Συν & Πλην: «Η μοναξιά της Δύσης» στο Θέατρο Αθηνών
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την παράσταση «Η μοναξιά της Δύσης» σε σκηνοθεσία Νίκου Κουρή που ανεβαίνει στο Θέατρο Αθηνών.
Στην επαρχία της Ιρλανδίας, λίγο πριν το millennium συμβαίνουν όλα αυτά με τα οποία έχουμε εξοικειωθεί χάρη στην ιρλανδική δραματουργία, λογοτεχνία ακόμα και το σινεμά. Ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, στυλίστας της γραφής, δεν απομακρύνεται πολύ από τα ‘κλισέ’ που ταλανίζουν τους μέσους Ιρλανδούς: Μια βαρετή καθημερινότητα, μια ζωή που ξοδεύεται χωρίς φιλοδοξίες μέσα σε παμπ, ξορκισμένη με αλκοόλ, ποτισμένη με μοναξιά, μελαγχολία και συγκρούσεις. Ήρωες του εδώ, είναι δύο αδέρφια ο Κόνορ και ο Βαλίν Κόλμαν που πραγματώνονται μέσα από μια αστείρευτη διάθεση για καβγά. Αφορμή αποτελεί πότε η παροιμιώδης τσιγγουνιά του Βαλίν και η εμμονή του με τη συλλογή τουριστικών αγαλματιδίων της Παρθένας Μαρίας και πότε η θρασεία πονηριά του Κόνορ να τον εκμεταλλεύεται. Μεθοκοπούν, πιάνονται στα χέρια – και πάλι από την αρχή – μια ρουτίνα που μοιάζει να δίνει νόημα στη μίζερη ζωή τους, που δεν έχει ίχνος ερωτικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Μάταια, ο, επίσης αλκοολικός, παπάς του χωριού Ρόντριγκ Γουέλς προσπαθεί να τους εμφυσήσει ικμάδες πίστης για το θεό, το καλό και την αγάπη προς το συνάνθρωπο. Τα δυο αδέρφια μοιάζουν τόσο εγωκεντρικά αγκιστρωμένα στην ανωριμότητα, τη βλακεία και στον ανούσιο μικρόκοσμο τους, ανίκανοι να συναισθανθούν τη ζωή και το θάνατο που κυλάει πλάι τους. Οι ισορροπίες αλλάζουν, όταν τα δύο αδέρφια χάνουν τον πατέρα τους – όχι από φυσιολογικά αίτια, αλλά από ένα ‘ατύχημα’ στο οποίο εμπλέκεται ο Κόνορ.
Είτε στο θέατρο, είτε στον κινηματογράφο, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα, δεν έχει κρύψει την αγάπη του για την διερεύνηση της βίαιης όψης των ανώνυμων, λαϊκών ανθρώπων – ιδιαίτερα όταν αυτοί κατοικούν στην πατρίδα του την Ιρλανδία, εκεί όπου ο τρόπος ζωής φορτίζεται από ένα σαφές πολιτισμικό υπόβαθρο: Συντηρητισμός όπως εκπορεύεται από την προσκόλληση στη θρησκεία, ανεργία, ματαιωμένα όνειρα, μοναξιά, εξαρτήσεις. Και η οικογένεια ως πεδίο συσπείρωσης των συλλογικών τραυμάτων. «Η μοναξιά της Δύσης», ένα από τα έργα της «Τριλογίας για το Λινέϊν» (μια επαρχία της Ιρλανδίας) που, γραμμένη το 1997, αντικατοπτρίζει αυτό ακριβώς το πλαίσιο· ιδωμένο μέσα από τη συγκρουσιακή σχέση δύο αδερφών. Ο ΜακΝτόνα ‘ενοχοποιεί’ εδώ την αμορφωσιά, την μοναξιά και την σεξουαλική καταπίεση ως παράγοντες εξαγρίωσης των ανθρώπων. Πράγματι, ο Κόνορ και ο Βαλίν πλακώνονται κάθε τόσο στο ξύλο σαν θυμωμένοι γορίλες, ενεργοποιώντας τα εντελώς παιδιάστικα αντανακλαστικά τους απέναντι στη ζωή. Έργο σκοτεινό, βίαιο, αλλά και με το γνώριμο κυνικό χιούμορ του ΜακΝτόνα εννοείται πως δεν διστάζει να εκθέσει την υποκρισία του καθολικισμού και την πίστη ως βιτρίνα ενός, κατά τα άλλα, ανόσιου βίου.
Η παράστασηΕξοικειωμένος με τον κόσμο του ΜακΝτόνα, ο Νίκος Κουρής παραδίδει μια λιτή, καθαρή, σύγχρονη παράσταση, όπως επιβάλλει και το είδος της μαύρης, δραματικής κωμωδίας που υπηρετεί. «Η μοναξιά της Δύσης» αναγνωρίζεται για την έμφαση στις ερμηνείες, την καλοδουλεμένη μεγέθυνση του σαρκασμού και την αντιπαραβολή της με το τραγικό στοιχείο. Τα περισσότερα ψεγάδια της παράστασης (κατά τόπους νωχελικός ρυθμός, έλλειμμα συντονισμού κ.α) είναι θέμα χρόνου και άσκησης για να λειανθούν.
