Ούρσουλα Λε Γκεν: Η συγγραφέας που επανακαθόρισε την επιστημονική φαντασία και το είδος του φανταστικού
Πριν από 101 χρόνια γεννήθηκε η Ούρσουλα Λε Γκεν, η εμβληματική Αμερικανίδα συγγραφέας που «άνοιξε» νέα μονοπάτια στην επιστημονική φαντασία και το είδος του φανταστικού.
Στις 21 Οκτωβρίου, το 1921, γεννήθηκε στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας, η Ούρσουλα Λε Γκεν, η εμβληματική συγγραφέας του φανταστικού και της επιστημονικής φαντασίας, η οποία κατάφερε να γκρεμίσει τα «τείχη» ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη ανοίγοντας νέα μονοπάτια για τη λογοτεχνία, αψηφώντας τις συμβάσεις που αφορούσαν την αφήγηση, τους χαρακτήρες και τη γλώσσα, καθώς και υπερβαίνοντας τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και τον ρεαλισμό.
Τα παιδιά χρόνια που τη διαμόρφωσανΗ Ursula Kroeber, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, υπήρξε το τέταρτο και νεότερο παιδί δύο διακεκριμένων ανθρωπολόγων, του A.L. Kroeber και της Theodora Kroeber. Το σπίτι των παιδικών της χρόνων ήταν ένας χώρος όπου προωθούταν η συστημική ανάγνωση, η διήγηση ιστοριών, η συμμετοχή των παιδιών στις συζητήσεις και η ενθάρρυνση τους να μιλήσουν για τα θέματα που τους ενδιέφεραν.
Η Λε Γκεν μεγάλωσε ακούγοντας τις διηγήσεις σχετικά με τους μύθους των ινδιάνικων πληθυσμών της Καλιφόρνια, σε μια περίοδο όπου η κυρίαρχη αφήγηση για την αμερικανική ιστορία περιστρεφόταν γύρω από την ευρωπαϊκή κατάκτηση. Η ίδια ως παιδί περνούσε άπλετο χρόνο στη βιβλιοθήκη του πατέρα της, ερχόμενη σε επαφή με έργα κλασικής παιδικής λογοτεχνίας, τη νορβηγική μυθολογία, τα λαϊκά ιρλανδικά παραμύθια, την «Ιλιάδα», τη ρομαντική ποίηση, τα περιοδικά επιστημονικής φαντασίας, μα πάνω από όλα την κινέζικη φιλοσοφία και συγκεκριμένα το «Τάο Τε Τσινγκ», το οποίο και θα επηρεάσει βαθιά τη σκέψη της.
Οι μέθοδοι της ανθρωπολογίας με τις οποίες υπήρξε ιδιαίτερα εξοικειωμένη εξαιτίας των γονιών της θα έχουν καταλυτική επίδραση στα έργα επιστημονικής φαντασίας της, τα οποία συχνά εμπεριέχουν λεπτομερέστατες περιγραφές «εξωγήινων» κοινωνιών. Ενώ θα καταφέρει να συνδυάσει ισορροπημένα την αγάπη της για την αναλυτική επιστημονική σκέψη- κληρονομιά του πατέρα της- με περισσότερο εναλλακτικούς και διαισθητικούς στοχασμούς.
Η εφηβεία της χαρακτηρίζεται από την ίδια τη Λε Γκεν ως μια περίοδο «μοναξιάς», «σύγχυσης» και του «αφόρητου πόνου του να μην ξέρεις πως να χρησιμοποιήσεις τα χαρίσματα σου». Καταφύγιο της η δημόσια βιβλιοθήκη όπου διάβαζε συγγραφείς όπως η Τζέιν Όστεν, οι αδερφές Μπροντέ, o Ιβάν Τουργκένιεφ και η Μαίρη Σέλλεϋ, ικανοποιώντας μια πιο ρομαντική πλευρά της.
Θα απομακρυνθεί κάπως από αναγνώσματα επιστημονικής φαντασίας γιατί έμοιαζαν ιστορίες γεμάτες «εξοπλισμό και στρατιώτες. Λευκοί άντρες που έβγαιναν μπροστά για να κατακτήσουν το σύμπαν». Θα «μάθει» από τον Τόμας Χάρντι πως να επιτρέπει στο τοπίο να «κουβαλήσει» μέρος του συναισθηματικού φορτίου της μυθοπλασίας. Καθώς και την καθοριστική σημασία της έννοιας της «ισορροπίας»- η σημαντικότερη «μεταφορά» στα μεταγενέστερα έργα της που είχαν να κάνουν με εφήβους.
