Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Νίκου Κουρή με την “Μοναξιά της Δύσης”Η παράσταση αυτή σηματοδότησε για εμένα την αρχή σε έναν πλούσιο και ενδιαφέροντα θεατρικό χειμώνα, σε κλειστά θέατρα. Η επιλογή έγινε χωρίς πολλή σκέψη. Με κέντρισε αμέσως η υπόθεση του έργου, που βάζει στο κέντρο του την αδελφική σχέση καθώς και η είδηση ότι πρόκειται για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νίκου Κουρή.
Αφού χτύπησε και το τρίτο κουδούνι στο Θέατρο Αθηνών σκέφτηκα πως έχω αρκετές προσδοκίες για το ανέβασμα αυτό. Έπειτα τα φώτα έσβησαν και εισέβαλε ο Χρήστος Μαλάκης (Κόλμαν Κόνορ) στην σκηνή. Ένα έργο άγριο, ευαίσθητο, αληθινό, τρυφερό σε στιγμές που μιλά για την πολυπλοκότητα της αδελφικής σχέσης, την κρίση πίστης στους ανθρώπους και κατά βάθος για την αγάπη. Η σκηνοθεσία συντόνισε με ευρηματικότητα και γρήγορο ρυθμό όλα αυτά τα συναισθήματα και τις ψυχικές εναλλαγές των ηρώων. Η δράση εκτυλίσσεται σε ένα σαλόνι γεμάτο αντιφάσεις, μεταξύ παιδικής και ενήλικης μνήμης. Ο Νίκος Κουρής και ο Χρήστος Μαλάκης, τα δύο αδέλφια Βαλίν και Κόλμαν Κόνορ μάς χάρισαν μια σχέση ανταγωνιστική και αλληλοσπαρακτική, δοσμένη με χιούμορ αλλά και κρυμμένο παράπονο. Δύο παιδιά που δεν έχουν μεγαλώσει τελικά και επιθυμούν την αγάπη και την αποδοχή. Ο Γιώργος Ηλιόπουλος ήταν σπαρακτικός ως Πατήρ Ουέλς, ένας ήρωας που για εμένα αντιπροσωπεύει την ευαισθησία, εκφράζοντας τα “αυτονόητα” σε έναν κόσμο παράλογο και βίαιο. Η Δανάη Μιχαλάκη ως Γκερλίν, έφερε στην σκηνή την φρεσκάδα και τον δυναμισμό ενός νέου κοριτσιού, κυνικού εκ πρώτης όψεως, βαθιά ρομαντικού στην συνέχεια.
Η παράσταση τελείωσε και μετά το ζεστό χειροκρότημα του κοινού, οι προσδοκίες μου δεν διαψεύστηκαν στο ελάχιστο. Μια εξαιρετικά δοσμένη παράσταση πάνω σε ένα απαιτητικό θεατρικό έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα. Οι σκέψεις που ακολούθησαν ήταν για τα παιδιά που γίνονται ενήλικες και για τους ενήλικες που έχουν ανάγκη το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι ουσιαστικό που επιτυγχάνεται μόνο με την ουσιαστική επικοινωνία, την μετάνοια και την αγάπη.