Η καρδιά του έργου χτυπάει στην συγκρουσιακή σχέση των αδερφών Ο’ Κόνορ και η παραγωγική συνάντηση Νίκου Κουρή και Χρήστου Μαλάκη που τους ερμηνεύουν είναι κρίσιμη και ευεργετική. Ο μεν Κουρής στο ρόλου του γραφικού ‘σπάγκου’ Βαλίν, φορέας μιας κάποιας ανθρωπιάς, ο δε Μαλάκης στο ρόλο του κακεντρεχή καιροσκόπου Κόνορ. Ως δίδυμο φέρουν επί σκηνής μια επαυξημένη μπεκετική ατμόσφαιρα – πρόσωπα πολύ λιγότερο ποιητικά, αλλά εξίσου εξαρτώμενα ο ένας από τον άλλον – με εξέχουσα απόδειξη αυτής της επικοινωνίας τον «αγώνα λόγου» και συγχώρεσης σε ένα τραπέζι πινγκ πονγκ.
Ο Γιώργος Ηλιόπουλος – μερική έκπληξη ως προς την ανάληψη του ρόλου του πατέρα Γουέλς – άλλοτε δίνει τον τραγελαφικό τόνο που απαιτεί ο ρόλος του, κι άλλοτε πλατειάζει με επίκεντρο αυτόν. Τέλος, η μοναδική γυναικεία παρουσία του έργου, η Δανάη Μιχαλάκη στο ρόλο της Γκερλίν, φέρει ωραία την κοριτσίστικη αυθάδεια της ηρωίδας της, αλλά συχνά την καταπίνει το άγχος. Βοηθητικό στο αποτέλεσμα θα ήταν το, κατά τόπους, ψαλίδισμα της έντασης των ερμηνειών που κινδυνεύει να μετατοπίσει από την πρόσληψη του έργου.
Η σκηνοθεσίαΣχεδόν δέκα χρόνια μετά την δημιουργική εμπλοκή του στον «Πουπουλένιο» (και πάλι στη σκηνή του Αθηνών, τότε σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη), ο Νίκος Κουρής επιστρέφει στο σκοτεινό σύμπαν του ΜακΝτόνα με την πρώτη του σκηνοθεσία. Μέλημα του για τη «Μοναξιά της Δύσης» είναι, όπως όλα δείχνουν, η ανάδειξη των χαρακτήρων και των παθογενειών τους, η χημεία μεταξύ των ερμηνευτών (επιτυγχάνεται στο δίδυμο που συνθέτει ο ίδιος και ο Χρήστος Μαλάκης) και στο φόντο μια λιτή, σύγχρονη αισθητική τοποθέτηση που σιγοντάρει όλα τα παραπάνω. Αν με την πρόοδο των παραστάσεων δουλευτεί καλύτερα ο παραστασιακός ρυθμός, η προσπάθεια θα γίνει ακόμα πιο διαυγής.
Η αισθητική της παράστασηςΠροκλητικά λιτό το σκηνικό της Όλγας Μπρούμα μας κάνει αφενός να εστιάσουμε στα λιγοστά διακοσμητικά αντικείμενα (με έμφαση τον Εσταυρωμένο με κόμικ αισθητική) και αφετέρου στις σχέσεις που διαμείβονται επί σκηνής. Με παιγνιώδη διάθεση και τα κοστούμια της Ματίνας Μέγκλα, χρήσιμες υποσημειώσεις της αδιανόητης ανωριμότητας των κεντρικών ηρώων. Λειτουργικοί και ωφέλιμοι ως προς τις ατμόσφαιρες οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου.
Είτε πρόκειται για τον προβληματικό, σε στιγμές, συντονισμό μεταξύ των ηθοποιών, είτε για τη νωθρότητα απόδοσης κάποιων σκηνών, η παράσταση δείχνει πως έχει απόλυτη ανάγκη να «τρέξει» επί σκηνής, να «στρώσει» για να αναδείξει κι άλλες από τις αρετές της. Μένει να αποδειχθεί στη συνέχεια.
Η ανάγκη για δραματουργική επεξεργασίαΓραμμένο πριν από 25 χρόνια και χαρακτηρισμένο από μια εντοπιότητα, το έργο του Μάρτιν ΜακΝτόνα μοιάζει να χρειάζεται – ειδικά στην πρώτη πράξη του έργου ή στην αγόρευση του πατέρα Γουέλς – λεπτές παρεμβάσεις ακόμα και περικοπές που θα το σώσουν από τα πλαδαρά του σημεία και θα ενισχύσουν την αιχμηρότητα του.
Επιτυχημένη απόδοση του συγγραφικού στιλ του ΜακΝτόνα – μιας ακραίας κωμωδίας με τραγικές όψεις – που ποντάρει πολλά στις ερμηνείες των Νίκου Κουρή και Χρήστου Μαλάκη.