Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Blonde: Βλέποντας την πολυσυζητημένη ταινία του NetflixΧωρίς αμφιβολία, το «Blonde» ήταν μία ταινία που περίμενα με αγωνία να δω. Δεν ξέρω τελικά αν το αποτέλεσμα με δικαίωσε, διότι τα συναισθήματα και οι σκέψεις που μου προκάλεσε ήταν ανάμεικτα. Το (+) φυσικά το έβαλα διότι η ταινία είχε κατά βάση καλά στοιχεία όσον αφορά στη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες. Η μετάβαση από έγχρωμο σε ασπρόμαυρο πλάνο και το αντίστροφο, όπως και το αφηγηματικό ύφος που είχε σε ορισμένες σκηνές στις οποίες ακούγονται οι σκέψεις της Μέριλυν, κάνει το έργο ακόμη πιο ρεαλιστικό. Αξίζει να αναφερθεί η σχεδόν ανατριχιαστική ομοιότητα της Άνα ντε Άρμας με τη Μέριλυν. Από την εξωτερική εμφάνιση μέχρι τον τρόπο ομιλίας, η Άνα ντε Άρμας, αναδεικνύοντας το υποκριτικό της ταλέντο, μάς μετέφερε με σεβασμό, ίσως την πιο αυθεντική εκδοχή της Μέριλυν Μονρό. Δυνατές ερμηνείες σημειώνονται κι από τους ηθοποιούς που πλαισιώνουν την ντε Άρμας, όπως της Τζούλιαν Νίκολσον, ως την ψυχικά διαταραγμένη μητέρα της, του Μπόμπι Καναβάλε στον ρόλο του πρώτου βίαιου και ταυτόχρονα εαυαίσθητου συζύγου της, αλλά και του Άντριεν Μπρόντυ που ενσαρκώνει τον πασίγνωστο συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ, ή αλλιώς το μεγάλο έρωτα της Μονρό. Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης της ταινίας Άντριου Ντόμινικ, παρουσιάζει με ωμό και σκληρό τρόπο τα δύσκολα παιδικά χρόνια της Νόρμα Τζιν (κατά τον κόσμον Μέριλυν Μονρό) μέχρι την ημέρα που έγινε πλέον το πιο λαμπρό αστέρι του Χόλιγουντ. Σε όλη την διάρκεια της ταινίας η Μέριλυν παρουσιάζεται ως μία αφελή γυναίκα η οποία έπεσε αρκετές φορές θύμα βίαιης συμπεριφοράς και σεξουαλικής κακοποίησης από πολλούς άντρες και η οποία διαρκώς προσπαθούσε να βρει στα πρόσωπά τους τον πατέρα που δεν είχε ποτέ. Με άλλα λόγια, θα λέγαμε πως η ταινία αφορά κυρίως την προσωπική ζωή της Μονρό και τα τραγικά γεγονότα που την σημάδεψαν, παρά την καλλιτεχνική της πορεία στην ηθοποιία και στο τραγούδι, κάτι το οποίο θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε. Επίσης, στην διάρκεια της ταινίας υπάρχουν πολλές σκηνές με αίμα και βία, οπότε να προειδοποιήσω ότι θα νιώσετε ένα «σφίξιμο» καθώς θα παρακολουθείτε. Ως λάτρης των βιογραφιών, έχω να πω πως πρόκειται για ένα έργο το οποίο δημιουργεί έντονα συναισθήματα, ενώ ταυτόχρονα μάς κάνει να αναλογιστούμε πόσο ακριβά μπορεί να πληρώσει κανείς το τίμημα της φήμης και της δόξας.