Νατάσα Μιχελάκου
Μια νέα πρόταση έφτασε πρόσφατα στα Εξάρχεια, που συνδυάζει καταπληκτικά το fast food με την θαλπωρή του γιαγιαδίστικου φαγητού. Πρόκειται για ένα πολύ φρέσκο μαγαζί, που φέρνει την λύση στο ερώτημα:“Τι να φάω που να είναι γρήγορο, νόστιμο και σπιτικό;”. Αυτής της λογικής είναι και τα φαγητά που θα βρεις στη Λόντζα -φαγητά που γίνονται στο δεκάλεπτο, με υλικά που όλοι έχουμε στα ντουλάπια μας, προσεγμένα, όμως και μια δόση νοσταλγίας. Στο μενού θα βρεις από πατάτες τηγανιτές με αυγά, παραδοσιακά ψωμιά και όσπρια μέχρι… χυλοπίτες. Είναι self-service κι από τη μικρή δόση που πήρα όταν το επισκέφτηκα πριν από κάτι μέρες, καταλαβαίνω πως είναι αρκετοί αυτοί που εκτιμούν την ιδέα και τη φιλοσοφία του (και μεταξύ μας όχι άδικα). Η διακόσμηση του μαγαζιού σου προσφέρει ένα αίσθημα ζεστασιάς, με μια ανοιχτή κουζίνα- την οποία διαχειρίζονται νέοι, ευδιάθετοι άνθρωποι- , ράφια στολισμένα με την πρώτη ύλη του μαγαζιού και με ελάχιστα προς πώληση προϊόντα. Τα πιάτα και γενικά το σερβίτσιο κυμαίνονται κι αυτά σε γιαγιά-vibe και δεν λείπουν οι ξύλινοι μεγάλοι πάγκοι για να φας το φαγητό σου και να «χαζέψεις» παράλληλα με την περατζάδα της Χαριλάου Τρικούπη. Πέρα από τους λουκουμάδες και το ρυζόγαλο, που είναι τα δυο επιδόρπια της “Λόντζας”, τα παιδιά εκεί, σε κερνάνε και αυτό το κλασικό σοκολατάκι με το ολόκληρο φουντούκι, από την φοντανιέρα… ναι από την φοντανιέρα! Η Λόντζα λοιπόν είναι το νέο ταχυφαγείο που θα σε εντυπωσιάσει και γι’ αυτό προτείνω αν βρεθείς κι εσύ στη γειτονιά να περάσεις να πάρεις μια γεύση.
Ελένη Πάικου
Το Περιστέρι έχει πολλές απολαύσεις να προσφέρει και σχεδόν όπου και αν σταθείς θα βρεις ένα αξιόλογο μενού για brunch. Για μένα όμως, που τα pancakes είναι πάντα στην καρδιά μου, το Whatever είναι μία από τις σταθερές επιλογές μου. Επειδή όμως ο δρόμος μου τώρα τελευταία δε με είχε βγάλει στη Βεάκη, την καρδιά του Περιστερίου, είχα καιρό να επισκεφτώ τη συγκεκριμένη καφετέρια. Το πρωί του Σαββάτου όμως έγινε το πολυπόθητο… reunion και θυμήθηκα ξανά τον λόγο που την είχα ξεχωρίσει. Πέρα από την πληθώρα επιλογών, τόσο σε αλμυρά όσο και σε γλυκά πιάτα, το Whatever παίρνει το προβάδισμα και για την απλή μα όμορφη αισθητική του και φυσικά για τις γεύσεις του, που ποτέ δεν απογοητεύουν. Αυτή τη φορά, είπα να επιλέξω ένα πιο φθινοπωρινό πιάτο – για να ταιριάζει και με τον καιρό – και δοκίμασα τα pancake με κάστανο, λευκή σοκολάτα και μπισκότο. Φυσικά και η επιλογή με αποζημίωσε και η αφράτη αυτή νοστιμιά σχεδόν μου έφτιαξε όλο το Σαββατοκύριακο. Αν εσείς τώρα είστε λάτρεις του αλμυρού και επιλέξετε το Whatever για το brunch σας, δοκιμάστε το χορταστικότατο club sandwich του μαγαζιού και θα με θυμηθείτε!
Ειρήνη Μωραΐτη
Κάπως βρέθηκα στη Λένορμαν και το θεώρησα ως αφορμή για να πάω και εγώ να δω την έκθεση DREAM ON στο Καπνεργοστάσιο. Μία έκθεση που έχει «παιχτεί» αρκετά στα social media από το καλοκαίρι και έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ο λόγος που κέντρισε και το δικό μου ήταν επειδή διέκρινα μία ιδιάζουσα αισθητική: τα εκθέματα φαίνονταν ιδιαίτερα και κάποια ίσως λίγο περίεργα, αλλά αυτό ακριβώς ήταν που τα καθιστούσε προς ανακάλυψη.
