Και ποιος δεν γνωρίζει τη Νεμέα; Σίγουρα δεν υπάρχει κάποιος που να μην έχει ακούσει για τον μύθο του άθλου του Ηρακλή, που σκότωσε το διάσημο λιοντάρι της Νεμέας – και που έκανε την περιοχή γνωστή εντός αλλά κι εκτός συνόρων. Μία μικρή επαρχιακή κωμόπολη, 41 χλμ. νοτιοδυτικά της Κορίνθου, η Νεμέα περιβάλλεται από εύφορους – χάρη στον ποταμό Ασωπό – κάμπους και φυσικά, εκτός από τον μύθο είναι γνωστή για τη μακρά παράδοση στην αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποιία, αλλά και τον εξαιρετικά σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, που βρίσκεται λίγο έξω από την Αρχαία Νεμέα.
Αν είστε «φίλοι» του κρασιού, αξίζει να επισκεφθείτε την περιοχή – είναι μόλις 1,5 ώρα από την Αθήνα – και να κάνετε φυσικά μια στάση σε κάποιο από τα επισκέψιμα οινοποιεία της περιοχής, για να δείτε από κοντά την πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία της οινοπαραγωγής.
Η δική μας απόδραση το πρωί της Παρασκευής 21 Οκτωβρίου είχε ως αφορμή έναν διαφορετικό λόγο, ωστόσο συνδυάστηκε υπέροχα με την ξενάγησή μας εντός ενός οινοποιείου της περιοχής της Νεμέας. Η αφορμή ήταν τα εγκαίνια παρουσίασης του εμβληματικού γλυπτού του σπουδαίου εικαστικού και ενός από τους πιο αναγνωρισμένους γλύπτες στην Ελλάδα, του Γιώργου Ζογγολόπουλου, «Τέσσερις Εποχές».
Το γλυπτό αυτό αποκτήθηκε, πριν από μερικά χρόνια, σε δημοπρασία από το φιλότεχνο ζεύγος Σκούρα, τους ιδιοκτήτες του Κτήματος Σκούρα στην περιοχή και έκτοτε αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα έργα της σημαντικής ιδιωτικής τους συλλογής – και καθόλου άδικα θα λέγαμε όσοι είχαμε την ευκαιρία να το δούμε από κοντά.
Συγκεκριμένα, στην αρχή του περασμένου καλοκαιριού, το γλυπτό τοποθετήθηκε στο Κτήμα Σκούρα, το οποίο φυσικά είναι επισκέψιμο, κι έτσι όποιος οινόφιλος βρεθεί στην περιοχή μπορεί εκτός από την καθιερωμένη ξενάγηση, να θαυμάσει το εμβληματικό αυτό γλυπτό, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό τοπόσημο πια του οινοποιείου αφού δεσπόζει εντυπωσιακό στο αίθριο του κτηρίου και είναι ορατό από τον δρόμο.
Αυτή ήταν και εξαρχής η επιθυμία του Γιώργου Σκούρα · έτσι το γλυπτό αναπαράχθηκε καλλιτεχνικά σε μεγαλύτερο μέγεθος, με την επιμέλεια του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, με το οποίο ήρθε σε επαφή ο ίδιος, μεταφέροντας το όραμά του. Αυτό μελετήθηκε και κάπως έτσι η κατασκευή του έργου υλοποιήθηκε σε ικανό μέγεθος (7,90×1,50×2,85μ.) για το προβλεπόμενο σημείο. Την ανακατασκευή ανέλαβε το καλλιτεχνικό εργαστήριο των κυρίων Λεωνίδα και Στέλιου Γκίκα, ένα εργαστήριο που έχει κατασκευάσει πλειάδα γλυπτών έργων του Γιώργου Ζογγολόπουλου όσο ο σπουδαίος δημιουργός βρισκόταν ακόμη εν ζωή.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της πρώτης εκδήλωσης και των εγκαινίων εγκατάστασης του γλυπτού, ήμασταν πραγματικά τυχεροί να έχουμε μαζί μας την ιστορικό τέχνης και συνεργάτιδα του Ιδρύματος Γεωργίου Ζογγολόπουλου, Ίρις Κρητικού, η οποία μάς έκανε μια παρουσίαση του γλυπτού, ενώ μοιράστηκε μαζί μας πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες από τη ζωή του ίδιου του Ζογγολόπουλου. Η ίδια μάς αποκάλυψε μάλιστα πως αγαπά ιδιαίτερα το κρασί και κάπως έτσι το ταξίδι αυτό αποδείχθηκε μία υπέροχη «συνάντηση» ανάμεσα στην ιδιαίτερη τέχνη του κρασιού και την Τέχνη γενικότερα.
Στην είσοδο μάς υποδέχτηκαν, σε ένα υπέροχο φιλόξενο περιβάλλον μέσα στο πράσινο, οι ιδιοκτήτες του Κτήματος Σκούρα. Με μια λιτή αρχιτεκτονική, το Κτήμα – ανάμεσα στης μοναδικής ομορφιάς αμπελώνες – άνοιξε για εμάς τις πόρτες του, έτσι ώστε να πάρουμε μια «γεύση» (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά) από το πώς λειτουργεί μία υπερσύγχρονη οινοπαραγωγική μονάδα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή.
