Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της ζωής στην Αθήνα, σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις, αποτελεί η πλούσια καλλιτεχνική της σκηνή. Κινηματογραφικά έργα, συναυλίες, εικαστικές εκθέσεις, έργα χορού, performances και ετερογενείς θεατρικές παραστάσεις εναλλάσσονται σε σκηνές και αίθουσες τέχνης διαθέσιμες και προσβάσιμες σε εκείνες και εκείνους που ενημερώνονται για την τέχνη και την παρακολουθούν.
Στην πολυφωνία αυτή και την πληθυντικότητα έχουν συμβάλλει σημαντικά, πέρα από τους δημόσιους θεσμούς και τα κρατικά φεστιβάλ, καθώς και, πιο πρόσφατα, τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα, μικρότερα αλλά σημαντικά φεστιβάλ.
Στο πεδίο του χορού, το Arc for dance festival, ένας από τους εταίρους του ευρωπαϊκού δικτύου Aerowaves αποτελεί μία τέτοια περίπτωση. Το 15ο φέτος, συνέβη, μετά από δύο χρόνια ψηφιακής παρουσίασης ξανά ζωντανά με παραστάσεις, σεμινάρια και προβολές, μοιρασμένες σε τέσσερεις θεματικές ενότητες και παρουσιάστηκαν δωρεάν σε διαφορετικούς χώρους της Αθήνας και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Το φεστιβάλ ξεκίνησε με την ενότητα «Arc_hitects» προτείνοντας διαφορετικές δυνατότητες παρουσίασης του χορού. Δύο έργα χορού εικονικής πραγματικότητας (Idiot-Syncracy και Body Monologue) μια ταινία (17000’’) και μία περφόρμανς (The Angular Distance of Celestial Body) παρουσιάστηκαν και προβλήθηκαν αντίστοιχα στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), στο Dance Cultural Center, και στο Θέατρο Ροές.
Στην παράσταση του Αlesandro Carboni δύο χορεύτριες μετακινούσαν σε απόλυτο συντονισμό μεταξύ τους, μαύρα νήματα δημιουργώντας γεωμετρικές κατασκευές στο λευκό πάτωμα του ΕΜΣΤ επιτελώντας μία ιδιαίτερη «χαρτογραφική διαδικασία».
Πέρα από τα ζητήματα που έθεσε λόγω της θεματολογίας της, η τοποθέτηση της ζωντανής παράστασης στο χώρο ενός μουσείου, ενεργοποίησε παράλληλα και το ερώτημα, του τι κομίζει ένα εφήμερο έργο στη συνθήκη του μουσείου. Με ποιον τρόπο συνδιαλέγεται με τα σταθερά και -συνήθως- αμετάβλητα έργα που εκτίθενται στον εκθεσιακό χώρο; Το ζήτημα της προσωρινότητας, της άμεσης σωματικής παρουσίας αλλά και της χρονικότητας, μοιάζουν να είναι οι προφανείς απαντήσεις στην παραπάνω ερώτηση. Αν και, όσον αφορά τουλάχιστον τη χρονικότητα, τη συγκεκριμένη δηλαδή διάρκεια που απαιτεί η παρακολούθηση μιας παράστασης σε αντιδιαστολή με την ελεύθερη περιπλάνηση ανάμεσα στα αντικείμενα του μουσείου, η πληθώρα έργων βιντεοτέχνης που έχουν «εισβάλει» πλέον στα μουσεία την έχουν ήδη «επιβάλλει» ως συνθήκη θέασης.
Εκείνο που «αποκαλύφθηκε» καθώς οι δύο χορεύτριες συνεργάζονταν άψογα έτσι ώστε να δημιουργούν σε ζωντανό χρόνο με τα νήματα συνεχώς μεταβαλλόμενες, νέες κατασκευές στο χώρο (οι οποίες έχουν εικαστικό ενδιαφέρον) ήταν η αντιδιαστολή με το ακίνητα και αμετάβλητα εικαστικά έργα που στέκονταν ολοκληρωμένα στο μουσειακό χώρο, όπως τα δημιούργησε μόνη ή μόνος σε ένα στούντιο μία ή ένας καλλιτέχνης.
Έργα σε μορφή εικονικής πραγματικότηταςΤο ντουέτο Idiot-Syncracy των Igorx Moreno και το σόλο Body Monologue της Αναστασίας Βαλσαμάκη, παρουσιάστηκαν σαν έργα εικονικής πραγματικότητας. Η εμπειρία μιας παράστασης χορού με γυαλιά εικονικής πραγματικότητας υπήρξε πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα και παράδοξα «ζωντανή». Τη στιγμή της θέασης αναδύθηκαν επίκαιρα ερωτήματα σχετικά με τη φύση της θέασης ενός έργου που δημιουργείται για να παρουσιάζεται ζωντανά, την σημασία της συμπαρουσίας των σωμάτων των χορευτών και των θεατών, τους τρόπους που ένα έργο χορού κιναισθητικά επικοινωνείται, τις ρωγμές που δημιουργεί η απομονωμένη συνθήκη της ατομικής συσκευής προβολής, καθώς καθεμία και καθένας βυθίζεται στη συσκευή εικονικής πραγματικότητας.