Αφού έκλεισα ονλάιν θέση για εμένα και τη φίλη μου, πήγαμε και είδαμε. Πηγαίνοντας οι προσδοκίες μας δεν ήταν και πολύ υψηλές, καθώς η σύγχρονη τέχνη καμία φορά μπορεί να γίνει άνω του μετρίου σουρεαλιστική. Ωστόσο, από τη στιγμή που μπήκαμε, ένας ενθουσιασμός και μία όρεξη για να περιηγηθούμε μάς κατέλαβε. Οι χώροι και τα εκθέματα ήταν ένα προς ένα ξεχωριστά. Κατ΄εμέ όλη η έκθεση ήταν σαν ένα τρισδιάστατο κολάζ. Το κολάζ αυτό ήταν σουρεαλιστικό, όπως το περιμέναμε, αλλά με μία αισθητική που σε τραβάει. Πολύχρωμα χρώματα και σύζευξη πολλών, καθημερινών και μεταξύ τους άσχετων αντικειμένων. Δεν έβγαζε νόημα αλλά ταυτόχρονα έβγαζε.
Το αγαπημένο μου κομμάτι της έκθεσης ήταν μία τύπου σπηλιά από χαρτόκουτο και αλουμίνιο. Μέσα σε αυτή, βρίσκεις αφίσες, πεταμένα κουτάκια από αναψυκτικά αλλά και κομμένες σελίδες από πολύ σημαντικά βιβλία. Κάθε γωνιά της είχε και κάτι που σε κάνει να ελπίζεις να μην έχει κάποιο τέλος.
Η περιήγηση στην έκθεση δυστυχώς τελειώνει γρήγορα. Προσωπικά, ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και ήταν μία πολύ φαν εμπειρία! Πηγαίνετε όσο προλαβαίνετε, 22 Νοεμβρίου η τελευταία μέρα.
Ανδρομάχη Αρβανίτη
Πρέπει να πω ότι δεν είχα ακούσει ποτέ για τα μυθιστορήματα πριν δω την κυκλοφορία αυτής της σειράς, αλλά αναπόφευκτα μια δυστοπική σειρά δεν θα μπορούσε παρά να με προσελκύσει. Aπό το πρώτο επεισόδιο νιώθουμε τον τρόμο της ιστορίας και το γεγονός ότι τα πάντα ωθούνται στα άκρα σε μια κοινωνία που έχει καταφέρει να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Επιπλέον, η σειρά παίζει εξαιρετικά με τα περάσματα του παρόντος και αυτά του παρελθόντος δείχνοντας την πραγματική αλλαγή αυτής της κοινωνίας και τη φρίκη του πράγματος. Πώς μπόρεσε μια κοινωνία σαν τη δική μας να γίνει έτσι; Σε έναν κόσμο όπου οι περισσότερες γυναίκες δεν μπορούν πλέον να κάνουν παιδιά, όσες μπορούν αναγκάζονται να γίνουν υπηρέτριες (Handmaids) για να τεκνοποιήσουν για λογαριασμό τους (Commanders και Wifes) και να γίνουν σκλάβες του σεξ χωρίς ικανότητα σκέψης ή δράσης.
