MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Sivert Hoyem: Δεν έχω νιώσει καλύτερα στη ζωή μου, παρά τώρα

Ο, υπεραγαπημένος των Ελλήνων, Νορβηγός rocker επιστρέφει στην Αθήνα ως frontman των Madrugada για την μεγαλύτερη συναυλία που έχουν δώσει ποτέ. Και εξηγεί που τον βρίσκει αυτό το πανηγυρικό reunion.

KEIMENO: Στέλλα Χαραμή | 16.09.2022 Φωτογραφίες: Knut Aaserud

Είναι ένα γκρίζο, βροχερό πρωϊνό στο Όσλο και γι’ αυτό στρέφει την κάμερα προς το εσωτερικό του σπιτιού: Με ξύλινη επένδυση σκανδιναβικού τύπου, όπως είχες φανταστεί ένα νορβηγικό σπίτι που σέβεται τον εαυτό του. Ο Sivert Hoyem έχει κάνει την έρευνα του για τον αθηναϊκό καιρό του επόμενου Σαββάτου, οπότε και θα παίζει ζωντανά με τους Madrugada στο Καλλιμάρμαρο. «Θα έχει ψύχρα» σχολιάζει και εντυπωσιάζεται στην πληροφορία ότι τις επόμενες ημέρες η Αθήνα θα ζεσταίνεται κάτω από 40 βαθμούς.

Βεβαίως, το momentum για τον ίδιο και τα υπόλοιπα μέλη των Madrugada είναι καλό, ανεξαρτήτως καιρού. Έρχονται μετά από ένα παραγωγικό καλοκαίρι όπου έπαιξαν σε μεγάλες ανοιχτές σκηνές ανά την Ευρώπη, ξορκίζοντας τα στενάχωρα μετα-πανδημικά live των 100 και 200 ατόμων. Είναι, πλέον, ξανά μαζί, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει το «Chimes at Midnight», το πρώτο τους άλμπουμ – μετά από 14 χρόνια δισκογραφικής σιωπής και 11 χρόνια μετά την οδυνηρή απόφαση τους να τραβήξουν χωριστούς δρόμους. Και μετρούν τις ημέρες για το μεγαλύτερο live που έχουν οργανώσει ποτέ, στην Αθήνα, μια πόλη που τους έχει ανταμείψει με άφθονες συγκινήσεις.

H επανασύνδεση των Madrugada ήρθε το 2019, 11 χρόνια μετά την απόφαση τους να πάρουν χωριστούς δρόμους.

Η πιο μεγάλη τους συναυλία ever

Mόλις χθες, βράδυ Πέμπτης, έπαιζαν στην έδρα τους ώστε ν’ αναχωρήσουν το συντομότερο για τα μέρη μας. «Οπωσδήποτε έρχεται η μεγαλύτερη συναυλία που έχουμε κάνει ποτέ και δεν έχω ιδέα πως θα είναι. Με έναν τρόπο, αδημονώ, όλοι έχουμε μια ένταση. Εξάλλου, έχουμε πολύ καιρό να παίξουμε στην Αθήνα και πάντα μας επιφυλάσσει μια ξεχωριστή εμπειρία: Ξέρετε πόσο αγαπάμε το αθηναϊκό κοινό, είναι άνθρωποι που δίνονται πολύ στον καλλιτέχνη κι αυτό σημαίνει πολλά για μένα. Παρόλα αυτά, δεν το αντιλαμβάνομαι ως κάτι το αφύσικο· το σχεδιάζαμε  και το χτίζαμε εδώ και καιρό» εξηγεί, μιλώντας για το συναυλιακό ‘ακόνισμα’ των προηγούμενων μηνών και την υποδοχή της νέας τους δουλειάς. «Οι συναυλίες μας ήταν πολύ καλές αυτή τη χρονιά και η υποδοχή των καινούργιων τραγουδιών μας, επίσης θερμή. Κι αυτό έχει σημασία – ειδικά όταν βγαίνεις σε περιοδεία με νέο υλικό. Είναι ωραίο να ξέρεις πως υπάρχουν ήδη άνθρωποι που τραγουδούν τα καινούργια σου κομμάτια κι όχι μόνο τις παλιές σου  επιτυχίες» συνεχίζει.

