Ρέι Καβακούμπο: Η εμβληματική σχεδιάστρια από την Ιαπωνία που άλλαξε τους κανόνες της υψηλής ραπτικής
Σήμερα γιορτάζει τα 80α γενέθλιά της η Ρέι Καβακούμπο, η αυτοδίδακτη Γιαπωνέζα σχεδιάστρια και ιδρύτρια του Comme des Garçons, γνωστή για τα avant-garde ρούχα της με τα οποία άλλαξε για πάντα τον χώρο της γυναικείας μόδας.
Σήμερα, γιορτάζει τα 80ά γενέθλιά της η Ρέι Καβακούμπο, η αυτοδίδακτη Γιαπωνέζα σχεδιάστρια γνωστή για τα avant-garde ρούχα της με τα οποία επανακαθόρισε τον χώρο της μόδας, αμφισβητώντας, παράλληλα, κάθε συμβατική ιδέα γύρω από τη γυναικεία ομορφιά.
Τα πρώτα χρόνιαΓεννήθηκε στις 11 Οκτωβρίου, το 1942, στο Τόκυο. Τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια διαμορφώθηκαν γύρω από το διαζύγιο των γονιών της, την ανεξάρτητη και δυναμική φιγούρα της μητέρας της – η οποία εγκατέλειψε τον σύζυγο της όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να της επιτρέψει να εργαστεί – καθώς και από μικρές πράξεις «ανταρσίας» ενάντια στον κομφορμισμό της σχολικής ποδιάς της. Το 1964 θα αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο Keio, στο Τόκυο, με πτυχίο στην «Ιστορία της Αισθητικής». Παρακινούμενη από ένα πνεύμα αυτονομίας, θα εγκαταλείψει το σπίτι της και θα συγκατοικήσει μαζί με άλλους σε ένα διαμέρισμα στο Harajuku, μια κάπως «άσωτη» γειτονία γεμάτη κλαμπ και μπουτίκ, γοητευμένη κατά κάποιον τρόπο με ένα πιο «μποέμικο» life style όπως και η πλειονότητα της γενιάς της που ξεκίνησε να ανακαλύπτει την αντικουλτούρα των ’60ς.
Την εποχή εκείνη η Καβακούμπο δεν είχε σε καμία περίπτωση στο μυαλό της να ακολουθήσει μια καριέρα στον χώρο της μόδας. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η αυτάρκεια. Για τον λόγο αυτό βρήκε την πρώτη της δουλειά στο τμήμα διαφήμισης μιας κλωστοϋφαντουργίας. Εκεί, απολάμβανε, ως επί το πλείστον, μια σχετική «δημιουργική ελευθερία» που της επέτρεπε να διαλέγει η ίδια τα σκηνικά και τα κοστούμια για τις διαφημιστικές καμπάνιες. Ενώ, τρία χρόνια αργότερα, το 1967, θα εργαστεί ως ανεξάρτητη στυλίστρια, η οποία πολλές φορές, αν δεν έβρισκε τα κατάλληλα «κομμάτια» για τις αναθέσεις της, τα σχεδίαζε η ίδια.
Μια σχεδιάστρια μόδας γεννιέταιΚάπως έτσι ξεκινάει η μακροχρόνια και επιτυχημένη πορεία της Ρέι Καβακούμπο στο σχέδιο μόδας. Η ίδια μέχρι σήμερα δηλώνει πως αισθάνεται ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι δεν τελείωσε κάποια σχολή μόδας ή δεν μαθήτευσε στον συγκεκριμένο κλάδο, γιατί στο τέλος, ακόμη και αν δεν μπορεί να ράψει ή να κόψει ένα ύφασμα, δεν είναι, ωστόσο, υποχρεωμένη να «ξεμάθει» αντιλήψεις ή να «ξεπεράσει» τον δάσκαλο. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ακολουθήσει ανεμπόδιστα αυθόρμητες και πειραματικές τεχνικές.