Χριστιάνα Τσατσαρώνη
Στ’ αλήθεια, ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) δεν είμαι βέβαιη αν το θέατρο του Romeo Castellucci με καταλαμβάνει πλήρως, αν είμαι απόλυτα μαζί του ή αν με πετάει έξω. Επίσης, παραμένει αίνιγμα – ακόμα και μετά από 13 χρόνια συνεχούς επαφής με το έργο του – αν επιδιώκει πράγματι να σε πετάξει έξω – πιθανώς για να βρεθείς σε έναν πιο προσωπικό χώρο σχέσης με την, εκάστοτε, παράσταση του. Το «Bros» που παρουσιάζεται (έως και σήμερα) στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση – ένα χρόνο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Ελβετία – είχε αυτά τα χαρακτηριστικά του διλήμματος: Να σε κερδίζει, σαν κεραυνοβόλος έρωτας, και ως τέτοιος να σε χάνει. Το σχόλιο του Ιταλού σκηνοθέτη για την αστυνομική βία και την βία ως έκφραση της νομιμότητας περνούσε πότε από εικόνες εκθαμβωτικής δυναμικής και πότε από μια απρόσιτη ή δυσερμήνευτη αφήγηση.
Από την άλλη, το εικαστικό ποιητικό, συμβολικό θέατρο που υπηρετεί ο Καστελούτσι μοιάζει μ’ ένα ανήσυχο εργαστήριο όπου ο καθένας δανείζεται το εργαλείο που του κάνει για να ερμηνεύσει τον κόσμο. Η τελευταία σκηνή του «Bros» όπου η ομάδα των αστυνομικών παραδίδει σ’ ένα απορημένο παιδί, το γκλομπ – το τεκμήριο της βίας στο δημόσιο βίο – είναι από αυτές τις στιγμές που το θέατρο ίπταται πάνω από την θνησιγένεια του.
Στέλλα Χαραμή
Μια εβδομάδα μετά το live των Madrugada στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μπορούμε να μιλάμε όχι για το καλύτερo live του φθινιπώρου, αλλά για το καλύτερο του καλοκαριού. Μια μπάντα που είχε να εμφανιστεί ενώπιο του ελληνικού κοινού 14 χρόνια – παρότι ο Hoyem έχει φροντίσει να συντηρήσει με τα σόλο του αυτή την σχέση – εμφανίστηκε στην σκηνή σαν να μην πέρασε μια μέρα. Και η επικοινωνία με τον κόσμο τους – πιστό κοινό over 30s – αποδείχθηκε αδιάρρηκτη. Οι Madrugada έστησαν την πιο μεγάλη, σε κλίμακα, συναυλία που έχουν δώσει μέχρι σήμερα, την υπηρέτησαν άψογα, μας παρέδωσαν σχεδόν όλα τα hits του ρεπερτορίου τους μέσα από έναν, εξαιρετικής ποιότητας, ήχο και προσεγμένες ψηφιακές αναπαραστάσεις. Η εμφάνιση τους ξεπέρασε τις δυο ώρες, κάνοντας μας ν’αναρωτηθούμε πόσο καιρό έχουμε να βρεθεί σε old school live, όπου το γκρουπ τραγουδάει τα συμφωνημένα και φεύγει.
Ίσως, πάλι, να είχαν λίγο παραπάνω άγχος για το πως λειτουργεί ένα big live – αν κρίνουμε από την έγνοια των highlights (την εμφάνιση Irida Vocal Ensemble choir και της Ane Burn) που δεν προσέθεσαν κάτι, στην ήδη πολύ καλή δομή του. Πάντως, το αδιαπραγμάτευτο προσόν των Madrugada ήταν και παραμένει ο Sivert Hoyem για την αψεγάδιαστη φωνή του και, πλέον, για την απελευθερωμένη παρουσία του στη σκηνή και την πηγαία δοτικότητα του.