Με το ατμοσφαιρικό νουάρ «Nobody loves you like I do» να έχει εδώ και μήνες κάψει καρδιές, το «Chimes at midnight» είναι για τον Hoyem «μια προσθήκη στο ρεπερτόριο μας. Είμαστε η ίδια εκδοχή του γκρουπ που ήμασταν, έχουμε την ίδια ενέργεια όπως και όταν κάναμε περιοδεία το καλοκαίρι του 2019» σχολιάζει, δίνοντας την εντύπωση πως οι Madrugada πιάνουν το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει το 2008, τόσο σε παραγωγικό όσο και performative επίπεδο. Συνειδητοποιεί πως το γκρουπ είναι παλιό, τόσο ώστε «να έχουμε μια μεγάλη λίστα τραγουδιών. Συνεπώς, το να φτιάξουμε το setlist μιας συναυλίας είναι αρκετά περίπλοκο. Επιπλέον, θέλουμε να παίξουμε κι εμείς κάποια κομμάτια και τελικά η επιλογή εξελίσσεται σε μια επώδυνη διαδικασία. Αν υποθέσουμε πως θα παίξουμε όλα όσα θέλουμε, τότε θα πρέπει να προετοιμαστείτε για μια τετράωρη συναυλία – κάτι που δεν γίνεται γιατί είμαστε μεγάλοι άνθρωποι πια!» λέει και ξεσπάσει σε γέλια.

To περασμένο καλοκαίρι οι Madrugada δοκιμάστηκαν σε μεγάλα ανοιχτά θέατρα, παρουσιάζοντας το νέο τους album «Chimes at Midnight».

Πώς θα περιγράφατε τους Madrugada, τη στιγμή που μιλάμε; Μείνατε στη σιωπή ως γκρουπ για πάνω από μια δεκαετία, άρα φαντάζομαι πως δεν μπορεί παρά να υπάρχουν μετατοπίσεις.

Πολλά άλλαξαν. Καταρχάς, ο Robert (Bura) δεν είναι ανάμεσα μας – και ο χαμός του ήταν ο λόγος που η μπάντα δεν μπόρεσε να υπάρξει σε αυτό το μεγάλο διάστημα. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η μπάντα διαλύθηκε – περισσότερα από όσα περάσαμε μαζί. Βλέπεις, ο χρόνος πετάει, χάνεται. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ξανασμίξει, τουλάχιστον όχι νωρίτερα από το 2019, οπότε και το επιχειρήσαμε. Χρειαζόμασταν αυτόν τον χρόνο, ειδικά μετά τον θάνατο του Robert… Χρειαζόμασταν χρόνο για να επεξεργαστούμε την απώλεια του, να ενηλικιωθούμε μέσα από αυτήν. Δεν είναι τυχαίο πως όλοι αποκτήσαμε οικογένεια στο διάστημα αυτό. Μας βοήθησε να μετριάσουμε τα συναισθήματα που μας κατέκλυζαν, ειδικά σε μια φάση που οι Madrugada ήταν όλα όσα είχαμε, ήταν τα πάντα για εμάς. Μιλάμε για μια εποχή όπου η ένταση και η χαρά της ζωής μας διοχετευόταν σε αυτή τη μπάντα κι αυτό δεν ήταν πάντα χρήσιμο. Θέλω να πω, δεν μας οδηγούσε μόνο η δημιουργία, αλλά και η πίεση ότι πρέπει να είμαστε διαρκώς μαζί, πρέπει να τα κάνουμε όλα μαζί. Ο παράγοντας «πίεση», λοιπόν, έχει υποχωρήσει αρκετά σήμερα. Όλοι μας, αφήσαμε στην άκρη ό,τι κάναμε, αλλά όχι με το αίσθημα της υποχρέωσης. Σκεφτήκαμε πως θα ήταν ωραία να ξαναβρεθούμε. Αυτή, ξέρεις, είναι μια πολύ διαφορετική προσέγγιση. Ποτέ δεν είπαμε «πρέπει να ενωθούμε ξανά ως ζήτημα ζωής και θανάτου».