Τα πρώτα της συγγραφικά βήματαΤο 1951 η Ούρσουλα Λε Γκεν θα αποφοιτήσει από το Radcliffe College και ένα χρόνο αργότερα θα πάρει το μάστερ της στη Ρομαντική Λογοτεχνία του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης από το Κολούμπια. Τη δεκαετία εκείνη θα γράψει ποιήματα, διηγήματα και τέσσερα μυθιστορήματα. Θα απορριφθούν όλα από τους εκδότες. Η αμερικανική λογοτεχνική σκηνή της εποχής έδειχνε να μην δίνει χώρο στην «φαντασία»- ο ρεαλισμός «καλά κρατούσε»- ευρισκόμενη ακόμα κάτω από την επιρροή συγγραφέων όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο Γουίλιαμ Φώκνερ, ενώ η Λε Γκεν έδειχνε να πηγαίνει προς μια διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που ενέκρινε το λογοτεχνικό «κατεστημένο».
Την περίοδο εκείνη έβρισκε τα πατήματα της στην παιχνιδιάρική και αποκαλυπτική εναλλαγή οπτικής των Βιρτζίνια Γουλφ, της Κάρεν Μπλίξεν και της Σίλβια Τάουνσεντ Γουόρνερ, καθώς και στα «παθιασμένα» πολιτικά μανιφέστα της ρομαντικής περιόδου: «Έδωσαν την απόσταση που χρειαζόμουν- και μάλλον την χρειαζόμουν από πάντα- ανάμεσα σε εμένα και την ωμή και αδιάλλακτη πραγματικότητα που επικρατούσε, την οποία ποτέ δεν μπόρεσα να χειριστώ…», έλεγε.
Μακριά από το «περιορισμένο και πέτρινο», όπως το αποκαλούσε, έδαφος του ρεαλισμού, έβλεπε την φαντασία της να ανθίζει. Ως συγγραφέας που απέφευγε την αυτό-εξομολόγηση και επιζητούσε τη μεταμόρφωση και την επινόηση μπόρεσε να απελευθερωθεί, μένοντας ασυγκίνητη από λογοτεχνικά τρεντ ή τις πατροναριστικές συμβουλές των εκδοτών.
Στο ενδιάμεσο είχε παντρευτεί έναν μεταπτυχιακό συμφοιτητή της με τον οποίο γνωρίστηκαν στο Παρίσι, τον Charles LeGuin. Ο γάμος της και η οικογενειακή ζωή πρόσφεραν στην ίδια τη σταθερότητα που χρειαζόταν για να επιδιώξει τη συγγραφή: «Ένας καλλιτέχνης μπορεί να περιπλανηθεί στα σύμπαντα που δημιουργεί, και ίσως να μην είναι τόσο καλός στο να βρει τον δρόμο της επιστροφής. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ένιωθα ευγνώμων πάντα για το ότι έχω μια οικογένεια και κάνω δουλειές στο σπίτι, τις χαζές καθημερινές αγγαρείες που πρέπει να γίνουν και δεν μπορείς να τα αγνοήσεις».
Το λογοτεχνικό της ντεμπούτοΠροσπαθώντας να βρει «τι να κάνει με τον εαυτό της» αποφάσισε να στραφεί στην επιστημονική φαντασία και τη λογοτεχνία του φανταστικού, οι οποίες θεώρησε πως ταιριάζουν με τα «παράξενα» χαρίσματα της. Το 1966 θα εκδοθεί για πρώτη φορά ένα έργο της, η νουβέλα επιστημονικής φαντασίας «Ο Κόσμος του Ρόκανον». Θα ακολουθήσουν ο «Πλανήτης της Εξορίας» (1966) και η «Πόλη των Ψευδαισθήσεων» (1967). Και τα τρία ανήκουν στον λεγόμενο «Χαϊνικό Κύκλο», ένα επινενοημένο σύμπαν στο οποίο πρόκειται να τοποθετήσει αρκετές αυτοτελείς ιστορίες της.
