Συν & Πλην: «Αίας» στο Παλιό Ελαιουργείο Ελευσίνας
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Αίας» σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη που ανέβηκε στο Παλιό Ελαιουργείο Ελευσίνας.
Το παλαιότερο από τα σωζόμενα έργα του Σοφοκλή (450 π.Χ.) μας μεταφέρει στην Τροία, εννέα χρόνια ατελέσφορης πολιορκίας μετά. Ο ελληνικός στρατός βρίσκεται ακόμα καθηλωμένος στην εχθρική γη, χωρίς προοπτική νίκης ή επιστροφής. Σε αυτήν την καμπή της εκστρατείας , ο Πάρης – οδηγημένος από τον Απόλλωνα – σκοτώνει τον Αχιλλέα και τίθεται ζήτημα κληροδότησης των όπλων του. Ο Αίας, βασιλιάς της Σαλαμίνας και γενναιότερος του στρατεύματος μετά τον Αχιλλέα, είναι ο πρώτος επιλαχών· όμως, στη μάχη της διεκδίκησης έχει μπει και ο Οδυσσέας. Στην κρίση των όπλων, θα είναι εκείνος που θα επικρατήσει, προκαλώντας την άσβεστη οργή του Αίαντα. «Τα δικά μου κατορθώματα τα πέταξαν στην άκρη», λέει και αποφασίζει να εκδικηθεί όλους όσοι τον αδίκησαν με πρώτους τους Ατρείδες, Αγαμέμνονα και Μενέλαο. Ωστόσο, η δάκτυλος της Αθηνάς, προστάτιδας του Οδυσσέα, του θολώνει το μυαλό, «βάζει μέσα του, αρρώστια λύσσας» και τον οδηγεί ως κυνηγό ενός κοπαδιού ζώων – αντί των εχθρών του. Όταν πια, ο γενναίος βασιλιάς συνέρχεται και κατανοεί την πλάνη του, κατάφορα ταπεινωμένος, αποφασίζει να αυτοκτονήσει. «Ο ευγενής ή θα πρέπει να ζει καλά ή καλά να πεθαίνει» εξηγεί, αναχαιτίζοντας τις προσπάθειες των συντρόφων του και της ομόκλινης του, Τέκμησσας να του αλλάξουν γνώμη.
Ο Σοφοκλής συναντά τον Αίαντα στην πτώση του – πτώση όχι μόνο προσωπική αλλά και γκρέμισμα μιας ιδεολογικής στάσης που έχει να κάνει με την θυσία για το κοινό καλό, την ηρωϊκή θέση στα πράγματα και την ανδρεία. Οι αξίες αυτές, υποχωρούν δραματικά στην ανατολή μιας νέας εποχής, όπου το πνεύμα και η σοφία του νικάει το σώμα, όπου η γενναιότητα και η ρώμη κάμπτονται μπροστά στην διπλωματία, την διαπραγμάτευση και στην έλευση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Εκπρόσωπος της νέας, αυτής, πραγματικότητας στην σοφόκλεια τραγωδία στέφεται ο Οδυσσέας, συντρίβοντας το προηγούμενο αξιακό σύστημα, που πέφτει με πάταγο στην κόψη ενός σπαθιού.
Στην ανάγνωση του Αργύρη Ξάφη για το Εθνικό Θέατρο, η πλοκή της τραγωδίας ‘αναποδογυρίζεται’ με την εκκίνηση της αφήγησης να τοποθετείται στην σφοδρή σύγκρουση μεταξύ των Ατρειδών και των συντρόφων του Αίαντα, για το αν το σώμα του τελευταίου θα παραμείνει άταφο ή όχι. Για το αν, δηλαδή, το μεγαλείο του θα αναγνωριστεί ή όχι, έστω και μετά θάνατον. Ο βασιλιάς είναι ήδη νεκρός.
Στην πρώτη του σκηνοθεσία στην Επίδαυρο – εκεί όπου ως ηθοποιός έχει σημαντικό βιογραφικό – ο Αργύρης Ξάφης επιλέγει ένα μυστήριο έργο, έναν δρόμο σχετικά βατό (με μια λιτή αισθητική) και μια ομάδα αξιώσεων, πάνω και κάτω από τη σκηνή. Η διαδικασία σύνθεσης τους διαθέτει ωραία, αλλά και τρωτά σημεία. Η παράσταση είναι αξιομνημόνευτη για την τολμηρή αφηγηματική της παρέμβαση, για τις ατμόσφαιρες της και κάποιες ερμηνείες της. Άνιση γιατί η διαχείριση του Χορού δεν δικαιώνεται, αλλά και γιατί αισθητικές προτάσεις δεν λειτουργούν επαρκώς ή δεν λειτουργούν καθόλου.
