Η μπαλάντα μιας καρδιάς που «κλαίει» να παίζει στο παρασκήνιο. Εσύ χαμένος στα σκοτάδια. Μέρες που δεν ξημερώνουν και στον καναπέ αραγμένος να θυμάσαι κάτι από τα νιάτα σου. Πίσω από τα «χιόνια», πίσω από το γυαλί, ακούς το δώσε μου λίγο… Δεν στρέφεις το κεφάλι στην οθόνη, όμως ψιθυρίζεις Αθήνα μου πρωτεύουσα… Ακρόπολη, Λυκαβηττός… Δίνεις ένταση και το ασυλλόγιστο μπλέκει με το τσιμέντο και το πλαστικό, ο καπνός σου με τον πυρσό και το σύνθημα με το συναίσθημα. Χαμογελάς και λες: μια πόλη στα κάγκελα.
Κλείνεις την τιβί (έτσι τη λες) και βγάζεις το χαρτί. Ρίχνεις λίγο καπνό, αίσθημα κοινό, βλέμμα κενό, κάτι από μάρμαρο λευκό και του κέντρου το βρώμικο, το γκρίζο και ανάβεις τον (δικό σου) πυρσό. Βγαίνεις στο μπαλκόνι και εκεί που ένας τύπος λέει ιστορίες στην πόλη πριν κοιμηθεί, εσύ ρίχνεις το σύννεφο και τη βροχή. Και οι «μπάρες» να πέφτουν ασταμάτητα, να πλένουν, να ξεπλένουν, να μένουν και να φεύγουν από το Σίτυ, να συναντούν τον Οδυσσέα Ελύτη! Και επειδή βρήκαμε τον ποιητή, ας γίνουμε και βέβηλοι, έτσι για την αλητεία, για την ποίηση της πολιτείας. Αν διαλύσεις την Αθήνα, ένας θα έχει κρατήσει όλα τα τοπόσημα της, τα σημεία αναφοράς της: Ο Εθισμός!
Το όνομα μαζεύεται και μια γραμμή το διαπερνά. Δεν υπάρχουν συλλαβές, μόνο τρεις λαβές: Ε-Θ-Σ. Πιάσε το «Ε», το «Εδώ», και μείνε όπως είσαι. Αμετακίνητος, αεικίνητος, άφοβος. Να σαι αλάνι, να μην τρέμεις και να μη ζητάς (μόνο) φαΐ και νάνι. Κρύψε την ευαισθησία από τα θηρία και βρες το «Θ», το «Θάρρος». Μπορείς να γίνεις του δρόμου ο φάρος; Μην πεις τίποτα. Γίνε! Άκου τη συμβουλή-βοήθεια του 12ου, θάλασσες οι δρόμοι μας. Εντάξει τώρα; Έφυγες και μην κοιτάξεις πίσω, πιάσε αμέσως το «Σ», τον στίχο. Ξέχνα τον ήχο και άκου της πόλης τον χτύπο. Αυτό είναι το μουσικό σου θέμα, δώσε πόνο και αίμα μην περιμένεις στέμμα.
Διαβάστε περισσότερα στο gazzetta.gr.