Συνολικά στην καριέρα της, η Ούρσουλα Λε Γκεν θα εκδόσει 21 μυθιστορήματα, 11 συλλογές διηγημάτων, τέσσερις συλλογές δοκιμίων, 12 βιβλία για παιδιά και έξι ποιητικές συλλογές. Ενώ θα ασχοληθεί και με τη μετάφραση. Με το εύρος της μυθοπλασίας της να κυμαίνεται από τις εφηβικές περιπέτειες έως σκωπτικές φιλοσοφικές διηγήσεις, μέσα από συναρπαστικές ιστορίες, δυναμική αφηγηματική λογική, ένα λυρικό στυλ που παρασύρει τον αναγνώστη σε αυτό που η ίδια αποκαλεί ως τον «έσω κόσμο της φαντασίας». Μεταμορφώνοντας οτιδήποτε και να καταπιαστεί σε υψηλή λογοτεχνία, με την πένα της να παρακινείται από μια ενστικτώδη ηθική δύναμη, χωρίς να γίνεται αφόρητα διδακτική.
Ο «Κύκλος της Γαιοθάλασσας»Το 1968 θα κυκλοφορήσει το πρώτο μυθιστόρημα από τον περίφημο «Κύκλο της Γαιοθάλασσας», με τίτλο «Ο Μάγος της Γαιοθάλασσας». Ένας επινενοημένος κόσμος- αρχιπέλαγος νησιών το καθένα με τον δικό του πολιτισμό- όπου η πρακτική της μαγείας είναι ακριβής και ηθικά αμφίσημη όπως κάθε άλλη επιστήμη. Η μαγεία της «Γαιθάλασσας» αντλεί τη δύναμη της από τη γλώσσα. Οι μάγοι ασκούν τη δύναμη τους στους ανθρώπους, τα υπόλοιπα πλάσματα και τα πράγματα προφέροντας το «Αληθινό τους Όνομα».
Την αρχική τριλογία συμπληρώνουν τα μυθιστορήματα «Οι Τάφοι του Ατουάν» (1971) και «Η πιο Μακρινή Ακτή» (1972). Ενώ, αρκετά αργότερα, η Λε Γκεν θα επεκτείνει τον κόσμο της «Γαιοθάλασσας» περαιτέρω με το «Τεχανού» (1990), τις «Ιστορίες από τη Γαιοθάλασσα» (2001) και τον «Άλλον Άνεμο» (2001).
Την έμπνευση για τη συγκεκριμένη σειρά βιβλίων την άντλησε, εν μέρει, από τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, αλλά κυρίως από το «Τάο Τε Τσινγκ», όσον αφορά την επίμονη αναζήτηση της ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενες δυνάμεις που διατρέχει τα έργα της. Αν και γράφτηκαν με στόχο το παιδικό και το εφηβικό αναγνωστικό κοινό κατόπιν παρότρυνσης του εκδότη της, ωστόσο η δεξιοτεχνία της γραφής και του ύφους της καθώς και η οξύνοια των ιδεών της προσέλκυσαν και τους ενήλικες.
«Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού»Ανάμεσα στις πρώιμες επιτυχίες της συγκαταλέγεται, επίσης, και το καινοτόμο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας «Το Αριστερό Χέρι του Σκοταδιού» (1969), το πρώτο που της χάρισε τα υψηλού κύρους βραβεία του είδους Nebula και Hugo Awards. Το έργο τοποθετείται σε έναν μακρινό πλανήτη, τον Γκέθεν, όπου οι άνθρωποι που τον κατοικούν δεν ανήκουν ούτε στο ανδρικό ούτε στο γυναικείο φύλο. Ο γήινος απεσταλμένος που φτάνει σε αυτούς, ένας εθνολόγος μελετητής ονόματι Γκένλι Άι, θα πρέπει να πλοηγηθεί σε αυτόν τον «παγωμένο» πλανήτη αναθεωρώντας στην πορεία ταμπού, προκαταλήψεις και βεβαιότητες.
Για την Λε Γκεν το εν λόγω μυθιστόρημα αποτελεί έναν «πειραματισμό σχεδιασμένο να εξετάσει τη φύση των ανθρώπινων κοινωνιών». «Ξεφορτώθηκα το φύλο για να δω τι είναι αυτό που θα μείνει», δηλώνει η ίδια. Η θεματική της περιστρέφεται γύρω από την αμφισβήτηση των έμφυλων στερεοτύπων, την πολυπλοκότητα της φύσης, την ισορροπία, την «σκοτεινή» πλευρά που υπάρχει μέσα στον καθένα μας, την ανησυχία που μας προκαλεί το «άλλο», η αίσθηση της απώλειας ελέγχου, την ανάγκη για εμπιστοσύνη. Ενώ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της ικανότητας της να «μπαίνει στο μυαλό» των «εξωγήινων» όντων ή των άλλων πλασμάτων, μεταφέροντας διαφορετικές οπτικές.
