Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, πήγαμε θέατρο, είδαμε σειρές και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Συν στο γέλιο με το «Σεσουάρ για Δολοφόνους» στο θέατρο ΛαμπέτηΤο «Σεσουάρ για Δολοφόνους» είναι μια παράσταση που αναζητά μία απάντηση. Ποιος σκότωσε την Αμαλία Τσαλίκογλου; Η πολύ ευρηματική συμμετοχική κωμωδία εκτός από διασκεδαστική, αφού προκαλεί επί σκηνής ετερόκλητες προσωπικότητες να απλώσουν το χιούμορ τους, είναι και δημιουργική αφού όλα τα ερωτήματα μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετική…σύλληψη. Έπεσα σε εξαιρετικό κοινό, συμμετοχικό, αστείο και εξεπλάγην με τη παρατηρητικότητα όλων των θεατών. Εντοπίζαμε τα λάθη της αναπαράστασης, βυθιστήκαμε στα κίνητρα και στις παραλείψεις και συνομιλούσαμε με τους ήρωες, οι οποίοι ανταποκρίνονταν τόσο διαδραστικά και έξυπνα μέσα στους ρόλους τους. Χάρηκα επίσης που είδα νέους, νέες αλλά και παιδιά έτοιμα για δράση, κάτι πολύ ενθαρρυντικό για το θέατρο συνολικά. Ο αστυνόμος Σταύρος Σταυράκος (Δημήτρης Μακαλιάς) παίρνει τα ηνία της εξιχνίασης με βοηθούς όλους εμάς αλλά και τον εξαιρετικό Πανάγο (Χάρη Χιώτη) που κλέβει τις εντυπώσεις. Είναι η αφελής ροζ τσιχλόφουσκα Σόφη (Αρετή Πασχάλη) ή η πλούσια Χατζηπατέρα με τις φθηνιάρικες τσάντες (Κωνσταντίνα Μιχαήλ) πίσω από το φόνο; Μήπως ο καλάγαθος Τόνυ (Ιωάννης Απέργης) καταφέρνει να ξεφύγει από το ραντάρ της υποψίας και τι ρόλο έχει ο στυφνός Λεωνίδας Πέτροβας (Ζήσης Ρούμπος); Ένα άκρως απολαυστικό, χορταστικό έργο και μια επιλογή για όσους θέλουν να αποφορτιστούν από μια κουραστική μέρα με τον καλύτερο τρόπο. Μια πρόταση που θα γεμίσει το βράδυ με γέλιο.
Λίνα Ρόκα
Τα αντανακλαστικά του θέατρου στην ισοπεδωτική πραγματικότητα – και κυρίως ο τρόπος που την σχολιάζει – είναι συχνά αποστομωτικά. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί το ανέβασμα της «Βίλας» στο Μικρό Θέατρο του Κεραμεικού από τέσσερις νέες γυναίκες και καλλιτέχνες – κάποιες από αυτές και με τολμηρό δημόσιο λόγο. Η Νατάσσα Εξηνταβελώνη, η Λίλα Μπακλέση, η Αγγελική Πασπαλιάρη, κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες της Λητώς Τριανταφυλλίδου, επιλέγουν ένα έργο-σταθμό στη σύγχρονη Χιλιανή δραματουργία του Γκιγιέρμο Καλντερόν, το «Βίλα και Λόγος». Πρόκειται για ένα στοχαστικό σχόλιο γύρω από τη μνημειακή διαχείριση ενός τόπου μαρτυρίου, της Βίλα Γκριμάλντι στο Σαντιάγκο κατά τα χρόνια της δικτατορίας Πινοσέτ. Θα γίνει μουσείο; Θα μείνει όπως είναι, θυμίζοντας τις κτηνωδίες του καθεστώτος; Θα γίνει ένα πάρκο ειρήνης; Θα μετατραπεί σ’ ένα μεταμοντέρνο μουσείο, παρασυρμένο από τις σύγχρονες πολιτιστικές τάσεις; Ιδού το ερώτημα.
