ερμήνευσαν στίχους που πάντα θα μας πονάνε, πρέπει όμως να τους ακούσουμε όλοι. Κάτι τέτοιες στιγμές δεν τις ξεχνάς εύκολα. Ευχαριστούμε, Φοίβο!
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Αυτή την εβδομάδα αποφάσισα να υποδεχτώ το φθινόπωρο με μία ταινία που έχει “μυρωδιά” καλοκαιριού. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή απολαμβάνω να παρακολουθώ κάποιες ταινίες που μου φέρνουν στη μνήμη όμορφες καλοκαιρινές στιγμές. Αυτή τη φορά, λοιπόν, είπα να δω το Baywatch, μια ταινία του 2017, που παρόλο που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την κυκλοφορία της, δεν είχε τύχει να την ξανά δω. Πρόκειται για μία ταινία, βασισμένη στην ομώνυμη σειρά του 1989, την οποία ομολογώ πως εξίσου δεν έχω παρακολουθήσει – κάτι που με βοήθησε στο να αποφύγω τις συγκρίσεις. Στην υπόθεση λοιπόν συναντάμε τον ναυαγοσώστη Mitch Buchannon και την ομάδα του οι οποίοι αναλαμβάνουν, εκτός της φύλαξης της παραλίας, την εκπαίδευση νεοσύλλεκτων ναυαγοσωστών, μεταξύ των οποίων είναι και ο απείθαρχος πρωταθλητής κολύμβησης Matt Brody. Παρά τις συγκρούσεις τους, καλούνται να συνεργαστούν προκειμένου να ανακαλύψουν μία εγκληματική οργάνωση που διακινεί ναρκωτικά. Η αλήθεια είναι πως σπάνια εντυπωσιάζομαι με τέτοιου είδους ταινίες αλλά η συγκεκριμένη με κράτησε σε αγωνία από τη πρώτη στιγμή. Το κωμικό στοιχείο σε συνδυασμό με τη δράση που κυριαρχούσε καθ’ όλη την διάρκεια της προβολής είναι από τους κύριους λόγους που με έκαναν να την απολαύσω. Ένας ακόμη λόγος που θα μπορούσα να προσθέσω είναι το ηθικό δίδαγμα που προκύπτει στο τέλος κι είναι αυτό της ομαδικότητας. Τέλος, η προβολή των όμορφων τοπίων του Emerald Bay της Φλόριντα, όπου γυρίστηκε η ταινία, προσέφερε το τέλειο σκηνικό για να αποχαιρετήσω κι εγώ το δικό μου καλοκαίρι…
Κατερίνα Τσιακαράκη
Ένα απόγευμα της εβδομάδας που μας πέρασε, καθώς χάζευα στο Netflix, έπεσα πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Στο μυαλό μιας γάτας». Όπως ήταν αναμενόμενο και έχοντας και η ίδια μια χνουδόμπαλα για κατοικίδιο, ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Έτσι, χωρίς δεύτερες σκέψεις, πάτησα το play. Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας μιας ώρας, του σκηνοθέτη Andy Mitchell, που προσπάθησε να συγκεντρώσει επαγγελματίες που ασχολούνται με αιλουροειδή και εξετάζουν καθημερινά την συμπεριφορά και τις δυνατότητες τους, καθώς και τον χαρακτήρα τους, με στόχο να απαντήσουν σε βασικά ερωτήματα που έχουν οι ιδιοκτήτες αιλουροειδών, καθώς και πολλοί άνθρωποι που δεν μπορούν να καταλάβουν την συμπεριφορά της γάτας. Η ταινία εν ολίγοις, μέσα από παραδείγματα, μικρά τεστ και διάφορες προσεγγίσεις, μας εξηγεί πως λειτουργεί το μυαλό της γάτας και προσεγγίζει το θέμα από μια άλλη οπτική γωνία που αποδεικνύει πως οι γάτες έχουν αντιστοίχως με τους σκύλους, άπειρες δυνατότητες στο να μας καταλάβουν, στο να μας δείξουν αγάπη και στο να επικοινωνήσουν μαζί μας. Με μια γρήγορη ματιά στο παρελθόν φαίνεται πως τα αιλουροειδή επέλεξαν τους ανθρώπους και συμπορεύτηκαν μαζί τους εκατοντάδες χρόνια πριν, γεγονός που αποδεικνύει το δέσιμο που νιώθουν για εμάς και σαφώς την μεγάλη ιστορία που έχουν στον πλανήτη μας. Η ταινία του Netflix αναφέρει μεταξύ άλλων πως οι γάτες αναγνωρίζουν τη φωνή των ιδιοκτητών τους και μάλιστα σε πείραμα φαίνεται να τους επιλέγουν ξανά και ξανά ανάμεσα σε άγνωστα, μη οικεία άτομα. Στην ταινία αναφέρεται επίσης πως από ήπειρο σε ήπειρο και λόγω των πολιτισμικών διαφορών που υφίστανται, οι γάτες έχουν πολλές συμπεριφορικές ιδιαιτερότητες ανάλογα με το που ζουν. Το κομμάτι της εκπαίδευσης είναι επίσης παρεξηγημένο, μιας και ο εγκέφαλος τους έχει τρομερές δυνατότητες, αρκεί να υπάρξει σωστή προσέγγιση και σαφώς αρκεί να το θέλει και το ίδιο το κατοικίδιο μας. Αυτά και πολλά άλλα εξηγεί με χιούμορ και πολύ επεξηγηματικό και προσιτό τρόπο η ταινία «Στο μυαλό μιας γάτας» και αν είσαι κι εσύ λάτρης των φίλων μας, τότε αξίζει σίγουρα να τη δεις.