«Ο Αναρχικός των Δύο Κόσμων»Το πιο φιλόδοξο και προφητικό μυθιστόρημα της, «Ο Αναρχικός των Δύο Κόσμων», κυκλοφόρησε το 1974, για έναν διακεκριμένο επιστήμονα, τον Σεβέκ, που προσπαθεί να επανενώσει δύο κόσμους με διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, διακινδυνεύοντας τα πάντα. Έναν «καπιταλιστικό», ζωηρό με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και πολέμους, και μια «αταξική ουτοπία», καταπιεστική με τον δικό της κομφορμιστικό τρόπο. Το ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας σημαντικό σε όλο το έργο της Λε Γκεν.
Η δεκαετία του 1970 είναι εκείνη που θα την κάνει να αναθεωρήσει το συγγραφικό της έργο. Στο αποκορύφωμα του Δεύτερου Κύματος του Φεμινιστικού Κινήματος η Ούρσουλα Λε Γκεν ήρθε αντιμέτωπη με το παράδοξο ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της ήταν άντρες- αν και απαλλαγμένοι από τη μάτσο συμπεριφορά των συμβατικών ηρώων της επιστημονικής φαντασίας και του φανταστικού.
Η ίδια, όντας κλειστός άνθρωπος, προσπαθούσε να μην αντλήσει το υλικό της από την «προσωπική της εμπειρία». Έτσι δεν ήταν βέβαιη πως να γράψει μέσα από τη γυναικεία οπτική: «Είχα χάσει την πίστη μου στο γράψιμο μου, καθώς πάλευα να μάθω πως να γράφω ως γυναίκα, όχι ως ένας «επίτιμος άντρας» όπως πριν». Ξεκίνησε σιγά σιγά και σταθερά μέσα από διηγήματα, δοκίμια, ποίηση και εφηβική λογοτεχνία. Η νέα της στροφή της κέρδισε μεν ένα νέο αναγνωστικό κοινό, ωστόσο, την αποξένωσε από μέρος του παλιού της. Μάλιστα, τα έργα της δέχθηκαν κριτική ως ακραία ηθικολογικά και επιφανειακά.
Η Ούρσουλα Λε Γκεν, ωστόσο, πάντα θεωρούσε τον εαυτό της φεμινίστρια, ακόμη και όταν οι συμβάσεις ορισμένων λογοτεχνικών ειδών την οδηγούσαν στο να επιλέγει αρσενικούς πρωταγωνιστές. Άλλωστε ήταν εκείνη που κατάφερε να εμποτίσει τα είδη της επιστημονικής φαντασίας και του φανταστικού με φεμινιστικές ευαισθησίες αναδεικνύοντας ζητήματα που έχουν να κάνουν με το φύλο . Στα μεταγενέστερα έργα της λοιπόν οι γυναικείες φωνές γίνονται περισσότερο ισχυρές, όπως στο διήγημα «Sur» (1982) για μια γυναικεία αποστολή στην Ανταρκτική και το μυθιστόρημα «Συγχώρεση και προδοσίες» (1995), με κεντρική θεματική την απελευθέρωση των γυναικών, καθώς και τους «Ραψωδούς της γνώσης» (2000).
Μεταγενέστερα έργαΤη δεκαετία του 1980 θα σπάσει ολοκληρωτικά το φράγμα ανάμεσα στην επιστημονική φαντασία και τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη, με μυθιστορήματα όπως το «Always Coming Home» (1985), παραδίδοντας μας μερικές από τις πιο ολοκληρωμένες δουλειές της. Ενώ αργότερα θα στραφεί με τη «Λαβίνια» (2008) και στην ιστορική μυθοπλασία. Στα μεταγενέστερα έργα της διακρίνεται ένας πιο εμφανής διδακτισμός για την σημασία της ισορροπίας και τη συμπόνια. Τέλος, το 2004-2007 θα επιστρέψει στο είδος του φανταστικού με τη σειρά μυθιστορημάτων «Τα Χρονικά της Δυτικής Ακτής» («Το Χάρισμα», «Η φωνή», η «Δύναμη»). Πρόκειται για ιστορίες ενηλικίωσης εφήβων που πρέπει να εξοικειωθούν με τα μυστηριώδη και μαγικά χαρίσματα τους.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της θα αφήσει την μυθοπλασία και θα στραφεί περισσότερο στη συγγραφή δοκιμίων, την ποίηση και τις μεταφράσεις. Η προσφορά της και τα εργαλεία με τα οποία «εξόπλισε» τους συγγραφείς του 21ου αιώνα είναι ανεκτίμητα.