Όπως και άλλοι χώροι βασανιστηρίων στην Χιλή, η Βίλα Γκριμάλντι υπήρξε ένα αντίστοιχο Άουσβιτς για τους αριστερούς της χώρας και κυρίως για τις γυναίκες κρατούμενες που υπέμειναν ανείπωτα σεξουαλικά μαρτύρια. Οι τρεις ηρωίδες του έργου που συμπυκνώνουν τη δράση ενός υπαρκτού προσώπου, (μιας πάλαι ποτέ αγωνίστριας της Επανασταστικής Αριστεράς που δεν άντεξε τα βασανιστήρια και συνεργάστηκε με το καθεστώς Πινοσέτ) προσπαθούν να βρουν την σωστή απάντηση ώστε η μνήμη να περάσει στις επόμενες γενιές. Πως διασώζεται η μνήμη; Η κακοποίηση της γυναίκας είναι μόνο προνόμιο των απολυταρχικών καθεστώτων; Πως υψώνεται η φωνή των γυναικών σε μια πατριαρχικά δομημένη παγκόσμια κοινωνία;
Είναι πολύ μικρό (σε μέγεθος) το Θέατρο του Κεραμεικού για να χωρέσει θεμελιώδη, βασανιστικά ερωτήματα που τυραννούν την πλειονότητα του απανταχού γυναικείου πληθυσμού – άλλοτε με σκληρότερους κι άλλοτε με πιο ήπιους όρους. Είναι, όμως, και ελπιδοφόρα η χειρονομία νέων καλλιτέχνιδων να χωνέψουν επώδυνες μνήμες ώστε να μιλήσουν για το επώδυνο παρόν: Από τη Χιλή έως το Ιράν. Οπότε, παρά τις αδυναμίες της παράστασης – λειτουργικές και άλλες – δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τη δημιουργική ετοιμότητα αυτής της γυναικείας ομάδας να αναμετρηθεί με τα μεγάλα.
Στέλλα Χαραμή
Την περασμένη Τετάρτη βρέθηκα στο Μικρό Παλλάς για να παρακολουθήσω επιτέλους μία παράσταση που ήθελα από πέρσι να δω αλλά δεν είχα προλάβει. Αναφέρομαι στα “Μαθήματα Κωμωδίας” του Θοδωρή Αθερίδη, τα οποία μάλιστα έκαναν τότε την πρεμιέρα τους για τη δεύτερη… διδακτική χρονιά τους. Έχοντας ακούσει τα καλύτερα για αυτήν την παράσταση, έκατσα στη θέση μου με υψηλές προσδοκίες, οι οποίες ευτυχώς εκπληρώθηκαν και με το παραπάνω. Τα “Μαθήματα Κωμωδίας” μάς συστήνουν μία ιδιαίτερη νεοσύστατη “παρέα” (Δήμητρα Ματσούκα, Αντώνης Κρόμπας, Δημήτρης Σαμόλης και Αναστασία Τσιλιμπίου), η οποία θέλει να κάνει ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος, μαθήματα κωμωδίας με καθηγητή τον Θοδωρή Αθερίδη, έναν ξεπεσμένο ηθοποιό που προσπαθεί να κερδίσει κάποια επιπλέον χρήματα, την ίδια στιγμή που οι νέοι μαθητές του ψάχνουν τελικά μία διέξοδο από τη ζωή τους.
Τόσο οι ερμηνείες των εντελώς ταιριαστών για τους ρόλους τους πρωταγωνιστών- από τους οποίους προσωπικά ξεχώρισα την εκπληκτική Δήμητρα Ματσούκα-, όσο και το θερμό κλίμα που μετέδιδαν οι αστείοι και διασκεδαστικοί διάλογοι του σεναρίου στο κοινό, μου χάρισαν μία πολύ όμορφη θεατρική εμπειρία. Πέρα από μαθήματα κωμωδίας πάντως, όσοι επιλέξετε να παρακολουθήσετε τη συγκεκριμένη παράσταση να ξέρετε πως θα λάβετε και μαθήματα ανθρωπιάς, αγάπης και αισιοδοξίας, μιας και το γέλιο είναι ένα φάρμακο που προσπαθεί να βελτιώσει την ασχήμια του κόσμου.