Το 1969 με τα χρήματα που έβγαζε ως στυλίστρια κατάφερε να χρηματοδοτήσει την ίδρυση της δικής επωνυμίας, της θρυλικής πλέον Comme des Garçons. Ξεκινώντας αρχικά να πουλάει τα ρούχα της σε «τρέντυ» καταστήματα ενδυμάτων της χώρας της. Η ταυτότητα της δουλειάς της χαρακτηριζόταν κυρίως από τρεις λέξεις: Μοναδικότητα, Συνεκτικότητα και Συνεργασία. Ενώ οι οδηγίες της προς τους υπαλλήλους της, πάντα λακωνικές, τους προτρέπουν να αναζητήσουν «μέσα» τους για την αποκάλυψη αυτού του «κάτι καινούριου».
Τα ρούχα της σχεδιάζονται με στόχο την κινητικότητα και την άνεση και απευθύνονται στην ανεξάρτητη γυναίκα που δεν ντύνεται έχοντας ως αυτοσκοπό να «σαγηνεύσει» έναν άντρα ή να κερδίσει την έγκριση του. Η ίδια ανατρέπει τις συμβάσεις σχετικά με την ομορφιά και τα αποδεκτά χαρακτηριστικά ενός σώματος στον χώρο της μόδας. Τα σχέδια της αντιστέκονται σε οποιονδήποτε ορισμό ή ερμηνεία, σαν «γρίφοι» που έχουν ως στόχο να προκαλούν σύγχυση. Πρόκειται για εξερευνήσεις «υβριδικών» ταυτοτήτων που θολώνουν τα παραδοσιακά όρια σχετικά με την κουλτούρα, το φύλο και την ηλικία. Ανατολή/Δύση, Αρσενικό/Θηλυκό γίνονται ένα.
Στο επίκεντρο της δουλειάς της η έννοια του «κενού» και του «χώρου» συνυπάρχει με το «ενδιάμεσο», εγκαθιδρύοντας οπτικές αμφισημίες και υπεκφυγές, οι οποίες καταλαμβάνουν την απόσταση ανάμεσα σε δύο διττότητες: Απουσία/Παρουσία, Τότε/Τώρα, Μόδα/Αντιμόδα, Αντικείμενο/Υποκείμενο κ.α. Αψηφούν την ταξινόμηση, εκθέτουν την έλλειψη φυσικότητας. αυθορμητισμού και την «κενότητα» της συμβατικής διχοτομίας. Δημιουργούν επαναστατικές καινοτομίες και μεταμορφώσεις παρέχοντας ανεξάντλητες δυνατότητες.
Τα σχέδια της δεν κατευθύνονται από κάποιο τρεντ αλλά πηγάζουν από ένα εκάστοτε κόνσεπτ, ακροβατούν ανάμεσα στην τέχνη και τη μόδα. Η ίδια χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες υφάσματος για ρούχα που συχνά φαίνονται ογκώδη πάνω στο σώμα που τα φοράει και τα οποία συνήθως χαρακτηρίζονται από τρίτους ως «αντιμόδα».
Η επιτυχίαΑπό το 1973- οπότε και θα ανοίξει την πρώτη της μπουτίκ στο Τόκυο- έως το 1981 η επιχείρηση της θα έχει ανθίσει, με 150 καταστήματα σε ολόκληρη την Ιαπωνία, 80 συνολικά υπαλλήλους και ετήσια κέρδη που αγγίζουν τα τριάντα εκατομμύρια δολάρια.
Την ίδια χρονιά θα παρουσιάσει για πρώτη φορά κολεξιόν της στο Παρίσι. Αν και κοινό και κριτικοί θα μείνουν κάπως «άναυδοι» με το θέαμα, ωστόσο, το όλο εγχείρημα στέφεται με επιτυχία. Τα μονόχρωμα, σκούρα, υπερμεγέθη και ασύμμετρα υφάσματα της, που στριφογυρίζουν και φουσκώνουν, δεν προσαρμόζονται στις γραμμές του ανθρώπινου σώματος. «Aσχημάτιστα» δημιουργούν τεράστια απόσταση ανάμεσα στο δέρμα και το ύφασμα.
Το 1982 θα ακολουθήσει η περιβόητη πλέον κολλεξιόν της με τίτλο «Destroy» και θεματική την αποδόμηση, στην οποία περιλαμβάνονται υπερμεγέθη πουλόβερ με τρύπες σε διάφορα μεγέθη τα οποία έδιναν την εντύπωση ότι είχαν σκιστεί. Τα «ζοφερά» και κουρελιασμένα» ρούχα της συγκεκριμένης συλλογής άφησαν ανάμεικτες εντυπώσεις με κάποιους να προσάπτουν χαρακτηρισμούς όπως «Hiroshima Chic».