Συγκεκριμένα, ο Δημήτρης Σκούρας, ο γιος του ζεύγους των ιδιοκτητών, μάς έκανε μία πολύ ενδιαφέρουσα ξενάγηση εντός των άρτια εξοπλισμένων χώρων του οινοποιείου, μυώντας μας στην όλη οινοπαραγωγική διαδικασία: Από το εντυπωσιακό κελάρι των 1.000 δρύινων βαρελιών, στο εμφιαλωτήριο και ολοκληρώνοντας στην οινική γευσιγνωσία στην καλαίσθητη αίθουσα του οινοποιείου, όπου φιλοξενούνται ξεχωριστά έργα τέχνης σημαντικών καλλιτεχνών, πέρα από το γλυπτό του Ζογγολόπουλου.
Σειρά είχε η παρουσίαση του γλυπτού, το οποίο αποτελείται από τέσσερις ομπρέλες – το πλέον αναγνωρίσιμο μοτίβο του Γιώργου Ζογγολόπουλου. Η Ίρις Κρητικού μάς μίλησε μεταξύ άλλων για την πρώτη παρουσίασή του στη Μπιενάλε της Βενετίας στην ατομική έκθεση του Γιώργου Ζογγολόπουλου στο Ελληνικό Περίπτερο, ενώ τις δικές του αναμνήσεις με τον ίδιο μοιράστηκε μαζί μας ο Πρόεδρος του Ιδρύματος και ανιψιός του γλύπτη, Νίκος Θεοδωρίδης.
Στα 92 του χρόνια ο γλύπτης δημιούργησε ένα τόσο ποιητικό και αέρινο έργο που πραγματικά ηχεί σαν την ομώνυμη μουσική συλλογή του Αντόνιο Βιβάλντι – την οποία και αγαπούσε ιδιαίτερα ο καλλιτέχνης – ενώ αλληγορικά, όπως μάς επεσήμανε και η Ίρις Κρητικού, το γλυπτό συμβολίζει τα τέσσερα ηλικιακά στάδια στη ζωή του ανθρώπου (παιδί, έφηβος, ενήλικας, ηλικιωμένος).
Αξίζει να σημειωθεί πως οι «Τέσσερις Εποχές» αποτελούν το πρώτο γλυπτό στο οποίο το 1993 ο Γιώργος Ζογγολόπουλος χρησιμοποίησε, για πρώτη φορά, χρώμα στις χαλύβδινες διάτρητες ομπρέλες του, ενώ η δεύτερη φορά που οι διάσημες ομπρέλες του Ζογγολόπουλου «ντύθηκαν» με χρώμα είναι στην ύψους 25 μ. γλυπτική εγκατάσταση «Αίθριο» που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος.
Για τον ίδιο τον Γιώργο Ζογγολόπουλο ήταν σημαντικό η γλυπτική να υπάρχει στο δημόσιο χώρο, καθώς πίστευε βαθιά ότι η Τέχνη οφείλει να υπάρχει και να ζει δίπλα μας, βελτιώνοντας την καθημερινότητα μας και καλλιεργώντας την αισθητική μας αντίληψη.
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως ο άνθρωπος που τόσο πολύ υποστήριζε τη δημόσια γλυπτική, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, ήταν αυτός που ενώ είχε κερδίσει στους περισσότερους διαγωνισμούς για εγκατάσταση γλυπτού του σε δημόσιο χώρο, τα περισσότερα από αυτά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ – με τον ίδιο πολλές φορές να αυτοσαρκάζεται γι’ αυτό. Αυτό όμως εγείρει το εύλογο ερώτημα σχετικά με τις γλυπτικές εγκαταστάσεις αμφίβολης αισθητικής που πολλές φορές επιλέγονται με καθόλου αξιοκρατικά κριτήρια και εγκαθίστανται σε πλατείες δήμων της χώρας μας…
Τι «πήραμε» μαζί επιστρέφοντας στην Αθήνα; Φυσικά δεν γινόταν να φύγουμε χωρίς να πάρουμε μαζί ένα μπουκάλι Αγιωργίτικο κρασί, αυτή την εξαιρετική ελληνική αυτόχθονη ποικιλία που παράγεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην περιοχή της Νεμέας – μια ευγενική προσφορά των ανθρώπων του Κτήματος Σκούρα – αλλά και μερικές σκέψεις για το πόσο σημαντικές είναι τέτοιου είδους ιδιωτικές πρωτοβουλίες που «μεταμορφώνουν» ιδιωτικές επιχειρήσεις σε ζωντανές γλυπτοθήκες προσβάσιμες στο κοινό, βοηθώντας στο να μην περνούν σπουδαίοι καλλιτέχνες στη λήθη. Ας μην ξεχνάμε πως η Τέχνη, εκτός από ένα μέσο έκφρασης του ίδιου του δημιουργού, αποτελεί παράλληλα και ένα μέσο επικοινωνίας, του οποίου οι θεατές έχουν τη δυνατότητα να γίνονται κοινωνοί όταν αυτό βρίσκεται στον δημόσιο χώρο και μεταξύ τους δημιουργείται ένας γόνιμος ανοιχτός διάλογος.