Το Luckiest Girl Alive, η καινούργια ταινία του Netflix -βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Jessica Knoll- έκανε πρεμιέρα στις 7 Οκτωβρίου και ακόμη trendάρει στην 1η θέση του ελληνικού top 10 της δημοφιλούς πλατφόρμας.
Με τίτλο καθαρά ειρωνικό και θεματολογία που αγγίζει την καρδιά της σύγχρονης κοινωνίας, η ιστορία ακολουθεί μία δημοσιογράφο, η οποία ζει μία -φαινομενικά- τέλεια ζωή στη Νέα Υόρκη. Στην πραγματικότητα, όμως, τα φαντάσματα του παρελθόντος της, ακόμα τη στοιχειώνουν. Το τελικό ερώτημα είναι: θα καταφέρει να τα πολεμήσει και να κυνηγήσει τη δικαίωση που της αξίζει;
Μία πρώτη ματιά στην ταινία δεν μαρτυρά πως πρόκειται για παραγωγή του Netflix, καθώς προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω της όλα εκείνα τα κλισέ, με τα οποία έχουμε συνδέσει τη δημοφιλή πλατφόρμα, θίγοντας, ταυτόχρονα, ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα -εκείνο της σεξουαλικής παρενόχλησης, του βιασμού και του victim blaming.
Σε δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, πολλά σημεία της ταινίας προδίδουν τις «netflixιστικές» της επιρροές, με ένα έντονα αφηγηματικό ύφος και διαρκή καταγραφή της σκέψης της πρωταγωνίστριας, χαρακτηριστικά που μας θυμίζουν teen-movie, χωρίς, ωστόσο, η θεματολογία και το κλίμα του έργου να κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος.
Σίγουρα το μήνυμα που επικοινωνεί η ιστορία -αποτελώντας ακόμα μία προσθήκη στις παραγωγές που θίγουν τα ζητήματα του #metoo– είναι σημαντικό να ακουστεί. Το ιδεολογικό φορτίο της, ωστόσο, δεν μπόρεσε να απογυμνωθεί πλήρως από την αίσθηση “αμερικανιάς“, με την οποία είναι φορτισμένη η ταινία και η οποία αφαιρεί κάτι από τη δύναμή της.
Προσωπικά, σκηνές, όπου η πρωταγωνίστρια επιτίθεται -μέσα στο μυαλό της- στον αρραβωνιαστικό της, αλλά και σε άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός της, με τα οποία δεν έχει κάποιο «κακό παρελθόν» -δράσεις, οι οποίες, υποθέτω, χρησιμοποιήθηκαν χάριν εντυπωσιασμού- θα προτιμούσα να λείπουν, καθώς δεν προσφέρουν νοηματικά στο έργο, αλλά, μάλλον αποπροσανατολίζουν το βλέμμα και τη σκέψη του θεατή, απομακρύνοντάς τον από το κεντρικό νόημα.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που έχει τεθεί γύρω από την ταινία, είναι η παράλειψη του trigger warning από τους δημιουργούς και την πλατφόρμα του Netflix. Συγκεκριμένα, οι θεατές θορυβήθηκαν έντονα από ην απουσία ενημέρωσης πως η συγκεκριμένη ταινία περιέχει σκηνές που ενδέχεται να πυροδοτήσουν άσχημα συναισθήματα και αντιδράσεις σε μία μερίδα του κοινού, ενώ ζητούν επιτακτικά να προστεθεί άμεσα η συγκεκριμένη ειδοποίηση.
Τι μας άρεσεΌσον αφορά τις θετικές πτυχές της ταινίας, το πιο βασικό της προτέρημα είναι ο ρεαλισμός και η φυσικότητα, με τα οποία προσεγγίζεται το όλο θέμα του βιασμού -τόσο από τη μεριά του θύματος, όσο και του θύτη- αλλά και της αντιμετώπισης από τον περίγυρο τους. Αυτή η “προφορικότητα” της ταινίας, που -όπως προαναφέρθηκε- θύμιζε αισθητικά teen-movie, καθιστά το τελικό αποτέλεσμα πιο άμεσο και επιτρέπει μία μεγαλύτερη ταύτιση του κοινού με την πρωταγωνίστρια και τα βιώματά της.
