Η περιπέτεια
Η κλασική «Περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι με την Μόνικα Βίτι είχε αποσπάσει το Μέγα Βραβείο της επιτροπής στο φεστιβάλ Καννών του 1960 και επανακυκλοφορεί σε λίγες επιλεγμένες αίθουσες.
Η Άννα εξαφανίζεται ενώ έχει επισκεφθεί ένα ερημονήσι με την καλύτερή της φίλη και τον εραστή της. Κατά την διάρκεια των ερευνών, ο εραστής της και η καλύτερή της φίλη θα έρθουν πολύ κοντά.
Σχετικά με την ταινίαΜε την Περιπέτεια, αντιστροφή μιας αστυνομικής ταινίας, ο κινηματογραφιστής διερευνά τις αλλαγές στις σχέσεις και στις συμπεριφορές, μαζί με την «αρρώστια των αισθημάτων», την αλλοτρίωση και την αποξένωση, που εκφράζονται πιο ειλικρινά, αυθόρμητα και άμεσα σ’ ένα χώρο και χρόνο διακοπών και εξοχής και που σχετίζονται, στο βάθος, έμμεσα, τουλάχιστον, με την εξέλιξη του φαινόμενου: «οικονομικό θαύμα».
Η «Περιπέτεια» στάθηκε σταθμός στην ιστορία του κινηματογράφου. Έδειξε έναν νέο τρόπο ελλειπτικής κινηματογραφικής γραφής. Οι κριτικοί το αναγνώρισαν αμέσως και της απένειμαν το βραβείο τους στο φεστιβάλ των Καννών. Τον επόμενο χρόνο την κατέταξαν τρίτη στην καλύτερη δεκάδα ταινιών, ίσως με την ίδια υπερβολή που κατέταξαν πρώτο το «Πολίτης Cane» και δεύτερο το «Θωρηκτό Ποτέμκιν».
Το κοινό όμως τη γιουχάϊσε. Κατά την πρώτη μάλιστα προβολή της στο Φεστιβάλ των Καννών οι θεατές γελούσαν και κορόιδευαν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Την άλλη μέρα όμως το πρωί είχε αναστηθεί στην είσοδο της αίθουσας προβολών μια επιστολή υπογεγραμμένη από πολλά και διάσημα ονόματα του κινηματογράφου και των τεχνών που χαιρέτιζαν το έργο αυτό σαν το καλύτερο που είχε παιχθεί ποτέ στις Κάννες. Το κοινό όμως δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον Antonioni. Ο νέος τρόπος γραφής τους ξένισε. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί τόσες πολλές σκηνές δεν έμοιαζαν να εντάσσονται σε μιαν αφήγηση. Είναι λογικό σήμερα η «Περιπέτεια» και όλη η «Τριλογία» του Antonioni να μη δημιουργεί την ίδια έκπληξη. Τότε και η φόρμα και το περιεχόμενο ήταν άκρως καινοφανή. Εντουτοις πρόκειται πάντα για δείγματα εξαιρετικού κινηματογράφου.
Αν κανείς «διαβάσει» προσεκτικά την ταινία, όπως και κάθε καλή ταινία, θα διαπιστώσει ότι τίποτα δεν είναι άσκοπο. Συνήθως στον Antonioni το μοντάζ και η φωτογραφία λένε πολύ περισσότερα για την υπόθεση από τα λόγια. Αυτό άλλωστε που τρόμαξε το κοινό του 1960 ήταν ότι για πρώτη σχεδόν φορά έβλεπαν σκηνές, και μάλιστα σκηνές με αρκετή κινηματογραφική διάρκεια, να μην καταλήγουν σε δικαίωση μέσα από την πλοκή. Ακριβώς όμως αυτές οι σκηνές, οι εικόνες και το μοντάζ είτε δημιουργούν αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «ατμόσφαιρα», είτε προσδιορίζουν τους χαρακτήρες και τη συναισθηματική στάση τους.