Στο παρελθόν, δεν μας οδηγούσε μόνο η δημιουργία, αλλά και η πίεση ότι πρέπει να είμαστε διαρκώς μαζί, πρέπει να τα κάνουμε όλα μαζί. Ο παράγοντας «πίεση», λοιπόν, έχει υποχωρήσει αρκετά σήμερα

Ας υποθέσουμε ότι μπορείτε να στείλετε ένα μήνυμα, δια μέσου του Σύμπαντος στον Robert Bura, τι θα θέλατε να ξέρει;

Καταρχάς, θα του έλεγα πόσο πολύ τον εκτιμούσα ως άνθρωπο, ως φίλο. Μπορεί η σχέση μας να είχε μετασχηματιστεί το τελευταίο διάστημα σε πιο επαγγελματική, όμως ο Robert ήταν φίλος μου. Κάποιες φορές, λειτουργούσαμε κάτω από σκληρούς κανόνες στην μπάντα, γινόμασταν σκληροί και μεταξύ μας – όπως συμβαίνει με όλους όσοι είναι πολύ κοντά σου. Θεωρούσαμε ο ένας τον άλλον δεδομένο, μα αποδείχθηκε πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Οπότε ναι, θα του έλεγα πως μου λείπει, πως τον εκτιμώ πολύ και πως είναι ακόμα, μακράν, ο καλύτερος κιθαρίστας – αν όχι ο καλύτερος μουσικός – με τον οποίο έχω συνυπάρξει επί σκηνής.

«Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η μπάντα διαλύθηκε – περισσότερα από όσα περάσαμε μαζί. Βλέπεις, ο χρόνος πετάει, χάνεται. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ξανασμίξει, τουλάχιστον όχι νωρίτερα από το 2019, οπότε και το επιχειρήσαμε. Χρειαζόμασταν αυτόν τον χρόνο, ειδικά μετά τον θάνατο του Robert» εξηγεί ο Sivert Hoyem.

To be solo or not to be?

Παρά τον ισχυρό κλονισμό της απώλειας, ο Sivert Hoyem ακολούθησε ένα προσωπικό δρόμο μουσικά, που εκ του αποτελέσματος ήταν παραπάνω από επιτυχημένος. Τέσσερα άλμπουμ γεμάτα σπουδαία τραγούδια από το «Moon landing» του 2009, το «Long Slow Distance» του ’11, το «Endless love» του 2014 και το «Lioness» του 2016. Ο ίδιος το ονομάζει «προσωπικό ταξίδι», στην διάρκεια του οποίου αισθάνεται πως ωρίμασε καλλιτεχνικά.

«Ειδικά, όταν ήρθε το ‘Lioness’ το αισθάνθηκα σε μεγαλύτερο βαθμό. Νωρίτερα, μάλλον, αντιμετώπιζα την solo καριέρα με περισσότερη διάθεση παιχνιδιού, διαρκώς δοκίμαζα πράγματα χωρίς σοβαρό προγραμματισμό. Δεν είναι τυχαίο πως οι δίσκοι μου ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Βλέπεις, έχω αυτή τη φωνητική δυνατότητα με την οποία μπορώ να καταπιαστώ με πολλά στιλ μουσικής – το οποίο είναι ευλογία και κατάρα, μαζί ειδικά αν αγαπάς πολλά είδη μουσικής όπως εγώ. Κι έτσι, το διάστημα που ήμουν solo artist, αποδείχθηκε δύσκολο να βρω ποιος είναι ο πυρήνας του μουσικού μου ενδιαφέροντος. Το σίγουρο είναι πως αντιμετώπισα αυτήν την περίοδο με ενδιαφέρον κι άλλοτε με σύγχυση – γιατί πάντα υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν ένα σωρό συμβουλές για το τι πρέπει να κάνεις. Κατάλαβα, λοιπόν, πως έπρεπε να βρω το δρόμο μου, μόνος».