Ειρήνη Μωραΐτη
Μετά από μεγάλη προσμονή για την πρεμιέρα της σειράς, την προηγούμενη Πέμπτη παρακολούθησα το 1ο επεισόδιο του Maestro. Έχοντας παρακολουθήσει όλες τις σειρές και τις ταινίες που φέρουν την υπογραφή του Παπακαλιάτη -πλην του «Να με προσέχεις»- πιστεύω πως πρόκειται για έναν καλλιτέχνη ο οποίος σε όλα του τα έργα, έχει πάντα να δώσει κάτι νέο στο κοινό. Λειτουργεί βέβαια σ’ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, εννοώντας ότι σε όλες του τις δουλειές επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις (φιλικές, ερωτικές, επαγγελματικές, οικογενειακές) αλλά και σε κοινωνικά θέματα όπως η ενδοοικογενειακή βία, η ομοφυλοφιλία, η ανεργία, η οικονομική κρίση κ.α. Στο Maestro, για πρώτη φορά ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μας μεταφέρει στην κλειστή κοινωνία ενός νησιού κι από το πρώτο κιόλας επεισόδιο μας δείχνει πως οι κάτοικοί του δεν είναι μόνο αυτό που φαίνονται. Το κάθε σπίτι έχει τις δικές του παθογένειες, τις οποίες «ο δάσκαλος» δεν αργεί να ανακαλύψει. Αξίζει επίσης να σημειωθούν οι εκπληκτικές εικόνες του σίριαλ και οι ερμηνείες των ηθοποιών που παίζουν τόσο αβίαστα, φέρνοντας το επιθυμητό αποτέλεσμα στις οθόνες μας. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι αρνητικές κριτικές σχετικά με την νεαρή Κλέλια και την παράξενη θα λέγαμε σχέση που έχει με τον δάσκαλο, όμως ομολογώ πως είμαι αρκετά περίεργη να δω πως θα εξελιχθεί κι ύστερα να βγάλω τα συμπεράσματά μου. Το Maestro φαίνεται πως θα απασχολήσει ιδιαίτερα την κοινή γνώμη και στα επόμενα επεισόδια τα οποία φαίνεται να έιναι γεμάτα ένταση και σασπένς.
Χριστιάνα Τσατσαρώνη
Τι είδους «ερημιά» κουβαλούν οι τερματοφύλακες; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, αλλά και σε πολλά άλλα, δίνεται στο καινούριο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, «Τσιτάχ. Η ερημιά του τερματοφύλακα» που παρουσιάζεται στο Θέατρο Σταθμός σε σκηνοθεσία του Γιώργου Νινιού και της Ερμίνας Κυριαζή. Πρόκειται για έναν μονόλογο, το βάρος του οποίου σηκώνει ο ίδιος ο Νινιός, που ενσαρκώνει έναν βετεράνο τερματοφύλακα – γνωστό με το ψευδώνυμο Τσιτάχ – ο οποίος με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αθλητισμού καλείται από ένα σχολείο για να μιλήσει στους μαθητές για την αξία του αθλητισμού και της άμιλλας. Με την αφορμή αυτή, ο ίδιος επιλέγει να κάνει έναν ειλικρινή απολογισμό της μακροχρόνιας πορείας του, μεταφέροντας στα παιδιά τις εμπειρίες που τον οδήγησαν από το φως της δημοσιότητας στο περιθώριο.
Ο Νινιός για εμένα ερμηνεύει με μια αφοπλιστική ωριμότητα τον ρόλο του, ισορροπώντας απίστευτα μεταξύ χιούμορ, ελαφρότητας και συγκίνησης, αναδεικνύοντας υπέροχα το κείμενο του Κατσικονούρη και θίγοντας “δύσκολα” θέματα όπως η ματαίωση, η μοναξιά, η αξιοπρέπεια, οι προσωπικές και επαγγελματικές ήττες, η άνοδος και η πτώση. Η σκηνοθεσία της Ερμίνας Κυριαζή προσφέρεται για πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις, βοηθώντας σε να ανακαλύψεις όλα τα επίπεδα, μέσα από συνεχείς συναισθηματικές εναλλαγές, βλέποντας παράλληλα όλη την ελληνική κοινωνία «μέσα από την κλειδαρότρυπα». Το σκηνικό λιτό, χωρίς τίποτα το περιττό, σε κάνει «συμπαίχτη» και «συνταξιδιώτη» σε μια υπέροχη παράσταση που προτείνω να μη χάσει κανείς!