Παρόλα αυτά σκέφτεται κανείς εξίσου τις καλλιτεχνικές και εκπαιδευτικές δυνατότητες που διανοίγει η τρισδιάστατη μετάδοση του χορού σε μέρη που καθίσταται δύσκολο να παρουσιαστεί κάποιο έργο ζωντανά. Η εν λόγω βιντεοσκόπηση έργων χορού αποτελεί μία πρωτοβουλία του Aerowaves που ανάμεσα σε άλλα, εκκινείται από την επιθυμία να «φτάσει» ο σύγχρονος χορός σε μέρη που δεν δύναται να πάει ζωντανά. Δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί, πέρα από τις όποιες καλλιτεχνικές πιθανότητες, τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους ένα τέτοιο ψηφιακό εργαλείο μπορεί να καλλιεργήσει ένα νέο κοινό, απαραίτητο για την μελλοντική υποστήριξή του χορευτικού πεδίου.
Στο μέλλον στοχεύει επίσης και η δεύτερη ενότητα του φεστιβάλ με τίτλο Prime Movers σε συνδυασμό με το Arc Dialogues που υποστηρίζει νέους δημιουργούς. Τέσσερις νέες γυναίκες χορογράφοι οι Ελιάν Ρουμιέ, Εμμανούελα Σακελλάρη, Χριστιάνα Κοσιάρη, και Διαμάντω Χατζηζαχαρία, άντλησαν από οικείες αφηγήσεις, αναπαραστάσεις της ποπ κολτούρας και εκδοχές της έμφυλης διαδικασίας σωματοποίησης, (ή αλλιώς του τρόπου-να-είναι-στον-κόσμο μια νέα γυναίκα), αναζητώντας μία προσωπική καλλιτεχνική γλώσσα που επιθυμούσε να φέρει σε συνομιλία τις ατομικές εμπειρίες με τα συλλογικά βιώματα. Οι συζητήσεις που ακολούθησαν με τους χορογράφους μετά από κάθε παράσταση, υπήρξαν εξίσου γόνιμες τόσο για τις καλλιτέχνιδες όσο και για το κοινό.
Μία ακόμη σημαντική ενότητα της φετινής διοργάνωσης υπήρξαν τα τέσσερα δωρεάν σεμινάρια που διοργανώθηκαν κάτω από τον τίτλο Hot houses και επικεντρώνονται σε διαφορετικές εξίσου σημαντικές εκδοχές της δημιουργικής διαδικασίας: ένα «ανοιχτό εργαστήριο για όλους» που αφορούσε χορευτές με και χωρίς αναπηρία, ένα τριήμερο με τον Bush Hartshorn που εξασκούσε τους συμμετέχοντες σε πρακτικές ανατροφοδότησης ως επαγγελματικό εργαλείο, ένα διήμερο που εστίασε σε «κινητικές ιδέες που διερευνούν την ποιότητα και την υφή της κίνησης» με τον Ηλία Λαζρίδη, και ένα master class που διερευνούσε εργαλεία «αυτοσαρκασμού και χιούμορ» με τη Silvia Gribaudi.
Mainfest
Το κύριο πρόγραμμα του φεστιβάλ φιλοξενήθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τις 29 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 2 Οκτωβρίου. Πριν την είσοδο στο θέατρο, οι θεατές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μια δημόσια χορευτική δράση. Ανάμεσα στο πολύχρωμο κοινό που καθόταν κλιμακωτά στις εξωτερικές σκάλες του κτηρίου και τους θεατές που περικύκλωσαν την πλατεία έξω από το θέατρο, διέκρινε κανείς ανάμεσα σε εκείνες/ους επισκέφτηκαν το χώρο ειδικά για το φεστιβάλ, κατοίκους του Πειραιά, εφήβους με ή χωρίς skateboard, τυχαίους περαστικούς που στέκονταν για λίγο.
Στις τέσσερις μέρες του κύριου προγράμματος παρουσιάστηκαν επτά παραστάσεις, ετερογενείς μεταξύ τους τόσο στη θεματολογία όσο και στη μορφή. Στο έργο Dreams of Time της Δάφνης Αντωνιάδου που άνοιξε το κεντρικό πρόγραμμα, δύο χορεύτριες (Αντωνία Οικονόμου και Ξένια Σταθούλη) εξερεύνησαν τους τρόπους με τους οποίους τα σώματα, ο ήχος, η κίνηση και το φως μπορούν να δημιουργούν εικόνες κινούμενες ανοίκειες και σκοτεινές.