Το πιο τρομακτικό μέρος αυτής της σειράς είναι η προσομοίωση της πράξης μεταξύ του ζευγαριού και της υπηρέτριας για να προσπαθήσουν να κάνουν παιδιά. Το να αναγκάζονται να στέκονται ανάμεσα στα μπούτια της συζύγου ενώ κυριολεκτικά βιάζονται από τον άντρα της για να πάρουν αυτό που θέλουν είναι απόλυτα τρομακτικό. Αισθάνεται τόσο πολύ ότι κανείς δεν σοκάρεται από αυτή την κατάσταση και ότι όλα είναι “φυσιολογικά”. Για να μην αναφέρουμε ότι φυσικά αυτό το μωρό στη συνέχεια αφαιρείται από την υπηρέτρια, αν καταφέρει να αποκτήσει ένα. Αυτή η νέα κοινωνία είναι σίγουρα μια από τις χειρότερες που έχω δει σε δυστοπία.
Η σειρά έχει ένα πολύ καλά επιλεγμένο καστ και πάνω απ’ όλα η σειρά είναι πραγματικά καλά γυρισμένη. Δεν γνώριζα την πρωταγωνίστρια, αλλά πρέπει να πω ότι παίζει τέλεια το ρόλο της και είναι πολύ αποτελεσματική στο να κρατάει τα συναισθήματά της υπό έλεγχο, αφήνοντας παράλληλα να διαφαίνεται το μίσος της για αυτή την κατάσταση. Λατρεύω επίσης τον Joseph Fiennes ο οποίος είναι επίσης πολύ καλός στο ρόλο του. Άλλωστε, δεν μπορούμε πραγματικά να ξέρουμε τι ακριβώς θέλει.
Συνοψίζοντας, το The Handmaid’s Tale είναι μια πολύ σκληρή και τρομακτική δυστοπία που περιγράφει έναν φρικτό κόσμο όσον αφορά τη γυναικεία κατάσταση. Παίζοντας με τα χρώματα, τη βαριά ατμόσφαιρα και κυρίως μια πολύ δουλεμένη αισθητική νιώθουμε να μας πιάνει η σειρά και αναρωτιόμαστε τι θα συμβεί και κυρίως πώς θα αλλάξουν τα πράγματα. Μπορώ να συστήσω αυτή τη σειρά μόνο αν είστε λάτρεις της δυστοπίας! Επιπλέον, για όσους θέλουν να διαβάσουν τα μυθιστορήματα, υπάρχει η δυνατότητα να παρακολουθήσουν και μια ταινία που γυρίστηκε πριν από αρκετά χρόνια.
Έλενα Μάτσα
Αυτή την βδομάδα, όσο είχα ελεύθερο χρόνο, κατάφερα να τελειώσω το βιβλίο που ξεκίνησα να διαβάζω στις διακοπές του καλοκαιριού, με τίτλο «Επιστροφή στην ζωή: ένα παιδί στρατιώτης θυμάται». Εκείνο που με παρακίνησε να διαβάσω το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι γράφτηκε όντως από έναν άνθρωπο ο οποίος υπήρξε παιδί-στρατιώτης στην διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην Σιέρα Λεόνε την δεκαετία του ’80. Γενικά, είμαι λάτρης των βιογραφιών, των ταινιών και των βιβλίων που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, καθώς περιγράφουν ρεαλιστικά μία ιστορία
ή μία κατάσταση με την οποία μπορεί ο θεατής ή ο αναγνώστης να ταυτιστεί. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν ταυτίστηκα, θεωρώντας τον εαυτό μου ιδιαίτερα τυχερό που δεν έχω ζήσει σε περίοδο πολέμου, όμως η περιγραφικότητα του πολέμου μέσα από τα μάτια του Ισμαήλ Μπεά ήταν αρκετή για να φτιάξω ολόκληρο το σκηνικό στο μυαλό μου. Η φρίκη του πολέμου αποτυπώνεται με τόση γλαφυρότητα που οριακά προκαλεί ανατριχίλα. Ο φόβος των παιδιών που σύντομα μετατράπηκε σε θυμό απέναντι σε όσους τους στρατολόγησαν, η θέα των νεκρών φίλων του Ισμαήλ, οι σφαίρες, οι φωτιές και η οδύνη του πολέμου συνθέτουν ένα σκηνικό το οποίο είναι αρκετό για να προκαλέσει ανατριχίλα. Μία σοκαριστική, αυτοβιογραφική μαρτυρία που σίγουρα αξίζει κανείς να διαβάσει. Η παρακάτω φράση του βιβλίου θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει απόλυτα την μάχη ενός παιδιού για επιβίωση: «Ο λόχος μου ήταν η οικογένειά μου, το όπλο μου ήταν ο εγγυητής και προστάτης μου, και ο κανόνας μου ήταν σκότωσε ή θα σκοτωθείς. Δεν ένοιωθα οίκτο για κανέναν. Η παιδική μου ηλικία είχε χαθεί χωρίς να το ξέρω».