Τα Συν (+) Η πλειονότητα των ερμηνειώνΣτην σύγκρουση των δύο κόσμων του Σοφοκλή, του ηρωϊκού κόσμου κι εκείνου της πυροσβεστικής διπλωματίας, ο χώρος ερμηνείας των ηρώων θα έλεγε κανείς ότι χρειαζόταν να είναι πιο σαφής. Η υφολογική απόσταση ανάμεσα στις αποδόσεις των ρόλων συσκότισε τη συνολική τους απόδοση, παρότι όλοι κατέθεσαν έντιμες προσπάθειες. Ο Στάθης Σταμουλακάτος, στον πρώτο του ρόλο στην Επίδαυρο, στο ρόλο του Αίαντα, παρακολούθησε με δυναμισμό τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα του – από τη ματαίωση, στον εξευτελισμό και τελικά στην εξόδιο λύτρωση. Παρότι άλλοτε την φίλτραρε μέσα από ένα πιο δραματικό μέγεθος κι άλλοτε την γείωνε σε μια πιο ρεαλιστική, ανθρώπινη βάση.
Η Εύη Σαουλίδου στάθηκε με μεγάλη συνέπεια απέναντι στην παράκληση της Τέκμησσας, εξ ου και η ερμηνεία της ήταν από τις πιο ξεχωριστές της παράστασης. Ο Δημήτρης Ήμελλος έδωσε στον Οδυσσέα την ακριβή, εσωτερική διάσταση του ‘πολυμήχανου’: Ο λόγος, η σκέψη και η προσαρμοστικότητα είναι αυτά που κινούν τα νήματα στη νέα κατάσταση – κι όχι η ρώμη, η γενναιότητα και το ακέραιον του ήθους. Η αλαζονεία της εξουσίας ζωντάνεψε στα πρόσωπα των Νίκου Χατζόπουλου και Γιάννη Νταλιάνη που επωμίστηκαν τους ρόλους των Αγαμέμνονα και Μενελάου, αντίστοιχα – ωστόσο με μια πιο σχηματική διάσταση. Η Δέσποινα Κούρτη βρήκε μια πιο παιγνιώδη, αν όχι δαιμονική χροιά, για να περιγράψει την θεά Αθηνά και τον θεϊκό κόσμο που διαστρεβλώνει, κατά το δοκούν, τις μοίρες των ανθρώπων. Ο Τεύκρος, τέλος, του Χρίστου Στυλιανού έφερε έναν ακραιφνή αγωνιστικό θυμό υπερασπιζόμενος το δίκαιο του Αίαντα, αλλά αυτό σε σημεία τον παρέσυρε και σε υπερβολές.
Η δραματουργική ανατροπήΗ αντιστροφή πλοκής της τραγωδίας με τον Αίαντα να κείτεται νεκρός στην εναρκτήρια σκηνή της παράστασης (αντί για το τέλος της) αξιολογείται με μεγάλο ενδιαφέρον. Καταρχάς, γιατί ο «Αίας» είναι το ταξίδι ενός ήρωα – αναχωρητή που αποποιείται έναν κόσμο που εκπίπτει και μεταβάλλεται. Κατά συνέπεια, η παράσταση και η σκηνοθεσία μπορεί να σταθεί με μεγαλύτερη έμφαση στους λόγους που οδηγούν τον βασιλιά της Σαλαμίνας στην αυτοχειρία. Επιπλέον, γιατί φιλοδωρεί την σκηνοθεσία με ένα ιδιαίτερα φορτισμένο τέλος, που ειδικά στον, κατά Ξάφη, «Αίαντα» προσφέρει και μια σκηνή ανθολογίας. Ασφαλώς, το εγχείρημα κοστίζει αφού, όλοι όσοι δεν γνωρίζουν την πλοκή του έργου, «χάνονται» στην αφήγηση.