Στέλλα Χαραμή
Η αριστουργηματική «Ζιζέλ» του Αντόλφ Αντάμ είναι ένα έργο λυρικό, βαθιά ρομαντικό, με υπέροχη ατμοσφαιρική και αφηγηματική μουσική και μια ιστορία μοναδικά συγκινητική. Με μόλις δύο πράξεις και με πλοκή που δεν κουράζει είναι από τα μπαλέτα εκείνα που αγαπούν ιδιαίτερα οι λάτρεις του χορού αλλά και οι μη. Βράδυ Σαββάτου, βρεθήκαμε σε ένα κατάμεστο Ηρώδειο για να παρακολουθήσουμε την παράσταση που έφεραν στη χώρα μας το Μπαλέτο και η Ορχήστρα της Εθνικής Όπερας της Οδησσού, στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής περιοδείας τους. Ουκρανοί κορυφαίοι καλλιτέχνες «ζωντάνεψαν» την τραγική ιστορία αγάπης της Ζιζέλ, μεταφέροντας ταυτόχρονα μηνύματα αισιοδοξίας, που τόσο πολύ είχαμε ανάγκη. Όμορφα κοστούμια και αέρινες χορογραφίες «ντύνονταν» μοναδικά από την απίστευτη μουσική του Αντάμ που αποτελεί και το στοιχείο εκείνο που έχει κάνει το μπαλέτο αυτό πραγματικά αθάνατο. Ειδική μνεία στην εξαιρετική Αλεξάντρα Βορομπίοβα, την πρίμα μπαλαρίνα που έδωσε μοναδική πνοή στη «Ζιζέλ» και δεν σταμάτησε να καταχειροκροτείται καθ ‘ όλη τη διάρκεια της παράστασης, και για την άρτια τεχνική της αλλά και για την εκφραστικότητά της που όσοι ήμασταν τυχεροί και βρισκόμασταν κοντά στη σκηνή, είχαμε την τύχη να απολαύσουμε. Φυσικά το τέλος, ήταν διπλά συγκινητικό αφού μετά από ένα δυνατό φινάλε, οι συντελεστές ανέβηκαν στη σκηνή υψώνοντας περήφανα τη σημαία της Ουκρανίας, δίνοντας το δικό τους ηχηρό μήνυμα απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου που εξακολουθεί να μαίνεται στη χώρα τους. Το κοινό του Ηρωδείου χειροκρότησε τότε πιο δυνατά από ποτέ, κάτι που πραγματικά με συγκίνησε προσωπικά αφήνοντάς μου τα πιο δυνατά συναισθήματα για μια Τέχνη που πάνω από όλα έχει «φωνή»!
Ευδοκία Βαζούκη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Αν είσαι φαν της αμερικανικής ποπ κουλτούρας, το It’s O-Cake δεν θα σε απογοητεύσει. Το μαγαζί είναι φτιαγμένο με διάθεση diner του 1950, και χρώματα που ακτινοβολούν πριν καν μπεις στον χώρο. Το it’s O-Cake φέρνει στην μικρή πόλη του Κορωπίου το αμερικανικό γλυκό και όχι μόνο. Με κλασικά αμερικάνικα γλυκά όπως cupcakes, pies, cake pops, milkshakes, μπισκότα, να στολίζουν το μαγαζί, αναβλύζουν οι πιο ωραίες μυρωδιές. Ξεκίνησε ως μια ιδέα, μετά την περίοδο της καραντίνας που όλοι χρειαζόμασταν να πιαστούμε από κάτι θετικό, και με χιουμοριστικό ύφος, υπόσχεται ότι όλα θα είναι O-Cake. Εξάλλου, ποιος είπε ότι τα γλυκά δεν φέρνουν την ευτυχία;
Ο χώρος μοσχοβολάει από την ποικιλία των γλυκών, φτιαγμένα χειροποίητα, και με τις πιο έξυπνες ιδέες. Διατηρεί το χιούμορ του σε κάθε πτυχή του μαγαζιού, από τις ετικέτες, τα αυτοκόλλητα, μέχρι και τις επιγραφές πάνω στις τούρτες. Οι τούρτες, καθεμία διαφορετική, ποτέ καμία ίδια όπως μάς ανέφερε και η ζαχαροπλάστης, είναι πολύ σημαντικό να είναι μοναδική για τον κάθε πελάτη που θα την πάρει στα χέρια του. Στην μια γωνιά του μαγαζιού μπορεί να επισκεφθεί κανείς το soda bar, με μια απεριόριστη ποικιλία αναψυκτικών από όλο τον κόσμο, από Ασία, μέχρι Αμερική, Ολλανδία, Σκωτία, ακόμα και Τζαμάικα. Τα milkshake μεγάλα και διακοσμημένα όπως αρμόζει σε ένα αμερικανικό milkshake, τα cinnamon rolls αφράτα μοσχοβολώντας κανέλα και λεμόνι, οι τούρτες ψηλές και φτιαγμένες με τις πιο περίεργες γεύσεις, και ο καφές μυρωδάτος με το πιο γλυκό χαρμάνι. Η βιτρίνα του μαγαζιού αντανακλά στον κάθε περαστικό τα πιο τρέλα γλυπτά μπισκότου και ζαχαρόπαστας που έχει δει κανείς, που απλά σε προετοιμάζουν για το τι θα δεις μόλις μπεις μέσα στο ζαχαροπλαστείο. Το περιβάλλον πολύ ευχάριστο, θετικό και φιλόξενο με ζωντανά χρώματα και neon επιγραφές να φωτίζουν τον χώρο. Οι καλύτερες μέρες για να επισκεφτείς το It’s O-Cake είναι Τετάρτη και Σάββατο, μέρες αφιερωμένες στο διάσημο και ιερό Cinnamon roll του μαγαζιού, που φέρνει επισκέπτες από όλες τις περιοχές της Αττικής.