Χριστιάνα Τσατσαρώνη
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, «Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου», ζωντανεύει για ακόμη μια φορά στην θεατρική σκηνή, αυτή τη φορά στο Μικρό Θέατρο Άνεσις, και η ηθοποιός Χρύσα Παπά μάς ταξιδεύει στον Πόντο, ερμηνεύοντας συγκλονιστικά και τους 12 ρόλους του έργου. Βράδυ Παρασκευής και βρεθήκαμε στο θέατρο της λεωφόρου Κηφισίας, πανέτοιμοι να γίνουμε μάρτυρες ενός συγκλονιστικού μονολόγου – όπως είχαμε ακούσει – και μιας μοναδικής κατάθεσης ψυχής από τη Χρύσα Παπά. Έτσι, για 90 λεπτά, καθηλωμένοι στις θέσεις μας, «ζήσαμε» σχεδόν μισό αιώνα ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ξεκινώντας λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταλήγωντας στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και «ταξιδεύοντας» στην Τραπεζούντα και άλλες περιοχές του Πόντου, στην Αμπχαζία και στο Καζακστάν. Συγκεκριμένα, η Χρύσα Παπά ενσαρκώνει μοναδικά και με απόλυτη τρυφερότητα όλους τους ρόλους που ξεπηδούν από το μυθιστόρημα του Καλπούζου. Στο επίκεντρο όμως είναι η ιστορία του Γαληνού Φιλονίδη, στο πρόσωπο του οποίου αντανακλώνται όλα τα δεινά που βίωσαν οι λαοί των Ποντίων και των Αρμενίων από τους Τούρκους. Ένα δύσκολο εγχείρημα για την ίδια που όμως κατάφερε να μάς μεταδώσει κάθε συναίσθημα μέσα από δυνατές περιγραφές, κάποιες φορές βίαιες και ωμές και άλλες φορές πιο τρυφερές και αισιόδοξες, αποδεικνύοντας το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης που δεν σταματά να προσπαθεί για το καλύτερο ακόμη κι αν έχει βιώσει την οδύνη.
Ευδοκία Βαζούκη
Είτε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είτε με διαφορετικό τρόπο, όλοι χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον τελικά. Αυτή είναι η σκέψη που με κατέκλυσε καθώς παρακολουθούσα το βραβευμένο με Πούλιτζερ έργο της Μαρτίνα Μαγιόκ «Πόσο κοστίζει να ζεις;», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, το περασμένο Σαββατοκύριακο, στο Θέατρο Πόρτα. Μια σκέψη που κατακάθεται μέσα στον θεατή περισσότερο σαν μια απλή διαπίστωση της αδυσώπητης πραγματικότητας- τρομακτική μεν στη σύλληψη της αλλά απαλλαγμένη από μεγαλειώδεις συναισθηματισμούς ή μια εσάνς αναπόδραστης τραγικότητας. Καθώς μέσα στο σκληρά ρεαλιστικό κόσμο που «στήνει» η Μαρτίνα Μαγιόκ με τη δύναμη της γραφής της και ο Θωμάς Μοσχόπουλος με την ικανότητα να μεταχειρίζεται επιδέξια οποιοδήποτε υλικό πιάνει στα χέρια του μεταφέροντας την ουσία του πάνω στη σκηνή με «χειρουργική» ακρίβεια, οι ήρωες δεν θέλουν ούτε τη συμπόνια μας ούτε τη συγκαταβατικότητα μας. «Παίρνουν» αυτό που έχει να τους δώσει η ζωή. O καθένας με τους δικούς του «μηχανισμούς» αντιμετώπισης των προκλήσεων, οι οποίοι λίγο έως πολύ τέμνονται σε ένα από τα πιο καθολικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, εκείνο της αλληλεξάρτησης και της ανάγκης για επικοινωνία.