Είχα πείσει τον εαυτό μου πως το solo θα είναι ένα παράλληλο εγχείρημα. Σύντομα, συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά ήταν ψευδαισθητικές βλακείες και πως έκανα τη μουσική που ήθελα να κάνω

Ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει αν, μέσα του, υπερισχύει η μοναχική φύση ή το συνεργατικό πνεύμα. «Είμαι λίγο και από τα δύο» αναφέρει αβίαστα. «Συνήθιζα να πιστεύω ότι παραείμαι συνεργατικός για να επιβιώσω ως solo καλλιτέχνης. Δίνω χώρο στους ανθρώπους να συμμετέχουν σε ό,τι ετοιμάζω. Ομολογώ πως τα πρώτα χρόνια της μοναχικής πορείας, μου έλειπε πολύ η μπάντα, μου έλειπε να είμαι μέλος ενός συνόλου. Κι έτσι είχα πείσει τον εαυτό μου πως το solo θα είναι ένα παράλληλο εγχείρημα. Σύντομα, συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά ήταν ψευδαισθητικές βλακείες και πως έκανα τη μουσική που ήθελα να κάνω».

≤Ομολογώ πως τα πρώτα χρόνια της μοναχικής πορείας, μου έλειπε πολύ η μπάντα, μου έλειπε να είμαι μέλος ενός συνόλου» παραδέχεται ο frontman των Madrugada.

΄Ενα κομμάτι της μπάντας

Κατάφερε, αλήθεια, να ξεπεράσει τους Madrugada ή οι Madrugada τον ίδιο; «Υπάρχει ένα κομμάτι στους Madrugada που πάντα σχετίζεται με μένα και αυτό με ακολούθησε και στην solo πορεία μου. Δεν είναι κακό, δεν έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω κάτι διαφορετικό. Σκέφτομαι, άλλωστε, πως ούτε ο Bryan Ferry (με τα ακούσματα του οποίου μεγάλωσα) έκανε μουσική πολύ διαφορετική από την εποχή των Roxy Music, ούτε ο Nick Cave στις εξωτερικές συνεργασίες του αποστασιοποιείται πολύ από το ύφος των Bad Seeds».

Όσο μόνος κι ήταν μουσικά, η ζωή του πλούτισε, αφού παντρεύτηκε κι έγινε πατέρας. Αναγνωρίζει και ο ίδιος την υπαρξιακή του μετατόπιση μετά από αυτήν την προσωπική εξέλιξη. «Όλο αυτό με βοήθησε να γειωθώ, να συγκεντρωθώ, να αφοσιωθώ και να εστιάσω περισσότερο σε πράγματα από πριν. Μπορεί ακόμα να είμαι λίγο χαοτικός, αλλά συχνά αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε μια καλή φάση, τόσο προσωπικά όσο και δημιουργικά. Για την ακρίβεια, δεν έχω νιώσει καλύτερα στη ζωή μου παρά τώρα. Κι αυτό είναι ένα σπουδαίο συναίσθημα, το οποίο εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια της μοναχικής μου πορείας. Όπως σου ξαναείπα, υπήρξαν διαστήματα πολύ άβολα μέσα στους Madrugada· ήμασταν, εξάλλου, μια ομάδα νέων ανθρώπων που δεν ήξερε να χειριστεί και πολύ καλά τα πράγματα».

