Στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, παρουσιάζεται για δεύτερη συνεχή περίοδο το αυτοβιογραφικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ “Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα“, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Μετά την περυσινή πολύ επιτυχή νέα συνεργασία του Δημήτρη Καραντζά με τη Μπέττυ Αρβανίτη και το Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, το αριστούργημα του Ευγένιου Ο’ Νηλ ανεβαίνει και πάλι στο ιστορικό θέατρο της Κυψέλης, στις 3 Νοεμβρίου.
Ο σκηνοθέτης σημειώνει:“Τα μέλη της οικογένειας Τάιρον (που στην πραγματικότητα είναι η οικογένεια του συγγραφέα) ξεφλουδιζουν το τραύμα τους, σ’ ένα σκηνικό στο οποίο επικρατούν η ομίχλη και οι ψευδαισθήσεις. Ένα τοπίο γεμάτο αντανακλάσεις επεκτείνεται σε όλο το θέατρο και ανάμεσα στους θεατές. Το τραύμα, τα οικογενειακά τραπέζια, οι εξαρτήσεις και οι εθισμοί αρχίζουν σιγα-σιγά να “ξεθολώνουν”, τα πρόσωπα προσεγγίζουν οδυνηρά την αλήθεια και τα φαντάσματα ζωντανεύουν προκειμένου να κλείσουν την πληγή και να συμφιλιωθούν με τις ανεπάρκειές τους.”
Δημήτρης Καράντζας
“Κοίτα το πρόσωπό μου!
Είμ’ εκείνος που Θα Μπορούσε να Ήταν!
Μα έχω κι άλλα ονόματα: Όχι Πια, Πολύ Αργά, Αντίο!”
Σ’ αυτούς τους στίχους του Ροσσέττι συνοψίζεται το τραύμα της οικογένειας Ταϊρόν (ή της οικογένειας του Ο’ Νηλ). Ο Ο’ Νηλ γράφει ένα ρέκβιεμ, ένα κείμενο με «δάκρυα και αίμα», όπως αναφέρει, προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους νεκρούς του, να συγχωρέσει τα μέλη της οικογένειάς του, που χρόνια μετά φαίνεται να αντανακλώνται παντού. Αυτό το τοπίο των αντανακλάσεων επιλέγει και η παράσταση, επιχειρώντας να βρει έναν τρόπο να εισχωρήσει σ’ αυτό το οικείο τραύμα. Μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, τα πέντε πρόσωπα του έργου φαντάζουν στοιχειωμένα σ’ ένα τότε, σ’ έναν χώρο γεμάτο αποτυπώματα. Άλλοτε μπαίνουν και αναπαριστούν το τραύμα τους, το επεξεργάζονται, άλλοτε χάνονται στην ομίχλη. Σαν ριγμένοι σ’ ένα θέατρο από χρόνια «παίζουν» το δράμα της οικογένειας Ταϊρόν, προκείμενου να έρθουν αντιμέτωποι με τον πυρήνα των πραγμάτων και να μπορέσουν να λυτρωθούν. Το ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα, ως μια επώδυνη διαδρομή για να φτάσει κανείς σ’ αυτό που αντέχει να είναι, σαν μια απαραίτητη κίνηση για να αγγίξει κανείς την πιθανότητα ευτυχίας που είναι κάτω από τόνους λάσπης. Ευτυχής και ανακουφισμένος που βρέθηκα μ’ αυτούς τους ανθρώπους σ’ αυτήν τη στιγμή. Ευτυχής και ανακουφισμένος που βρέθηκα ξανά στο Κεφαλληνίας.”
– Δημήτρης Καραντζάς
Από τα σημαντικότερα, κατά γενική ομολογία, ψυχολογικά δράματα του 20ού αιώνα, έργο διαποτισμένο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο -βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας (1936) και τέσσερα Πούλιτζερ- συγγραφέας ξεκίνησε να το γράφει τη δεκαετία του 1930, το ολοκλήρωσε το 1941 και το παρέδωσε στον εκδότη του την ίδια χρονιά, δηλώνοντας την επιθυμία του να μη δημοσιευθεί πριν περάσουν 25 χρόνια από τον θάνατό του.
Στο έργο, που διαδραματίζεται μια καλοκαιρινή ημέρα του 1912 και παρουσιάζει μια τετραμελή αμερικανική οικογένεια να μετεωρίζεται ανάμεσα σε αισθήματα αγάπης και μίσους, ο μεγάλος Αμερικανός δραματουργός, σε πλήρη ωριμότητα, ουσιαστικά αναμοχλεύει όσα σχεδόν τραυματικά έζησε ως παιδί και όσα σημάδευσαν τη νεότητά του.
Η παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του έργου πραγματοποιήθηκε στη Στοκχόλμη, στο Βασιλικό Δραματικό Θέατρο, τον Φεβρουάριο του 1956, με θριαμβευτική υποδοχή, και ακολούθησαν αμέσως νέες παραγωγές του σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και στη Νέα Υόρκη. Το 1962 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με μεγάλη επιτυχία, από τον σκηνοθέτη Sidney Lumet, με πρωταγωνίστρια την Katharine Hepburn, ταινία που είχε επιτυχία και στο Φεστιβάλ των Καννών, με τους τέσσερις πρωταγωνιστές της να βραβεύονται για τις ερμηνείες τους. Στην Ελλάδα το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θεάτρου το 1965 και ακολούθησαν σημαντικές παραγωγές του σε κρατικά θέατρα και ιδιωτικούς θιάσους.