Στις δύο παράλληλες ιστορίες που αναπτύσσονται- τη σχέση ανάμεσα στον Έντι και την τετραπληγική εξαιτίας ενός τροχαίου πρώην συζύγου του Άνι, στον εύπορο διδακτορικό φοιτητή Τζον που πάσχει από εγκεφαλική παράλυση και την φροντίστρια του Τζες- αυτή η ανάγκη αποδεικνύεται αμφίδρομη, ανεξάρτητα αν πηγάζει από φυσικές ή συναισθηματικές περιστάσεις- ή και τα δύο μαζί- και σκιαγραφείται με ενσυναίσθηση και απουσία οποιασδήποτε διάθεσης εκ μέρους της συγγραφέως να «αναμασήσει» στερεότυπα. Ένα «πορτραίτο» του σύγχρονου τρόπου ζωής όπου κυριαρχεί ο φόβος, η αποξένωση, η μοναξιά, η ευαλωτότητα, η οικονομική εξαθλίωση, η κατάρρευση των προσδοκιών, καθώς και η συνειδητοποίηση του πόσο εύκολα όλα μπορούν να ανατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Μα πάνω από όλα η απορία: Είναι απλώς αρκετό να μπορούμε να «βγάζουμε» τη μέρα ή χρειάζεται και κάτι παραπάνω;
Αριστούλα Ζαχαρίου
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Στην αρχή της εβδομάδας, γνωστός δημοσιογράφος ενημέρωσε το κοινό: “Είμαστε αποφασισμένοι να φωτίσουμε αυτή την ιστορία” -μιλώντας για την υπόθεση στον Κολωνό. Ο τρόπος, όμως, που επιλέγουν πολλοί να “φωτίσουν” την ιστορία δεν είναι ακριβώς σωστός. Τι κι αν κάθε μέρα ακούμε και για ένα νέο περιστατικό βίας/κακοποίησης/εκμετάλλευσης; Δεν είναι όλοι, φαίνεται, εξοικειωμένοι με την ευαισθησία και διακριτικότητα που απαιτούν τέτοιες υποθέσεις. Οι περισσότεροι δεν μπορούμε ακόμα να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα 12χρονο κορίτσι βίωσε αυτό το τραύμα. Κάθε λεπτομέρεια είναι και πιο δύσκολα διαχειρίσιμη από την προηγούμενη. Υπάρχουν κάποιοι όμως που μπορούν να το διαχειριστούν και μάλιστα, για να κάνουν μεγαλύτερα νούμερα, να πάρουν περισσότερα κλικς. Έμπειροι άνθρωποι των ΜΜΕ επέτρεψαν να στηθούν τηλεοπτικά συνεργεία έξω από το σπίτι του κοριτσιού (τι δουλειά έχουν εκεί τα συνεργεία; Τι περιμένουν να πει ένα 12χρονο κορίτσι;). Και φυσικά έκανε την εμφάνισή του σε γνωστή εκπομπή η εικόνα του κοριτσιού -με πίξελ, λες και δεν είναι εύκολο να την αναγνωρίσουν οι συμμαθητές, οι γνωστοί, οι φίλοι της, όλοι όσοι την γνωρίζουν. Παράλληλα, κανάλια και εφημερίδες θεωρούν σκόπιμο να μας ενημερώνουν για το “προφιλ” του Ηλία Μίχου: οικογενειάρχης, θεοσεβούμενος, με πολλές γνωριμίες, ενεργή… πολιτική δράση, επιχειρηματίας. Α, ναι και φυσικά “δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα”, ενώ για κάποιο