Έλενα Μάτσα
Μερικές ταινίες έχουν την μαγική ικανότητα να ταξιδεύουν τον τηλεθεατή σε διάφορους προορισμούς οι οποίοι αποκτούν μία επιπλέον ομορφιά μέσω της κατάλληλης σκηνοθετικής σύνθεσης. Μία από αυτές τις ταινίες είναι το «Love in the villa», στην οποία ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Mark Steven Johnson, κατάφερε να με ταξιδέψει νοερά στην Ιταλία. Με πρωταγωνιστές τον Τομ Χόπερ του «The Umbrella Academy» και την Κατ Γκράχαμ των «Vampire Diaries», ήμουν σίγουρη πως η επιλογή μου να την παρακολουθήσω θα με δικαίωνε. Η πλοκή βρίσκει την Τζούλι, μετά από ένα χωρισμό να ταξιδεύει στην πόλη των ονείρων της, την Βερόνα της Ιταλίας. Στην συνέχεια όμως ανακαλύπτει πως πρέπει να μοιραστεί την βίλα που νοίκιασε με έναν γοητευτικό άγνωστο. Έτσι λοιπόν, ξεκινάει μία σειρά από συγκρούσεις οι οποίες προσφέρουν στην ταινία ένα κωμικό στοιχείο, που σίγουρα με επηρέασε θετικά στο να την κατατάξω σε μία από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει το τελευταίο διάστημα. Μία ανάλαφρη και γλυκιά δημιουργία, που αποτελεί την ιδανική επιλογή για μία βραδιά χαλάρωσης καθώς σε τέτοιου είδους ταινίες δεν περιμένουμε δράση και πολλές ανατροπές. Σίγουρα, μετά από αυτή την προβολή η επιθυμία για ένα ταξίδι στην όμορφη Βερόνα έγινε ακόμη μεγαλύτερη…
Κατερίνα Τσιακαράκη
Μια από τις επιλογές των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας που μόλις την είδα στο πρόγραμμα ήξερα αμέσως ότι θα πάω ήταν το ντοκιμαντέρ για τον David Bowie του Brett Morgen με τίτλο «Moonage Daydream». Το γεγονός που με τράβηξε τόσο είναι ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμη ντοκιμαντέρ του Bowie αλλά για μια διαφορετική προσέγγιση, η οποία βασίστηκε σε υλικό κατευθείαν από την οικογένειά του, το οποίο δεν είχε δημοσιευτεί ξανά. Κι ένας ακόμη λόγος είναι πως προβλήθηκε στην αίθουσα VMAX Sphera του Village Cinemas, με remastering στα τραγούδια που ακούστηκαν και ειδική επεξεργασία στον ήχο για μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Και τελικά μας έδωσαν αυτό που υποσχέθηκαν: μια προβολή στον χώρο και με το ηχοσύστημα που της αξίζει! Τα πρώτα κιόλας λεπτά η αίθουσα άρχισε να δονείται ενώ βλέπαμε εικόνες από αστέρια και πλανήτες και για μια στιγμή αισθάνθηκα πως θα απογειωθούμε. Πράγματι, «απογειωθήκαμε» και βρεθήκαμε στον πλανήτη του Bowie. Από τα πιο ωραία στοιχεία του ντοκιμαντέρ είναι πως μιλούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, για τις σκέψεις του, για την μουσική και την τέχνη του. Άρχισες να βλέπεις λίγο μέσα του και να προσπαθείς να καταλάβεις το μεγαλείο ενός τέτοιου καλλιτέχνη. Με τους φρενήρεις ρυθμούς του μοντάζ μεταφερθήκαμε από τα 70s έως τα 90s και δεν ήθελα να βγω από την σκοτεινή αίθουσα μετά από αυτό το ταξίδι στον χρόνο…
Φωτεινή Νικολίτσα