Έχετε καταλήξει ποιος είναι ο πυρήνας της ζωής σας; Είναι η οικογένεια σας ή η μουσική;

Χρειάζομαι και τα δύο – και την οικογένεια μου και τη μουσική. Κι αυτή είναι μια διαρκής και καθημερινή μάχη, ειδικά όταν έχεις μικρά παιδιά. Ειδικά όταν αποκτήσαμε τους δίδυμους γιους μας, οι χρονικές απαιτήσεις αυξήθηκαν. Φαντάσου το παιδικό χάος που επικρατεί εδώ γύρω και εκτινάσσει αλλού το μυαλό μου. Ως δημιουργός χρειάζομαι χώρο και  προσωπικό χρόνο. Την ίδια ώρα, ο ρυθμός της οικογένειας συντηρεί μια έντονη κατάσταση. Γι’ αυτό και προσπαθώ να υπενθυμίζω στον εαυτό μου πόσο τυχερός είμαι και τι δώρο είναι αυτή η οικογένεια.

Τα τελευταία χρόνια, η σύνθεση τραγουδιών έχει αρχίσει να παίρνει χαρακτήρα δουλειάς, ακριβώς επειδή γράφω μουσική σε ώρες εργασίας· δεν θέλω να συμπεριφέρομαι στη μουσική σαν να είναι καθήκον. Αλλά τότε, ξαναθυμάμαι πόσο θλιμμένος ήμουν πριν αποκτήσω οικογένεια

Πότε απομονώνεστε δημιουργικά; Πότε ξαναγυρίζετε σε μοναχικό mode;

Πλέον, γράφω όποτε βρίσκω χρόνο. Ανακαλώ την εποχή που το να γράφω τραγούδια  ήταν το μόνο που έκανα. Έπαιζα στην κιθάρα μου τα βράδια, το ίδιο έκανα και μόλις ξυπνούσα το πρωί και τότε δεν το θεωρούσα ποτέ δουλειά. Τα τελευταία χρόνια, η σύνθεση τραγουδιών έχει αρχίσει να παίρνει χαρακτήρα δουλειάς, ακριβώς επειδή γράφω μουσική σε ώρες εργασίας κι αυτό δεν μου αρέσει· δεν θέλω να συμπεριφέρομαι στη μουσική σαν να είναι καθήκον. Αλλά τότε, ξαναθυμάμαι πόσο θλιμμένος ήμουν πριν αποκτήσω οικογένεια και πόσο χαρούμενος είμαι τώρα. Δεν ισχυρίζομαι είμαι απόλυτα χαρούμενος, αλλά εκπέμπω χαρά. Από κάθε πλευρά, η ζωή μου βρίσκεται σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο και τελικά αυτό είναι που με εξελίσσει σαν περφόρμερ.

Αποθέωση από τους Αθηναίους οπαδούς, ένα συχνό φαινόμενο που κάνει τον Sivert Hoeym να μιλάει για τα ελληνικά, ως τα καλύτερα live της καριέρας του.

Μετά από τόσα χρόνια, τι είναι αυτό που γεννάει μέσα σας η σχέση με τη μουσική;

Βρίσκω ιδιαιτέρως απολαυστικό να γράφω μουσική. Τίποτε άλλο στη ζωή μου δεν μου προσφέρει αυτό το αίσθημα: Τον τρόπο που οι αναμνήσεις, οι σκέψεις, ο αέρας που αναπνέω γίνονται ξαφνικά μελωδία. Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο έχει να κάνει με την ερμηνεία και είναι μιαν άλλη απελευθερωτική εμπειρία. Παλαιότερα, η σχέση μου με την μουσική ήταν περισσότερο πηγή αγωνίας και άγχους – και ίσως είναι ακόμα, καθώς παίρνω τη μουσική πολύ – πολύ στα σοβαρά. Όμως, σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο απολαυστικό. Έχω αρχίσει να εκτιμώ πολύ περισσότερο την δουλειά μου – πολύ περισσότερο από το παρελθόν. Βρίσκω ότι η σύνδεση με τη μουσική, μου δίνει απίστευτο νόημα και τότε καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι εκτιμούν τους καλλιτέχνες που έχουν αφιερώσει την ζωή τους σ’ αυτήν. Πιστεύω ακράδαντα πως κάνω την καλύτερη δουλειά του κόσμου. Εξάλλου, όλοι εκεί έξω μουσικοί θα ήθελαν να γίνουν· ακόμα και οι πάμπλουτοι που έχουν λύσει τα προβλήματα τους ή οι συγγραφείς που έχουν βρει έναν άλλο τρόπο έκφρασης.