Ευδοκία Βαζούκη
Μετά την τελευταία μου επίσκεψη στην Θεσσαλονίκη, μπορώ να πω με βεβαιότητα δύο πράγματα: πρώτον πως κάνει υπερβολικό κρύο και δεύτερον πως το Tanantino κάνει τα καλύτερα burger που θα βρεις στην πόλη. Στην περιοχή που βρίσκονται τα Λαδάδικα -σε ένα underground στενάκι που σου δίνει ένα εντελώς διαφορετικό vibe- βρίσκεται το μέρος που θα σε κάνει να αγαπήσεις ακόμα περισσότερο το street food. Το Tarantino, με βερολινέζικα στοιχεία που δένουν αρμονικά με όλο το υπόλοιπο ύφος που βγάζει το δρομάκι στο οποίο βρίσκεται, ξεχωρίζει αρχικά για τη διακόσμηση του. Οι vintage αφίσες και τα πολλά ξεχωριστά εξώφυλλα, τα άπειρα stickers κολλημένα σε διάφορους τοίχους του μαγαζιού, η μπασκέτα στο βάθος, τα ξύλινα τραπέζια-πάγκοι με ρολό κουζίνας ακουμπισμένο σε καθένα από αυτά -για ευνόητους λόγους- είναι μόνο μερικά χαρακτηριστικά του burger house.
Στο Tarantino, θα βρεις τόσο κλασικές επιλογές σε burger (όπως το κλασικό Cheeseburger, που δεν απογοήτευσε ποτέ κανέναν), όσο και δικές τους παραλλαγές. Για παράδειγμα το Kimchi burger, με λάχανο kimchi napa και φύτρες φασολιού, το Jerk Chicken με κοτόπουλο μαριναρισμένο σε Caribbean sauce, που σερβίρεται σε pretzel, όλα τα slow cooked burger τους, άλλα και το χορτοφαγικό Portobello Mushroom Burger, είναι κάποια από τα must try. Τα burger συνοδεύονται με κλασικές τηγανιτές πατάτες ή με γλυκοπατάτες και το μαγαζί που είναι self service, σου δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσεις κατά την παραγγελία σου τον -όπως έχω ήδη αναφέρει- ιδιαίτερο εσωτερικό του χώρο. Πάντα μπορείς να συνοδεύσεις το φαγητό σου με μια κρύα μπύρα και μάλιστα, στο Tanantino, θα βρεις τις πιο ψαγμένες μπύρες από ελληνικές και ξένες ζυθοποιίες. Προσωπικά κάτι ακόμα που με έκανε να ξεχωρίσω το μέρος αυτό, είναι οι μουσικές επιλογές του, που κυμαίνονται σε soul, alternative και hip hop ρυθμούς και συνοδεύουν ευχάριστα αυτή τη γευστική εμπειρία.
Ελένη Πάικου
Την φιλόδοξη παράσταση “Ζορμπάς” με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Στάνκογλου στον εμβληματικό αυτό ήρωα του Καζαντζάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα και θεατρική διασκευή του ίδιου και του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, παρακολούθησα το βράδυ της Παρασκευής. Μη έχοντας διαβάσει το βιβλίο (ακόμη) είχα ατόφια περιέργεια να γνωρίσω τον Ζορμπά, τον ήρωα που είναι γνωστός από άκρη σε άκρη και έχει ταυτιστεί με την ελληνική ψυχή. Το ανέβασμα ενός μυθιστορήματος στο σανίδι έχει αρκετές προκλήσεις και θαυμάζω τους δημιουργούς που το τολμούν. Ειδικά, εαν πρόκειται για μυθιστόρημα του Καζαντζάκη, τα πράγματα γίνονται όλο και απαιτητικότερα. Ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας συγγραφέας κατάφερε με την πένα του κάτι το οικουμενικό, για αυτό και οι θαυμαστές του δεν περιορίζονται μόνο στην Ελλάδα.