Στη συνέχεια ο Γιάννης Αντωνίου με την Jone San Martin και τους Εμμανουέλα Αλεξανδρινάκη, Κωνσταντίνα Βέρρου, Εβίνη Παντελάκη, και Σπύρο Ντόγκα δοκίμασαν τις καλλιτεχνικές δυνατότητες που επιτρέπει η σύνδεση του ήχου και της κίνησης.
Με τους ίδιους περφόρμερ παρουσίασε ο Γιάννης Μανταφούνης την επόμενη μέρα τις δυνατότητες της χορογραφικής του μεθοδολογίες σε ένα παραστασιακό σχεδίασμα με τον τίτλο Extra Vaganzzza. Στο έργο Warping Soul του Andreas Hannes που ακολούθησε, τέσσερις ερμηνευτές (Beatrice Cardone, Adam Khazhmuradov, Laura Moura Costa, Alberto Albanese) συγχρονισμένοι με τη μουσικοί επιτέλεσαν μια ενεργητική χορογραφία με ένα συνεκτικό κινητικό λεξιλόγιο που έφερε στο νου ψηφιακά σώματα που κατοικούν στον κυβερνοχώρο.
Παρόμοια σχέση με τη μουσική ακολούθησε και το έργο A signal that travels down through your heart της Εύας Γεωργιστοπούλου, που άνοιξε την τρίτη μέρα. Η Γεωργιτσοπούλου μαζί με άλλες δύο χορεύτριες (Σεβαστή Ζαφείρα, Tamae Yoneda) ερμήνευσαν άψογα μια απαιτητική κυρίως ομαδική χορογραφία.
Παρόλο που όλα τα έργα καταχειροκροτήθηκαν με ιδιαίτερη θέρμη, το έργο Graces της Sylvia Gribaudi που ακολούθησε ήταν εκείνο που ξεσήκωσε το κοινό και κέρδισε δικαίως τις εντυπώσεις. Με ιδιαίτερο χιούμορ η ιταλίδα χορογράφος, ο σωματότυπος της οποίας επαναστατεί απέναντι στα καθιερωμένα πρότυπα του χορευτικού σώματος, δημιούργησε μαζί με τους Siro Guglielmi, Matteo Marchesi, Andrea Rampazzo ένα χιουμοριστικό έργο που εορταστικά, χαρούμενα και ζωηρά ασκεί κριτική στις αντιλήψεις για το σώμα, τη χάρη και την ομορφιά. Έχτισε τη δραματουργία της, που βασίστηκε ιδιαίτερα στη στρατηγική της απεύθυνσης που συνηθίζουν οι άνθρωποι του τσίρκο και ιδιαίτερα οι κλόουν, κλιμακωτά. Από την περισσότερο αμήχανη ανταπόκριση στην αρχή στο βροντερό χειροκρότημα στο τέλος.
Το φεστιβάλ έκλεισε, τέλος, με την παράσταση Hooked του Ηλία Λαζαρίδη. Μια παράσταση ιδιαίτερα εικονογραφική και αφηγηματική όπου έξι χορευτές (Claudia Cavalli, Roberto Vitelli, Erica Di Carlo, Marco Curci, Antonella Piazzolla, και Francesco Lacatena) και δύο μουσικοί (Samuel Puggioni και Niccolò Basile) συνέθεσαν επί σκηνής μία σειρά «χορογραφικών σκίτσων». Οι παραστάσεις, εκτός από το Graces μεταδόθηκαν επίσης ζωντανά και παρέμειναν διαθέσιμες στο διαδίκτυο για κάποιες μέρες.
Όλα τα έργα χειροκροτήθηκαν με θέρμη. Αξίζει να σημειώσει κανείς τον ενθουσιασμό που δείχνει το, περιορισμένο ίσως ακόμη, εντόπιο κοινό του χορού. Πάντα θετικό και ανταποδοτικό σε αυτό που του παρουσιάζεται, πάντα υποστηρικτικό στους καλλιτέχνες που βρίσκεται στη σκηνή και πάντα παρόν. Παρόν, πληθυντικό και δραστήριο ευχόμαστε να παραμείνει και το πλουραλιστικό αυτό φεστιβάλ, συμβάλλοντας με το τρόπο του, όπως κάνει ήδη τόσα χρόνια, στην ενημέρωση και τελικά διαμόρφωση του εντόπιου χορευτικού τοπίου.