Είναι τόσο παλιά η ιστορία της μουσικής, είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με το ανθρώπινο πνεύμα και την ανθρώπινη φύση, είναι μια αρχέγονη λειτουργία και νιώθεις πως βγάζει απόλυτα νόημα όταν υπάρχει στη ζωή σου. H μουσική είναι εδώ από την αρχή των ανθρώπινων πάντων, γιατί εγώ να αποτελώ εξαίρεση; Πόσο μάλλον για μένα που είμαι εσωστρεφής άνθρωπος οπότε η μουσική αποδείχθηκε ένα μεγάλο δώρο.

Παλαιότερα, η σχέση μου με την μουσική ήταν περισσότερο πηγή αγωνίας και άγχους – και ίσως είναι ακόμα, καθώς παίρνω τη μουσική πολύ – πολύ στα σοβαρά

Πως ένας εσωστρεφής άνθρωπος μεταμορφώνεται σε αυτόν τον perfomer στη σκηνή; Κυνηγάτε τις υπερβατικές στιγμές στα live σας;

Νιώθω πως μεταμορφώνομαι στη σκηνή – δεν ξέρω αν εκρήγνυται το μυαλό μου και προτιμώ να μην μπω σ’ ένα τέτοιο κυνηγητό. Θα έλεγα, όμως, πως μπαίνω σε μια πνευματική και συναισθηματική ζώνη, σε μια πιο ασυνείδητη κατάσταση – και μπορεί να ακουστεί κλισέ – αλλά είναι η μουσική που σου ασκεί μια άγνωστη δύναμη. Μπορεί να μην μπαίνω σε αυτή την ζώνη κάθε φορά με την ίδια ευκολία – μπορεί να έχω μια κακή μέρα ή να μην νιώθω μεγάλη αυτοπεποίθηση – αλλά πάντα, με κάποιο τρόπο, φτάνω εκεί. Εξάλλου, και ο τρόπος που είναι δομημένη η μπάντα μας μοιάζει με αυτήν των Doors. Δεν στεκόμαστε, απλώς, μπροστά στο κοινό για να παίξουμε μουσική. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα λυρισμού, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε μια διονυσιακή τελετουργία όταν παίζουμε. Αναφέρω τους Doors, γιατί στον κόσμο του rock and roll είναι  ένα σημείο αναφοράς και έχει εμπνεύσει δεκάδες αναγνωρισμένες μπάντες και τραγουδιστές. Ανάμεσα σε αυτούς κι εμείς, επιδιώκουμε μια δυναμική, πιο δραματική σχέση με τα πράγματα στην live performance.

Στην κορυφή του Καλλιμάρμαρου. Photo credit: Rene Revah

Ο Sivert Hoyem και οι Madrugada θα δώσουν την πρώτη τους συναυλία μετά από 14 χρόνια στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου. Οι πόρτες ανοίγουν στις 18.30. 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Μείνετε συντονισμένοι στο event της συναυλίας στο facebook:
https://www.facebook.com/events/847606729266154
ΤΙΜΕΣ εισιτηρίων
Οι τιμές των εισιτηρίων ξεκινούν από 42 ευρώ και φθάνουν τα 85 ευρώ.
Γενική Είσοδος – Κερκίδες | Tiers: 42 ευρώ
Γενική Είσοδος Arena: 55 ευρώ
Golden Arena: 85 ευρώ
VIP A & VIP B: 85 ευρώ

Σημεία Προπώλησης

Δίκτυο viva
Ηλεκτρονικά: viva.gr
Τηλεφωνικά: 11876
Σε όλα τα Viva Spots
(Καταστήματα Wind, Public, Media Markt, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, αθηνόραμα.gr, Yoleni’s)
Περισσότερα από Πρόσωπα