λόγο δόθηκε βήμα και στον πατέρα του θύτη, ο οποίος μας ενημέρωσε ότι δεν φταίει ο γιός του, αφού το 12χρονο κορίτσι τού “κουνήθηκε”! Όλα αυτά όσο τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ για το κορίτσι “ντύνονται” με κινηματογραφική μουσική και συναισθηματικά φορτισμένες δηλώσεις. Εγώ, πάντως, νομίζω ότι αν είχαν έστω και το παραμικρό ενδιαφέρον για το κορίτσι, δεν θα παραβίαζαν την ιδιωτικότητά του. Δεν θα έκαναν γνωστές κάθε λεπτομέρεια για εκείνη και την οικογένειά της. Και φυσικά αν υπήρχε το παραμικρό ενδιαφέρον για όλα τα κορίτσια εκεί έξω, που πρέπει να προστατευτούν από εν δυνάμει βιαστές, η περιβόητη λίστα με τους 200+ ενδιαφερόμενους “πελάτες” (όπως επίσης αποκαλέστηκαν πολλάκις στα ΜΜΕ οι παιδοβιαστές) θα είχε ήδη βγει στη δημοσιότητα – βέβαια δεν πρόκειται για οροθετικές σεξεργάτριες για να γίνει αυτό. Πρόκειται “απλά” για παιδεραστές. Δυστυχώς, το 12χρονο κορίτσι βιώνει αυτές τις μέρες έναν ακόμη βιασμό. Και το ΕΣΡ έχει ευθύνη να δράσει άμεσα, γιατί αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που εκπομπές και κανάλια καλύπτουν με αυτό τον απάνθρωπο τρόπο τέτοιου είδους υποθέσεις.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Η διεισδυτική ματιά του Άρθουρ Μίλλερ πάνω στα θέματα του δογματισμού, του σκοταδισμού, της εκδίκησης, της ατομικής συνείδησης και της κοινωνικής τυραννίας ήταν από τους λόγους που αποφάσισα να δω τη παράσταση. Κυρίως επειδή από το κυνήγι των μαγισσών του Σάλεμ δίνεται η ευκαιρία να παρουσιαστεί κάτι που απηχεί και στη σύγχρονη κοινωνία. Ένας ακόμη λόγος ήταν και το σύνολο των ηθοποιών. Πράγματι, ο Μιχάλης Αεράκης κεντρίζει το ενδιαφέρον με την παρουσία και τη μεστότητά του από την αρχή και μεταφέρει το πνεύμα του δικαστή της εποχής και ο έμπειρος Άκης Σακελλαρίου πολύ δυναμικός στον ρόλο του Τζον Πρόκτορ πείθει, έχοντας ισορροπία στις εναλλαγές του ρόλου. Επίσης πολύ
καλή η Ρένια Λουιζίδου στο ρόλο της συζύγου αλλά και οι «μάγισσες» που αντιμετώπισαν ώριμα το κείμενο. Ωστόσο, φεύγοντας αισθάνθηκα σαν να μου έλειψε κάτι σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Η σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη δημιουργούσε μια αγωνιώδη αίσθηση και διατηρούσε τη συγκέντρωσή μου, κάτι που εκτιμάω πολύ στα θεατρικά έργα- παρόλα αυτά ένιωσα ότι δεν ανέδειξε κάτι παραπάνω. Σίγουρα όμως είναι μια παράσταση από την οποία μπορεί να φύγει κανείς κερδισμένος.
Λίνα Ρόκα