Ελένη Πάικου
Ένας από τους καλύτερους τρόπους να αποχαιρετήσει κανείς το καλοκαίρι είναι αναμφίβολα παρακολουθώντας μία από τις λίγες πλέον εναπομείναντες παραστάσεις στα ανοιχτά θέατρα που θα αργήσουμε να ξανά επισκεφτούμε μέχρι τον επόμενο Μάιο. Εγώ, επέλεξα να περάσω την Παρασκευή μου στο Αιγάλεω, και συγκεκριμένα στο λιτό αλλά πολύ όμορφο θέατρο “Αλέξης Μινωτής”, το οποίο φιλοξενούσε την παράσταση “Φιλοκτήτης” του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία της Μαρλέν Καμίνσκυ. Για την παράσταση αυτή είχα ακούσει πολλά θετικά σχόλια και ευτυχώς, όλα βγήκαν αληθινά. Σε μία ιστορία όπου οι ήρωές της παλεύουν με την ηθική, τον δόλο και τη λύτρωση, οι πρωταγωνιστές φέρουν εις πέρας τον δύσκολο ρόλο τους, και καταφέρνουν να ταξιδέψουν το κοινό κάπου στους απόκρημνους βράχους της Λήμνου, όπου οι συμφορές του άτυχου Φιλοκτήτη και το μίσος του για αυτούς που τις προκάλεσαν, έρχονται σε σύγκρουση με το καθήκον και τη μοίρα, η οποία προστάζει αυτός να είναι ο άνθρωπος που θα σώσει τους προδότες του και θα πάρει την Τροία. Ο εξαιρετικός Τάσος Νούσιας δίνει μία ξεχωριστή υπόσταση στον κατατρεγμένο τραγικό ήρωα, ενώ στο πλευρό του, ο Γιώργος Αμούτζας στον ρόλο του φιλόδοξου και τελικά ευαίσθητου Νεοπτόλεμου, ξεχωρίζει με την ερμηνεία του. Η Μαρία Πρωτόπαππα από την άλλη, δέχεται με επιτυχία την πρόκληση που της ανατέθηκε. Υποδύεται έναν άντρα ήρωα, και μάλιστα τον πολυμήχανο Οδυσσέα, ο οποίος με μηχανορραφίες προσπαθεί να αποσπάσει το θρυλικό τόξο του Ηρακλή και τον ικανό τοξοβόλο Φιλοκτήτη, τον οποίο 10 χρόνια πριν είχε απαρνηθεί στην ερημιά του απάτητου νησιού που έγινε η φυλακή του. Πάνω από όλα όμως, με ενθουσίασε ο χορός, ο οποίος αποτελείται από 6 ταλαντούχους ηθοποιούς που δίνουν με τη φωνή και το σώμα τους τον παλμό της παράστασης. Θα σας πρότεινα λοιπόν να σπεύσετε και να κλείσετε το εισιτήριό σας για την τελευταία παράσταση του “Φιλοκτήτη”, τη Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου στο αμφιθέατρο Θανάσης Βέγγος, στον Κορυδαλλό.
Ειρήνη Μωραΐτη
Το Cap Cap στο Αιγάλεω δεν θέλει συστάσεις καθώς σίγουρα όλοι έχουμε βρεθεί ή έχουμε ακούσει για τους κόσμους που φτιάχνει από την αρχή με εντυπωσιακά θέματα -όπως Harry Potter ή Game of Thrones- τα οποία συνδυάζονται με το ανάλογο γλυκό και ρόφημα. Αυτή τη φορά η θεματολογία αφορούσε το μεγαλύτερο δικό μου -και της μισής Ελλάδας όπως αρχίζω να διαπιστώνω- guilty pleasure: τη σειρά «Κωνσταντίνου και Ελένης» -επίσης χωρίς συστάσεις γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Φυσικά, υπήρχαν κι άλλες σειρές στον χώρο από τα 90s -Δύο Ξένοι, Εγκλήματα, Ρετιρέ κλπ- ενώ έτρωγες κι έπινες υπό τους ήχους των αντίστοιχων τραγουδιών της εποχής.