Τα σκηνικάΤο πολικό τοπίο που κατασκευάζει η Μαρία Πανουργιά λειτουργεί κι αυτό ως μια άλλην πηγή αντιστροφής – αντίφασης αν λάβουμε υπόψιν την γεωγραφική θέση της Τροίας. Πάντως, εστιάζοντας στην σκηνή του Αίαντα, ένα θερμοκήπιο τρόπον τινά, εκεί δηλαδή που επιβιώνουν τα είδη εκτός της εποχής τους, συναντάμε μια θαυμάσια ιδέα. Ο Αίαντας δεν μπορεί να υπάρξει στον έξω χώρο, συντρίβεται, εκτίθεται και η προστασία του είναι τελικά ο θάνατος του. Σε συνδυασμό δε, με τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, προκύπτουν ωραίες εικόνες σε αισθητικό όσο και συμβολικό επίπεδο.
Το έργο του ποιητή-μεταφραστή Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι εγνωσμένης αξίας. Και εδώ η προσέγγιση του σε ένα ακόμα κείμενο του Σοφοκλή τον οποίο και έχει μελετήσει διεξοδικά (έχει μεταφράσει ήδη την «Αντιγόνη» και τον «Οιδίποδα») προσφέρει ένα λόγο γενναίο, παλλόμενο και πληθωρικό. Κι αν, σε σημεία, ακούγεται πομπώδης είναι γιατί σχολιάζει μια, παρελθούσα αξιών, κατάσταση.
Αν το κεντρικό αίτημα στο ανέβασμα μιας τραγωδίας είναι η διαχείριση του Χορού, στην περίπτωση του Αίαντα, το πλήγμα εδώ είναι σημαντικό. Πρωτίστως, του λείπει μια συνοχή, ένας κοινός παλμός ενώ ελάχιστοι από τους διακεκριμένους νέους και νεότερους ερμηνευτές (Ασημίνα Αναστασοπούλου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Αφροδίτη Κατσαρού, Ερατώ Καραθανάση, Φάνης Κοσμάς, Λάμπρος Κωνσταντέας,Ευσταθία Λαγιόκαπα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Ειρήνη Μπούνταλη, Φώτης Στρατηγός) υψώνονται προς το δράμα του ήρωα.
Τα κοστούμιαΕυτύχημα μεν που σε ένα έργο πολεμικής πλοκής τα κοστούμια δεν αναπαράγουν ευθέως στρατιωτικά μοτίβα – κάτι που έχουμε δει αμέτρητες, σε σημείο πλήξης, φορές στην Επίδαυρο. Κι ενώ τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αποφεύγουν μια τέτοια λύση, είναι τόσο ουδέτερα – αν όχι αδιάφορα.
Η χορογραφική ευρηματικότητα της Χαράς Κότσαλη ‘πάγωσε’ κάπως στην περίπτωση του Αίαντα. Ειδικά ο Χορός έμεινε σε μια κινησιολογική αμηχανία, εντείνοντας τα ήδη σοβαρά προβλήματα στην σκηνική του συμπεριφορά.
Δύο προτάσεις της είδαμε με ενδιαφέρον: Το κουβάλημα της Αθηνάς – Δέσποινας Κούρτη στην πλάτη από τον Οδυσσέα – Δημήτρη Ήμελλο και το πέταγμα του Αίαντα – Στάθη Σταμουλακάτου πριν συναντηθεί με την λόγχη του σπαθιού του.
Θρηνητική και με θρησκευτικές παραπομπές, η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή (στην τετραμελή οχρήστρα πνευστών των Μάνο Βεντούρα, Σπύρου Βέργη, Στέφανου-Σπυρίδωνα Δαφνή και Μενέλαου Μωραΐτη) δεν καταφέρνει να υπογραμμίσει επαρκώς τη δράση ή να φορτίσει συναισθηματικά τα τεκταινόμενα. Εξαίρεση αποτελούν οι πρώτοι ήχοι της σύνθεσης που έρχονται από το παρασκήνιο, ενώ το σώμα του Αίαντα παραμένει άταφο.
Ενδιαφέρουσα αλλά και με ορατές αδυναμίες προσέγγιση μιας δύσκολης σοφόκλειας τραγωδίας, βαφτίζει σκηνοθετικά τον Αργύρη Ξάφη στη σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος.