O Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο εμβληματικός Γαλλοελβετός σκηνοθέτης της Νουβέλ Βαγκ, του κινήματος που έφερε την επανάσταση στον κινηματογράφο των ’50ς και των ’60ς, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών σύμφωνα με την εφημερίδα Liberation.
Γνωστός για το εικονοκλαστικό, φαινομενικά αυτοσχέδιο κινηματογραφικό του στυλ, καθώς και για τον ριζοσπαστισμό του, ο Γκοντάρ άφησε το στίγμα του με μια σειρά ολοένα και πιο πολιτικών φιλμ τη δεκαετία του 1960. Τα τελευταία χρόνια η καριέρα του είχε γνωρίσει απρόσμενη αναζωογόνηση με ταινίες όπως το «Film Socialisme» (2010) και το «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» («Adieu au Langage», 2014), όπου και πειραματιζόταν με την ψηφιακή τεχνολογία.
Γεννημένος στο Παρίσι στις 3 Δεκεμβρίου 1930, 0 Ζαν-Λυκ Γκοντάρ μεγάλωσε στη Nyon, στις όχθες της Λίμνης της Γενεύης. Το 1949 θα μετακομίσει στο Παρίσι. Εκεί, στα λόγια «cine-clubs» που άνθιζαν μεταπολεμικά στη γαλλική πρωτεύουσα και θα αποδεικνύονταν η «γενέτειρα» της Νουβέλ Βαγκ, ο Γκοντάρ θα βρεθεί στο φυσικό του περιβάλλον. Έχοντας γνωρίσει προσωπικότητες όπως ο κριτικός Αντρέ Μπαζέν και άλλους μελλοντικούς σκηνοθέτες όπως οι Φρανσουά Τρυφώ, Κλοντ Σαμπρόλ και Ζακ Ριβέτ, Ο Γκοντάρ θα ξεκινήσει να γράφει για κινηματογραφικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένου και του θρυλικού Cahiers du Cinema.
Η πένα του σε αυτά τα περιοδικά υπήρξε αντικομφορμιστική. Ο ίδιος υπερασπίστηκε το κλασικό Χόλυγουντ μιλώντας ένθερμα για τους Χάουαρντ Χοκς και ο Ότο Πρέμινγκερ έναντι πιο μοντέρνων δημιουργών. Παράλληλα, επιδείκνυε λατρεία στο πρόσωπο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ κάτι το οποίο γίνεται φανερό στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Με κομμένη την Ανάσα» που κυκλοφόρησε το 1960.
Τα χρόνια της Νουβέλ ΒαγκΠριν από αυτό, όμως, ο Γκονταρ ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα ως κινηματογραφικός δημιουργός με μια σειρά μικρού μήκους ταινιών όπως «Όλα τα αγόρια λέγονται Πατρίκ» το οποίο και προοικόνιζε το χαλαρό κινηματογραφικό του στυλ. Όταν ο Τρυφώ εγκατέλειψε μια πρώιμη ιδέα του για έναν μικροαπατεώνα και το κορίτσι του, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ θεώρησε ότι μπορούσε να το μετατρέψει σε μια μεγάλου μήκους ταινία και ζήτησε την άδεια να το χρησιμοποιήσει.
Μάλιστα, η τεράστια επιτυχία που γνώρισε ο Τρυφώ με τα «400 Χτυπήματα», έδωσε την απαραίτητη ώθηση στο πρότζεκτ του Γκοντάρ. Γυρισμένο στους δρόμους του Παρισιού το 1959, με ελάχιστη χρήση τεχνητού φωτός και σενάριο που γραφόταν μέρα με τη μέρα, το «Με κομμένη την ανάσα» ήδη από την κυκλοφορία του μετατράπηκε σε ένα πραγματικό πολιτιστικό φαινόμενο, καθιστώντας τον Ζαν Πολ Μπελμοντό σε σταρ και χαρίζοντας στον δημιουργό το Βραβείο Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.
Από εκείνη τη στιγμή ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ συνέχισε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίες του 1960 να δημιουργεί με φρενήρη ρυθμό μια σειρά κλασικών πλέον ταινιών. «Ο Μικρός Στρατιώτης» (1960) υπονοούσε ότι η Γαλλική Κυβέρνηση επικροτούσε τα βασανιστήρια και για τον λόγο αυτό απαγορεύτηκε το 1963. Σε αυτή την ταινία ο Γκοντάρ θα συναντήσει τη μέλλουσα σύζυγο του, Άννα Καρίνα, ενώ, παράλληλα, θα διατυπώσει τον διασημότερο αφορισμό του «Το σινεμά είναι αλήθεια είκοσι τέσσερις φορές το δευτερόλεπτο».
Άλλα highlight της πορείας του το «Η Κυρία Θέλει Έρωτα» (1961), ένας αυτοαναφορικός φόρος τιμής στο χολυγουντιανό μιούζικαλ, με πρωταγωνιστές την Άννα Καρίνα και τον Μπελμοντό, το φιλμ «Η Περιφρόνηση» (1964) στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η ίδια η κινηματογραφική δημιουργία, με πρωταγωνιστές τους Μισέλ Πικολί, Μπριζίτ Μπαρντό και Φριτς Λανγκ, καθώς και το «Alphaville» (1965) ένα παράδοξο υβρίδιο φιλμ νουάρ και επιστημονικής φαντασίας.
Ένας «πολιτικός» δημιουργόςΤο 1965 ο γάμος του με την Καρίνα κατέληξε σε διαζύγιο. Το τελευταίο τους φιλμ μαζί, το «Συνέβη στην Αμερική» (1967), ένα αφιέρωμα στο αμερικανικό pulp fiction. Την ίδια περίοδο ο Γκοντάρ είχε ταυτιστεί με τις επαναστατικές πολιτικές της γενιάς του, και αυτό αντανακλάται στη φιλμογραφία του. Ίδρυσε μια κινηματογραφική κολεκτίβα που πήρε το όνομα της από τον Τζίγκα Βερτόφ, συνέβαλε στο κλείσιμο του 68ου Φεστιβάλ Καννών σε ένδειξη αλληλεγγύης με τις φοιτητικές κινητοποιήσεις στο Παρίσι και συνεργάστηκε με τον νεαρό Μαρξιστή Jean-Pierre Gorin στην ταινία «Όλα Πάνε Καλά» (1972), με τη συμμετοχή της Τζέιν Φόντα.
Το 1970 θα γνωρίσει τη σκηνοθέτρια Αν-Μαρί Μιεβίλ, η οποία θα γίνει στενή συνεργάτης του. Τη δεκαετία του 1980 η δουλειά του Γκοντάρ έδειχνε να χάνει σε κύρος και επίδραση. Το 2001 η ταινία του «Η Ελεγεία του Έρωτα» σήμανε τη μεγάλη επιστροφή του και επιλέχθηκε από τις Κάννες, ενώ το 2011, μια χρονιά αφότου κυκλοφόρησε το «Film Socialisme», βραβεύτηκε με τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του. Τέλος η ταινία του «Αντίο στη Γλώσσα» τιμήθηκε με το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες. Τελευταία ταινία του το ντοκιμαντέρ «Le livre d’image», νικήτρια τιμητικού Χρυσού Φοίνικα το 2018.