Τη Δευτέρα βρέθηκα στο Ηρώδειο για να παρακολουθήσω την “Αντιγόνη” σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις -μία παράσταση, που με είχε βάλει σε σκέψεις πριν προλάβω να την δω, λόγω των πολύ ανάμεικτων κριτικών που είχε λάβει. Πάντα προσπαθώ να μην επηρεάζομαι από τις γνώμες τρίτων, πριν μπορέσω να δω η ίδια κάτι -μου φαίνεται πολύ άδικο για τους δημιουργούς. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι η παράσταση πράγματι έπασχε σε πολλά από τα σημεία, που έχουν ήδη επισημάνει πολλοί. Σημαντική αχτίδα φωτός ήταν η ερμηνεία της Έλλης Τρίγγου, η οποία μου φάνηκε να έχει αγκαλιάσει σε μεγάλο βαθμό τον δυναμισμό, το πείσμα, την αποφασιστικότητα της Αντιγόνης -μίας ηρωίδας που έχει αγαπηθεί πολύ για αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά της. Δυστυχώς, η ερμηνεία του Βασίλη Μπισμπίκη ως Κρεόντα δεν με έπεισε (αν και μου φάνηκε ενδιαφέρουσα η προσέγγισή του), ενώ η παρουσία του Χορού (που με μία διαφορετική διαχείριση θα μπορούσε επίσης να αποδειχθεί ενδιαφέρουσα) τελικά έμοιαζε παράταιρη. Με μία διαφορετική διαχείριση του κειμένου και των ηθοποιών, πιστεύω θα είχε ενδιαφέρον να δούμε έναν πιο σύγχρονο Κρεόντα, όπως εκείνον που προσπάθησαν μάταια να φέρουν στη σκηνή οι Γκραουζίνις-Μπισμπίκης, δηλαδή έναν Κρέοντα στη σύγχρονη ελληνική πατριαρχική κοινωνία, ματσό, γεμάτο τοξική αρρενωπότητα, που όμως δεν θα είναι μονόπλευρος, που θα μπορεί να παραπέμπει στον πολυσχιδή Κρέοντα του Σοφοκλή, έναν άνθρωπο που πάνω απ’ όλα βάζει την εξουσία. Ελπίζω κάποια στιγμή να έχουμε την ευκαιρία να δούμε μία πιο επιτυχημένη προσέγγιση της Αντιγόνης.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μέσα στην εβδομάδα που μας πέρασε, και συγκεκριμένα την Τετάρτη, συνεχίστηκε σε δεύτερο βαθμό, στην αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών, η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, με στόχο την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης που είχε παρθεί στις 7 Οκτωβρίου του 2020, ότι η δολοφονία του Π. Φύσσα καθώς και τα υπόλοιπα εγκλήματα όμοιας φύσεως, αποτελούν συντεταγμένο της εγκληματικής οργάνωσης και όχι μεμονωμένα περιστατικά. Έτσι στο Εφετείο παρευρέθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, ο καταδικασμένος Ηλίας Κασιδιάρης, και μερικοί από τους υποστηρικτές και φίλους του, οι οποίοι -ποιος να το περίμενε- κατάφεραν για ακόμη μια φορά να εξοργίσουν με την συμπεριφορά τους. Με χειροκροτήματα λοιπόν και συνθήματα υποδέχτηκαν οι οπαδοί τους, τους Ηλία Κασιδιάρη και Ιωάννη Λαγό, και μάλιστα χωρίς κανένα δισταγμό κάποιος από αυτούς χαιρέτισε ναζιστικά. Η προκλητική αυτή στάση τους εξόργισε, δικαίως, τους συγγενείς των θυμάτων, τους παρευρισκόμενους και γενικότερα όλους εκείνους που αισθάνονται “άνθρωποι”. Η μητέρα του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα, Μάγδα Φύσσα, διαμαρτυρήθηκε για την απροκάλυπτη συμπεριφορά των υποστηρικτών της τρομοκρατικής οργάνωσης, οι οποίοι φαίνεται να είχαν μεγάλη άνεση κατά την παραμονή τους στη δικαστική αίθουσα. Στο “Hot or Not” της εβδομάδας επομένως, το μεγαλύτερο Not, πηγαίνει στους ναζιστικούς χαιρετισμούς, τον φασισμό και ό,τι απορρέει από αυτόν.