Ο τρόπος παρουσίασης του ζητήματος καθιστά σαφές πως ο βιασμός δεν είναι κάτι «εξωπραγματικό» ή «μακρινό», ούτε οι βιαστές είναι αποκλειστικά “άγνωστοι που περιμένουν σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι για να βρουν τα θύματά τους”. Βιασμός είναι κάθε σεξουαλική πράξη στην οποία δεν υπάρχει συναίνεση και βιαστής μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, ανεξαρτήτως του κοινωνικού του status ή της σχέσης θύματος-θύτη.
Το (δυστυχώς) πανταχού παρόν victim blamingΖώντας σε μία κοινωνία που εξακολουθεί να καταφεύγει σε τέτοιες τακτικές, δεν γίνεται να μην σε αγγίξει το κομμάτι της απόδοσης του victim blaming.
Αν όχι όλοι μας, δυστυχώς, οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε γίνει μάρτυρες τέτοιων φράσεων, οι οποίες άμεσα ή έμμεσα στρέφουν την ευθύνη της πράξης στο θύμα (και λειτουργούν, πολλές φορές, αποτρεπτικά για το ίδιο από το να ζητήσει δικαίωση, ή, έστω, βοήθεια). Δοσμένες με τέτοιο ρεαλισμό και φυσικότητα, προερχόμενες, μάλιστα, από κοντινά άτομα του θύματος, καταδεικνύουν -με πολύ μεγάλη πιστότητα- όλα όσα είναι σάπια στη σύγχρονη κοινωνία.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη ταινία -με όλα τα άκρως σημαντικά ζητήματα που θίγει- σαν να «γέρνει» λίγο περισσότερο στο κομμάτι του victim blaming. Καθ’ όλη της διάρκεια της παρακολουθούμε μικρές «άκακες» συμβουλές, που προέρχονται από το περιβάλλον του θύματος και προσπαθούν να το αποτρέψουν από το να μιλήσει για την ιστορία του. Παρακολουθούμε το πώς η μετάθεση των ευθυνών της πράξης, αλλά και της ντροπής που την ακολουθεί, στοιχειώνουν τον λάθος άνθρωπο. Πώς τον αποθαρρύνουν από το να ζητήσει βοήθεια, δικαίωση και να φτάσει σε μία προσωπική «λύτρωση».
Αυτό είναι και η ουσία της ταινίας: να καταφέρει η ηρωίδα -το θύμα- να αποτινάξει από επάνω της όλες αυτές τις συμβουλές, τις προτροπές, τον φόβο -τον δικό της και των γύρω της- για μία κοινωνία που δεν είναι έτοιμη να την ακούσει, να την καταλάβει και να την δικαιώσει, και να κάνει το μεγάλο βήμα επικοινωνώντας την ιστορία της.
Κλείνοντας, αξίζει τελικά να δούμε το Luckiest Girl Alive; Ναι, αξίζει!
Μπορεί να μην μιλάμε για ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα, ούτε για κάποια πρωτοφανή δημιουργία, αλλά η νέα ταινία του Netflix, σίγουρα, έχει κάτι να πει. Κάτι -δυστυχώς- τόσο σύγχρονο και, ταυτόχρονα, διαχρονικό. Κάτι που μας αφορά όλους, ως μέλη μίας κοινωνίας, ως θύματα, ως μάρτυρες, ως πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα εξακολουθούν να συμβαίνουν τέτοιου είδους εγκλήματα. Ένα πλαίσιο, που πρέπει -επιτέλους!- να πάψει να στιγματίζει το θύμα και στο στόχαστρό του να τοποθετήσει τον θύτη, δημιουργώντας, παράλληλα, για το πρώτο ένα ασφαλές περιβάλλον, όπου θα μπορεί να ανοιχτεί, να αποζητήσει δικαίωση και να συνεχίσει τη ζωή του.