Η παράσταση ήταν προσεγμένη και κατάφερε με μεγάλη επιτυχία να μεταφέρει τον θεατή στο κλίμα και την νοοτροπία της εποχής. Δύο κόσμοι αντικρουόμενοι, δύο κοσμοθεωρίες σε διάλογο. Από την μια ο αφηγητής-διανοούμενος, που ενσάρκωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία ο Αιμιλιανός Σταματάκης, υπέρμαχος του πνεύματος και της θεωρίας που προσφέρουν τα βιβλία, αρνείται το βίωμα και δεν τολμά την εμπειρία. Από την άλλη ο Ζορμπάς, ένας άνθρωπος που δρα σύμφωνα με το πάθος του και “βουτάει” στη ζωή και στους μπελάδες γιατι “Η ζωή είναι γεμάτη μπελάδες. Μόνο ο θάνατος δεν έχει μπελά.” Ένας άνθρωπος όμως, που κατέχει ξεχωριστή διανόηση θέτοντας οικουμενικά ερωτήματα, που ταλανίζουν το ανθρώπινο γένος. Το πνέυμα και η ύλη συναντώνται και χαρίζουν μια φιλοσοφική συζήτηση γύρω από την ίδια την ζωή. Οι υπόλοιποι ήρωες του έργου αποτελούν παραδείγματα της συζήτησης αυτής και με τις ιστορίες τους γινόμαστε μάρτυρες της πραγματικότητας, που ακόμη και τώρα είναι επίκαιρη. Θα σταθώ στην ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου, που κατάφερε υποδειγματικά να ενσαρκώσει αυτόν τον θρυλικό ήρωα και να μας μεταφέρει στον κόσμο του όπου επικρατεί η ζωή, το φως και ο χορός. Μια παράσταση με εξαιρετικές ερμηνείες από τους συντελεστές: ηθοποιούς και χορευτές. Ειδική μνεία στα αρκετά αληθοφανή σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη.
Μια παράσταση που θα πρότεινα λοιπόν ανεπιφύλακτα. Μια παράσταση γύρω από την πνευματικότητα και την ανθρώπινη ύπαρξη. Μια παράσταση γύρω από την ίδια την ζωή που σε προτρέπει τόσο απλά και τρυφερά να “ζήσεις”. Και στην περίπτωση την δική μου, σε προτρέπει ακόμη περισσότερο να θέλεις να διαβάσεις το βιβλίο και να γνωρίσεις και με τη δική σου φαντασία τον Ζορμπά, “την πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, την πιο λεύτερη κραυγή.”
Νατάσα Μιχελάκου
Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη που συνάντησα χθες όταν και μετέβην στο Εθνικό Θέατρο για να παρακολουθήσω τον «Άνθρωπο απ’ το Παντόλσκ» του Ντιμίτρι Ντανίλοφ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, ήταν ο ευρηματικός και απόλυτα διασκεδαστικός τρόπος με τον οποίον η θεατρική ρουτίνα που έχει να κάνει με την είσοδο του κοινού στην αίθουσα και τη γνώριμη ευγενική υπενθύμιση προς τους θεατές να απενεργοποιήσουν τα κινητά τους τηλέφωνα ενσωματώθηκε μέσα στην ίδια την παράσταση, επιτρέποντας μας να «εισβάλουμε» και εμείς οι ίδιοι στο «καφκικής» εμπνεύσεως σύμπαν του έργου, αλλά και υπενθυμίζοντας μας πως τέτοιες συνηθισμένες «επιτελεστικές» ενέργειες ενέχουν καθαυτές μια μορφή θεατρικότητας που τις καθιστά εξίσου σημαντικό μέρος της συνολικής ιεροτελεστίας της θεατρικής πράξης.
Η δεύτερη ευχάριστη έκπληξη είχε να κάνει με την ίδια την παράσταση. Ο «Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ», ή αλλιώς Νικολάι, είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος ο οποίος κρατείται σε ένα αστυνομικό τμήμα της Μόσχας χωρίς να γνωρίζει τα πραγματικά αίτια της σύλληψης του, υποβαλλόμενος σε παράδοξες τακτικές ανάκρισης. Ο Γιώργος Κουτλής αποδεικνύεται για ακόμη μια φορά ο κατάλληλος άνθρωπος να μεταφέρει πάνω στη σκηνή εκκεντρικές καταστάσεις με τρόπο μοναδικό χαρίζοντας μας ισάριθμες στιγμές λυτρωτικού γέλιου και απαραίτητου στοχασμού, με τους πρωταγωνιστές του να ξεχωρίζουν για τις απολαυστικές ερμηνείες τους. Όλα αυτά με ένα ιδιαίτερο έργο που ακροβατεί ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία, τη σάτιρα, το θρίλερ και τον υπαρξιακό τρόμο.