Διεθνής καθιέρωσηΗ διεθνής καθιέρωση θα την οδηγήσει το 1981 να εγκαινιάσει την πρώτη της παρισινή μπουτίκ, καθώς και τρεις επιπλέον γραμμές ρούχων. Μια ανδρική, την Homme, και δύο επιπλέον γυναικείες, την «Tricot» και τη «Robe de Chambre». Το 1983 θα αποκτήσει και το πρώτο της κατάστημα στη Νέα Υόρκη. Με την εσωτερική διακόσμηση των χώρων να ακολουθεί την ίδια μινιμαλιστική λογική των σχεδίων της. Καθώς η ίδια αντιλαμβανόταν τη δουλεία της ως ένα «ολικό έργο τέχνης».
Από το 1988 έως το 1991 θα εκδίδει και το δικό της περιοδικό, το «Six», με τίτλο εμπνευσμένο από την ιδέα της έκτης αίσθησης. Πρόκειται για μια έκδοση που κυκλοφορούσε δύο φορές τον χρόνο. Στις σελίδες του εκτός από την παρουσίαση των πρόσφατων κολεξιόν εμπεριέχονταν και θέματα σύγχρονης τέχνης. Σπάνια υπήρχαν λόγια. Κυριαρχούσαν οι εικονογραφίες και η φωτογραφία. Σημαντικοί συνεργάτες σπουδαίοι φωτογράφοι μόδας όπως ο Πέτερ Λίντμπεργκ και ο Μπρους Γουέμπερ.
Στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίαςΤο 1994 θα ξεκινήσει τη σειρά αρωμάτων του Comme des Garçons. Όσο προχωρούσε η δεκαετία του 1990 τα ρούχα της γίνονταν όλο και πιο αφαιρετικά και αντισυμβατικά που πλέον δεν θεωρούταν ότι μπορούν να φορεθούν. Το 2004 θα είναι μαζί με τον σύζυγο και συνεργάτη της Adrian Joffe εκείνοι που θα εγκαινιάσουν το φαινόμενο των pop-up καταστημάτων, «ταξιδεύοντας» την επωνυμία του CDG σε διάφορες πόλεις ανά την υφήλιο για περιόδους που δεν ξεπερνούσαν τον ένα χρόνο. Την τακτική αυτή θα την σταματήσουν το 2008 όταν πλέον θα έχει υιοθετηθεί από τη mainstream κουλτούρα.
Κατά τη διάρκεια των ’00ς θα κυκλοφορήσει επιπλέον πιο οικονομικά προσβάσιμες συλλογές ρούχων. Την «Play» (2002) που απευθυνόταν σε νεαρότερες ηλικίες, μια ειδικά σχεδιασμένη για τα H&M (2008) και την «Black» (2009) μια κολεξιόν με ρούχα προηγούμενων σεζόν σε χαμηλές τιμές. Τέλος θα δημιουργήσει μια «Μέκκα» υψηλής ραπτικές στο Λονδίνο, τη Dover Street Market, όπου διεθνείς καθιερωμένοι και ανερχόμενοι σχεδιαστές συγκεντρώνονται στα πιο απίθανα μέρη για να παρουσιάσουν και να πουλήσουν τα ρούχα τους με τους δικούς τους όρους.
[relart 2]
Σήμερα η Ρέι Καβακούμπο αν και συμμετέχει ανελλιπώς στην Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού και διαχειρίζεται μια επιχείρηση που κοστολογείται στα 280 εκατομμύρια δολάρια, διατείνεται ότι δεν δημιουργεί πλέον ρούχα ή τουλάχιστον δεν το σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο σε μια προσπάθεια να «αγγίξει» πιο πρωτότυπες ιδέες. Ένα είναι απολύτως βέβαιο εξακολουθεί να μη τις αρέσει να βάζει «ταμπέλες» στη δουλειά της. Αν και δικαιωματικά της αξίζει ένας τίτλος: Αυτός της πιο επαναστατικής σχεδιάστριας μόδας στον κόσμο.