Ελένη Πάικου
Σαν να παρακολουθείς από την «κλειδαρότρυπα» μια γυναίκα να βιώνει ένα συνεχές τραύμα. Έτσι ακριβώς αισθανόμουν καθώς παρακολουθούσα την πολυσυζητημένη ταινία του Άντριου Ντόμινικ, «Blonde», μια μυθοπλαστική αφήγηση της ζωής της εμβληματικής σταρ του Χόλυγουντ Μέριλιν Μονρόε, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Τζόις Κάρολ Όουτς. Σε καμία περίπτωση δεν θα ισχυριστώ ότι δεν πρόκειται για μυθοπλασία αλλά για καταγραφή πραγματικών γεγονότων, καθώς η ίδια η συγγραφέας είχε πάρει αρκετές «ελευθερίες» όσον αφορά τη διαχείριση του υλικού της παίζοντας με τα όρια μεταξύ των δύο. Ωστόσο, καθώς γινόμαστε μάρτυρες της καθοδικής ανεξέλεγκτης πορείας της Μονρόε προς την καταστροφή- από τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τις κακοποιητικές/τοξικές σχέσεις της με τους άντρες, μια κινηματογραφική βιομηχανία που την εκμεταλλεύτηκε ανελέητα, το «τέρας» της δημοσιότητας που την κατασπάραζε λίγο λίγο, καθώς και τον αγώνα της με την ψυχική ασθένεια- δεν μπορώ παρά να μη σκεφτώ πως για ακόμη μια φορά, μέσα από μια ταινία, η Μέριλιν Μονρόε «εγκλωβίστηκε» μέσα στην εικόνα που άλλοι ήθελαν να πλάσουν για την ίδια.
Και ναι σίγουρα έχει υπάρξει θύμα- μια γυναίκα κακοποιημένη και ταλαιπωρημένη τόσο από τον περίγυρο της όσο και τους εσωτερικούς δαίμονες που την κατέτρεχαν. Ναι ήταν το «σύμβολο του σεξ» που αντικειμενοποήθηκε και υποτιμήθηκε όσο καμία άλλη. Η Μέριλιν δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Ήταν μια ευφυής γυναίκα, μια φιλόδοξη επαγγελματίας, εξαιρετική όσον αφορά την τέχνη της, δυναμική μέσα στο context της εποχής της- δημιούργησε τη δική της εταιρεία παραγωγής- με ενδιαφέροντα πέρα από τα όρια της μεγάλης οθόνης- στο πλευρό των μαύρων καλλιτεχνών που αντιμετώπιζαν τον φυλετικό διαχωρισμό. Όμως αυτή η συναρπαστική πλευρά της δεν «κάνει» την εμφάνιση της στην οπτικά υπέροχη ταινία του Ντόμινικ. Ενώ, η εντυπωσιακή μεταμόρφωση και η εξαιρετική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Άνα ντε Άρμας ως μια ηρωίδα που αναζητάει απελπισμένα τη δική της ταυτότητα «πέφτει στην παγίδα» των επιλογών του ίδιου του σκηνοθέτη της, ο οποίος δείχνει να χάνει εντελώς την ουσία μετατρέποντας το «τραύμα» εν τέλει σε θέαμα.
Αριστούλα Ζαχαρίου