Το χιούμορ, άπλετο, αποτελεί το «στήριγμα» του θεατή ώστε να μπορέσει να «χωνέψει» όλες τις σκληρές αλήθειες που αυτό έχει να του προσφέρει: Σε πρώτο επίπεδο σκέψεις που αφορούν την ίδια τη φύση της εξουσίας, την αστυνομική καταστολή, τον παραλογισμό, την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό που αυτά τα δύο εμπεριέχουν, το γεγονός ότι οποιοσδήποτε ανά πάσα στιγμή μπορεί να μπει στο στόχαστρο αυτών, καθώς και το πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη να ανοίξει μια συζήτηση για τις διαδικασίες επιλογής των προσώπων στων οποίων τα «χέρια» η κοινωνία εναποθέτει την άσκηση των διάφορων εξουσιών. Σε δεύτερο επίπεδο η απορία αν η ζωή έχει γίνει τόσο δύσκολη, άχρωμη, δυσβάσταχτη και δυστοπική που όλοι έχουμε μπει λίγο πολύ στον «αυτόματο»- «στεγνοί» από συναισθήματα όπως η ελπίδα, η αισιοδοξία, η χαρά- ζώντας απλώς την κάθε ημέρα και προσπαθώντας να επιβιώσουμε, ενώ, παράλληλα, αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε την ομορφιά γύρω μας, να αναζητήσουμε όλα εκείνα που θα «δώσουν πνοή» στην καθημερινότητα μας, να συνειδητοποιήσουμε το πόσο τυχεροί μπορεί να είμαστε σε κάποια πράγματα. Και τέλος σε τρίτο επίπεδο πόσο ειρωνικό που για την εκάστοτε εξουσία δεν αρκεί να έχεις «παραιτηθεί», δεν αρκεί να μην «αγωνίζεσαι», δεν αρκεί να μην «διεκδικείς», αλλά δεν πρέπει ούτε καν να «παραπονιέσαι», δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να «χαλάς το κυρίαρχο αφήγημα», καθώς ακόμη και ο τρόπος που βιώνεις την πραγματικότητα σου πρέπει να ξεφεύγει από τον έλεγχο σου, να σου επιβληθεί. Στην περίπτωση του Νικολάι να πηγάζει από έναν χωρίς όρια θετικισμό. Τι και αν όλα γύρω του συνηγορούν για το αντίθετο;
Αριστούλα Ζαχαρίου
Η σχέση μου με τους Arctic Monkeys χρονολογείται περίπου από το 2014. Κάθε μέρα, επί ένα χρόνο, θυμάμαι πως άκουγα τραγούδια από όλα τα μέχρι τότε άλμπουμ τους. Εννοείται πως το 2018 τους είδα λάιβ στο Rockwave. Γενικά, από τα πολύ αγαπημένα συγκροτήματα, συνυφασμένο κυρίως με την εφηβεία μου. Αγαπημένο τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Στιχουργικά ιδιαίτερα καθώς νιώθω πως κάθε τους τραγούδι μπορεί εύκολα να οπτικοποιηθεί ή να σε παραπέμψει σε κάποιο οικείο συναίσθημα. Ακριβώς αυτή η ιδιότητα των τραγουδιών τους είναι που για εμένα τα καθιστά διαχρονικά.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Άκουσα τον καινούργιο τους δίσκο ‘The Car’ και η αλήθεια είναι πως περίμενα περισσότερα. Εξακολουθεί να μου αναδύει συναισθήματα αλλά αυτή τη φορά μου προκάλεσε μία νοσταλγία, την ίδια ακριβώς που μου είχε προκαλέσει και το προηγούμενο, ‘Tranquility Base Hotel & Casino’. Ίδια δεν ήταν, αλλά παρόμοια ατμόσφαιρα που ίσως βέβαια οφείλεται στην ήπια στροφή που έχουν κάνει στο είδος τους. Ξεχώρισα μερικά τραγούδια, το ‘Sculptures Of Anything Goes’ είναι εμφανώς πρωτότυπο για το συγκρότημα ενώ το προσωπικό αγαπημένο ήταν το ‘Hello You’, ίσως και το ‘Body Paint’. Ολόκληρο το άλμπουμ κατά βάση συμπαθητικό, αλλά οι προσδοκίες μου δυστυχώς δεν ικανοποιήθηκαν. Ίσως το άκουσα βιαστικά, ίσως και όχι, αυτό θα διαπιστωθεί μόνο με περαιτέρω ακούσματα.
Ανδρομάχη Αρβανίτη