Δεν έχει ησυχάσει ακόμη η βουή της πλατείας που σιγοψιθυρίζει όταν διακρίνεται ένα φως δεξιά της σκηνής. Μια φωτισμένη γυμνή, ακέφαλη πλάτη, ταυτόχρονα ανθρώπινη και απόκοσμη. Ορατή για λίγο, χάνεται έπειτα στο σκοτάδι, για να εμφανιστεί κάπου στη μέση της σκηνής ο χορευτής Γιώργος Κοτσιφάκης ντυμένος στα μαύρα «συστήνοντάς» μας το κινητικό υλικό του Larsen C.
Αυτή η πρώτη φευγαλέα εικόνα εισάγει ποιητικά την ιδιωματική ησυχία που διατρέχει όλο το έργο. Πλάι στο ένα σώμα έρχεται ένα δεύτερο και έπειτα, μία-μία και ένας-ένας παρουσιάζονται οι έξι ερμηνεύτριες/ές που πραγματώνουν το απόκοσμο σύμπαν που καταλαμβάνει τη μεγάλη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Στην ατμόσφαιρα που δημιουργούν, οι μουσικές συνθέσεις του Γιώργου Πούλιου, οι Ιωάννα Παρασκευοπούλου, Αντώνης Βάης, Σωτηρία Κουτσοπέτρου, Γιώργος Κοτσιφάκης, Μαρία Μπρέγιαννη και Τάσος Νίκας συναντιούνται σε δυάδες, κινούνται μόνοι, αλλάζουν θέσεις στο χώρο μέχρι που δημιουργούν μία αδιάσπαστη, μικρή, παλλόμενη ομάδα.
Η συνεχής μικροκίνηση που διατηρούν τα σώματα τους μοιάζει να εμφανίζει την αέναη κινητικότητα που λαμβάνει χώρα εσωτερικά στο σώμα. Η έκφρασή τους φανερώνεται αινιγματική, ενώ το βλέμμα τους παραμένει συνεχώς στραμμένο προς τα έξω.
Από τα μαύρα τους ρούχα (τα λιτά και άψογα λειτουργικά κουστούμια είναι του Άγγελου Μέντη) ξεχωρίζουν τα πρόσωπά τους και τα γυμνά τους χέρια. Χέρια μακριά και λεπτά που κινούνται συνδυάζοντας τις ρέουσες και μαλακές ποιότητες του πραγματικού κόσμου, με επαναληπτικές μικρές, διακοπτόμενες ταλαντώσεις που φέρνουν αδιόρατα ίχνη του ψηφιακού.
Χέρια που ενώ είναι συνδεδεμένα σπλαχνικά με το υπόλοιπο σώμα διατηρούν έναν δικό τους ρυθμό, αντίστοιχα με τα πόδια που γλιστρούν στο πάτωμα και δημιουργούν την αίσθηση μίας μόνιμης αιώρησης. Μία καθαρή χορογραφική πρόταση, μία ενιαία κινητική γλώσσα κοινή που οι έξι περφόρμερ ενσαρκώνουν άρτια επί σκηνής· ένα ομολογουμένως απαιτητικό χορογραφικά εγχείρημα.
Η συνεχής, ιδιοσυγκρασιακή αυτή μικροκίνηση είναι ο χορογραφικός αρμός που συνδέει τη δραματουργία του έργου (σύμβουλος δραματουργίας ο Αλέξανδρος Μιστριώτης). Μοιάζει παράδοξα ανθρώπινη, μία εντύπωση που ενισχύουν μεταξύ άλλων τα γυμνά χέρια των χορευτών και τα καθαρά τους πρόσωπά, και μηχανική ίσως γιατί είναι τόσο τέλεια ελεγχόμενη. Έτσι, καθίσταται ταυτόχρονα γνώριμη και παράξενη, οικεία και ξένη. Η παραδοξότητά της ενισχύεται από την επιλογή να «χάνονται» που και που τα κεφάλια των χορευτών μέσα στους ώμους, να συμπλέκουν τα χέρια πίσω από το σώμα σε ανοίκειους σχηματισμούς ή, με τη βοήθεια του φωτισμού, να «εξαφανίζονται» οι παλάμες και οι πατούσες τους, να μεγεθύνεται ο κορμός, ή να «μακραίνουν», μεταξύ άλλων, τα άκρα των σωμάτων.