Ποιο ήταν τώρα το μεγάλο στοίχημα για μια σκληροπυρηνική φαν σαν και του λόγου μου: το γεγονός ότι είχα ξαναπάει πριν κάποια χρόνια και δεν είχα μείνει ευχαριστημένη. Τότε, είχε κάποια αντικείμενα και ορισμένες φωτογραφίες της σειράς απ’ όσο θυμάμαι αλλά επικρατούσαν οι υπόλοιπες σειρές. Αυτή τη φορά μου έταξαν κανονικό Κωνσταντίνου και Ελένης Show -αυτό για τους εκλεκτούς- και έσπευσα να δω. Με μεγάλη μου χαρά, λοιπόν, αντίκρισα έναν ολόκληρο όροφο μεταμορφωμένο στην θρυλική οικεία των προγόνων του Κωνσταντίνου Κατακουζηνού, στο μπαρ της Ελένης Βλαχάκη ενώ ξεπρόβαλε και η Ματίνα και η Μαντάμ Ζαΐρα. Γενικότερα, φάνηκε πως έριξαν πολλή δουλειά για αυτό το αποτέλεσμα και πέτυχε! Αν, λοιπόν, αμαρτήσατε κι εσείς γιατί είστε φαν, μη χάσετε την ευκαιρία για μια βόλτα από το Cap Cap…
Φωτεινή Νικολίτσα
Μετά την επιτυχία που σημείωσαν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στο Ανοιχτό Θέατρο Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας και στη Θεσσαλονίκη, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, ήρθαν για δύο τελευταίες στάσεις στην Αττική και στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Έτσι, όσοι δεν καταφέραμε να δούμε την παράσταση στην πρώτη της παρουσίαση στο αργολικό αρχαίο θέατρο, βρεθήκαμε κάτω από τον έναστρο ουρανό στη σκιά της Ακρόπολης, στον υπέροχο χώρο του Ηρωδείου για να την παρακολουθήσουμε – και ορισμένοι αρκετά περίεργοι για την «ανάγνωση» του Καραντζά πάνω στο αντιπολεμικό αριστούργημα του Αισχύλου. Το λιτό σκηνικό, σε συνδυασμό με τον φωτισμό, ήταν δύο στοιχεία της παράστασης που μόνο θετικά προσέφεραν στην όλη δράση, ενώ φυσικά δεν έχω τίποτα αρνητικό να σημειώσω για την ερμηνεία ορισμένων εκ των ηθοποιών, που πραγματικά ξεχώρισα. Αυτές δεν είναι άλλες από εκείνη της Ρένης Πιττακή στον εμβληματικό ρόλο της Άτοσσας και του Γιώργου Γάλλου ως Δαρρείου – οι οποίοι μάλιστα, μάς χάρισαν μία από τις ωραιότερες σκηνές σε όλη την παράσταση: Οι δυο τους στραμμένοι πλάτη στο κοινό (και στον λαό τους) ανταλλάσσουν λόγια ανθρώπινα. Στον χορό ξεχώρισε πραγματικά για εμένα η Θεοδώρα Τζήμου, με την πιο…σωματοποιημένη ερμηνεία της. Και τα θετικά για εμένα σταματούν κάπου εδώ. Αυτό που ένιωθα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης είναι η απουσία ρυθμού – σε ορισμένα σημεία καταλήγει μέχρι και εντελώς άνευρη – ενώ τα ουρλιαχτά απελπισίας από μικροφώνου από μέλη του χορού καταλήγουν σε σημεία ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Τον χορό στο σύνολό του απαρτίζουν περίπου 40 νεαροί ηθοποιοί που έρχονται και φεύγουν από τη σκηνή από και προς διάφορες κατευθύνσεις. Η κάπως χαοτική παρουσία τους, κατ΄αυτόν τον τρόπο, κάνει την παράσταση να μοιάζει σαν να μην έχει ουσιαστικά πυρήνα, ενώ την ίδια στιγμή τα 70’s αισθητικής κοστούμια τους, παρά τον όποιο συμβολισμό τους, δεν ήταν για εμένα κάτι το ευρηματικό, τουναντίον. Αντιλαμβάνομαι πως ένα έργο όπως οι «Πέρσες», μπορεί να αποτυπωθεί με πολλές και διαφορετικές ερμηνευτικές απόψεις, ωστόσο η συγκεκριμένη δεν είχε τη δυναμική που εγώ περίμενα μέσω της συγκεκριμένης δραματουργίας.
Ευδοκία Βαζούκη