Παρόλη την παραδοξότητά της, η επιμονή της συνεχούς αυτής ένσαρκης δόνησης, μας συντονίζει χωρίς όμως ποτέ να μας συμπαρασύρει. Διατηρούμε συνεχώς την επίγνωση ότι είμαστε θεατές. Η ισχυρή σωματικότητα των περφόρμερ, σε συνδυασμό με τον φωτισμό και την εμβυθιστική μουσική δεσμεύει την προσοχή μας στη σκηνή, ενώ μας «κρατά» σε μία αδιόρατη απόσταση. Ένα διάστημα που δεν καλύπτεται ποτέ, ακόμη κι όταν νομίζουμε ότι ολοένα μειώνεται, καθώς μας εμποτίζει και μας συντονίζει. Μία απόσταση που επιμένει, ακόμη και όταν, στο μέσον περίπου της παράστασης, οι έξι χορευτές γίνονται ένα σύνολο/σώμα, και αναγνωρίζουμε τις άρτιες ομαδικές χορογραφίες του Χρήστου Παπαδόπουλου, το προσωπικό του χορογραφικό ιδίωμα που μας είναι οικείο από τα προηγούμενά του έργα (Elvedon, Opus, Ion).
Σε σχέση με αυτά, και ιδιαίτερα το Elvedon και το Ion όπου το χορογραφικό υλικό υφαίνεται στις αδιόρατες αλλαγές, στο Larsen C εναλλάσσονται διακριτές χορογραφικές σκηνές, ντουέτα με ομαδικές χορογραφίες, που συνδέονται με ομαλές μεταβάσεις σε έναν με λεπτομέρεια δουλεμένο παραστασιακό ιστό. Στο τελευταίο του αυτό έργο ο Παπαδόπουλος επιλέγει μία περισσότερο «αφηγηματική» δομή.
Αντίστοιχα περισσότερο αφηγηματικός, σχεδόν θεατρικός είναι ο εντυπωσιακός φωτιστικός σχεδιασμός της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, αλλά και τα ατμοσφαιρικά ηχοτοπία του Γιώργου Πούλιου. Ιδιαίτερα οι συνηχήσεις του εκκλησιαστικού οργάνου που ακολουθούν το κομμάτι της ηλεκτρονικής μουσικής, οι οποίες δημιουργούν ένα (μετα)αποκαλυπτικό περιβάλλουν που τονίζει ο φωτισμός της Αλεξανδροπούλου. Το αχνό φως της αρχής «επιστρέφει» σαν ένας φάρος τον οποίο βλέπουμε από μακριά και μοιάζει έτσι να μας τοποθετεί καταμεσής ενός αντεστραμμένου ορίζοντα.
Έτσι, το Larsen C μπορεί να απηχεί πολλές ιστορίες. Δεν αφηγείται όμως μία συγκεκριμένη. Όπως όλα είναι στην εντέλεια οργανωμένα, χωρίς ρωγμές για να αποσπούν την προσοχή, μετατρέπεται σε μία ζωντανή παλλόμενη επιφάνεια που ενεργοποιεί συνειρμούς και έχει την ικανότητα να καθρεφτίζει πληθυντικές -και ίσως διαφορετικές- ιστορίες.
Πέρα από την εξαιρετική λοιπόν διαχείριση του μεγέθους της μεγάλης σκηνής, των μετατοπίσεων στο χώρο, της ενιαίας σωματικής ποιότητας των περφόρμερ, του παραστασιακού ρυθμού, ο Παπαδόπουλος και η ομάδα του δημιουργούν τον χώρο για να προβάλει κανείς και να ξετυλίξει τις δικές του εικόνες. Δικαίως ταξίδεψε και παρουσιάστηκε τόσες φορές και καταχειροκροτήθηκε θερμά από το κοινό.
Το Larsen C έκανε πρεμιέρα στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, στο θέατρο Jean Vilar του Βιτρί-σιρ-Σεν (σε συνεργασία με το La Briqueterie). Το ίδιο φθινόπωρο συνέχισε να κατακτά και άλλες σκηνές CDCN (Εθνικών Κέντρων Χορογραφικής Ανάπτυξης) της Γαλλίας: La Manumafacture στο Μπορντό, POLE-SUD στο Στρασβούργο (που συνεργάζεται με τη Στέγη στο πλαίσιο του δικτύου Grand Luxe). Μέχρι σήμερα, το Larsen C έχει παρουσιαστεί σε 12 πόλεις της Ευρώπης – ανάμεσά τους στη Ρώμη, τη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη, τη Λιέγη και τις Βρυξέλλες. Το ταξίδι του στην Ευρώπη περιλαμβάνει μεγάλους σταθμούς μέχρι το φθινόπωρο του 2024.