Μετά από 4 μικρού μήκους και 2 μεγάλου μήκους ταινίες -την «Ιστορία 52» και την πολυβραβευμένη από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου «Τετάρτη 04:45»-, ο Αλέξης Αλεξίου μάς παραδίδει το νέο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας με τίτλο «Γιώτα Τέλεια Ωμέγα (Ι.Ω)».
Η ταινία εντάχθηκε στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα του κινηματογράφου «Άστορ», όπου το ελληνικό κοινό θα έχει την ευκαιρία να την απολαύσει – πριν από την ταινία «France» του Bruno Dumont.
Ο Αλέξης Αλεξίου μας μεταφέρει στο σύμπαν της «Ι.Ω», μιας κοπέλας που εργάζεται στην πολεμική αεροπορία και ζει στο 2071, ένα κοντινό μέλλον όπου όλοι περιμένουν να διακτινιστούν σε έναν άλλον πλανήτη. Μέσα από εικόνες του δικού της τώρα αλλά και του παρελθόντος -οικείου παρόντος για εμάς- επιχειρεί να διαφυλάξει τις αναμνήσεις και τις αισθήσεις που είναι πιθανόν να ξεχαστούν και να χαθούν για πάντα.
Συζητήσαμε για την αίσθηση που αφήνει η ταινία στον θεατή, για την επιλογή του φιλμ 8 χιλιοστών, για την σύνδεση της ταινίας με το σήμερα αλλά και για την δυσκολία της διαφύλαξης των συναισθημάτων και των αισθήσεών μας μέσα στην σύγχρονη εποχή, όπως αντανακλάται από το δικό του ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας.
Αγαπώ το σινεμά και τη λογοτεχνία της Επιστημονικής Φαντασίας. Επίσης πειραματίζομαι πολλά χρόνια, από την εποχή που έκανα τις πρώτες μου μικρού μήκους, με το φιλμ των 8 χιλιοστών και είναι αλήθεια πως έψαχνα αφορμή να δοκιμάσω τα – σχετικά καινούργια – αρνητικά στοκ της Kodak. Όταν διάβασα το υπέροχο διήγημα της Ασπασίας, ήξερα αμέσως πως ήταν ιδανική ευκαιρία για να επιστρέψω στο μικρό αυτό ξεχασμένο φορμά και να δημιουργήσω κάτι δυνητικά ξεχωριστό. Φυσικά και δεν ήταν απλώς τεχνικοί οι λόγοι, ούτε επαρκούσε η δική μου διάθεση για πειραματισμούς. Το ίδιο το κείμενο της Ασπασίας και οι λέξεις είχαν μια τέτοια δύναμη, αμεσότητα και ορμή που σχεδόν μου επέβαλαν, απαιτούσαν την κινηματογράφηση τους με κάθε τρόπο.
Η ταινία έχει υβριδικό χαρακτήρα, ντοκιμαντέρ και επιστημονική φαντασία. Γιατί επιλέξατε κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε για παράδειγμα να είναι μυθοπλασία και να κατασκευάσετε έναν νέο κόσμο για την «Ι.Ω». Πως οδηγηθήκατε σε αυτήν την επιλογή;Κινηματογραφώντας το σήμερα με τα φιλμάκια των 8 χιλιοστών είναι σα να κοιτάς το παρόν μέσα από το φίλτρο του παρελθόντος.
Το κείμενο είναι έντονα αλληγορικό και αμφίσημο. Επιλέγοντας την μυθοπλαστική αναπαράσταση θα περιόριζε κανείς τα επίπεδα ανάγνωσης καθοδηγώντας το βλέμμα του θεατή επιβάλλοντας συγκριμένες ερμηνείες. Προσωπικά δεν μου αρέσουν οι ταινίες της επιστημονικής φαντασίας που δεν αφήνουν χώρο στην ίδια τη φαντασία. Που σε παίρνουν από το χέρι, σε ξεναγούν σε ένα σύμπαν φαινομενικά εντυπωσιακό, στην πραγματικότητα ψεύτικο, για να σου δώσουν τελικά όλες τις απαντήσεις. Η ταινία θεωρώ, ή θέλω να ελπίζω, πως μετατρέπει το οικείο σε ανοίκειο και θέτει απορίες γνώριμες, ανθρώπινες, καθημερινές, μετατρέποντάς τις σε άβολα αλλά ουσιώδη ερωτήματα.
Γιατί επιλέξατε να γυρίσετε σε φιλμ 8 χιλιοστών; Ήταν αισθητική επιλογή;Το Super 8 έχει ταυτιστεί με τα πρώτα home movies και τις παιδικές αναμνήσεις των προηγουμένων γενεών. Ταυτόχρονα, τα κορεσμένα χρώματα και ο ακατέργαστος του κόκκος προσδίδουν στις εικόνες μια ονειρική, αφηρημένη εξπρεσιονιστική παλέτα, αφήνοντας άπλετο χώρο στο μυαλό, στη φαντασία και στις υπόλοιπες αισθήσεις. Πέρα από τη νοσταλγική και ονειρική υφή του, το μικρό αυτό φορμά έχει ταυτιστεί τόσο με το ερασιτεχνικό ντοκιμαντέρ των περασμένων δεκαετιών όσο και με το αρχειακό υλικό. Κινηματογραφώντας το σήμερα με τα φιλμάκια των 8 χιλιοστών είναι σα να κοιτάς το παρόν μέσα από το φίλτρο του παρελθόντος.
Μέσω της συσχέτισης πλάνων από μέρη της Αθήνας, του Πειραιά, της Ελευσίνας και της Φθιώτιδας με τα κείμενα της Ασπασίας Λυκουργιώτη για ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον, δίνεται η αίσθηση ότι η εικόνα της Ελλάδας του σήμερα, με μια άλλη οπτική, δεν απέχει από μια δυστοπική πραγματικότητα κι ένα κείμενο μπορεί να νοηματοδοτήσει διαφορετικά τις εικόνες που προβάλλονται. Ήταν αυτή η πρόθεσή σας;Δεν ήθελα απαραίτητα το κείμενο να συμβαδίζει με την εικόνα. Η σύγκρουση – αντίστιξη εικόνας, ήχων, μουσικής και λόγου δημιουργεί νέα επίπεδα νοήματος και γεννά συνειρμικό περιεχόμενο. Τα γυρίσματα έγιναν πριν την πανδημία σε ένα χρονικό διάστημα 2 ετών, αποσπασματικά, σε διάφορες περιοχές, στην Αττική και στη στερεά Ελλάδα. Είναι εικόνες του δικού μας σήμερα, που άλλοτε υποδύεται το μέλλον (η ιστορία εξελίσσεται στο 2071) και άλλοτε το παρελθόν. Οι διαστάσεις του χρόνου στο φιλμ είναι άλλωστε ρευστές, όπως και πολλές φορές τα όρια ανάμεσα στη μνήμη, στο όνειρο, στο τι είναι επιθυμία, φόβος ή αλήθεια.
Η ταχύτητα επεξεργασίας των δεδομένων και των ερεθισμάτων σίγουρα δεν αφήνει επαρκή χρόνο στις πληροφορίες να μετατραπούν σε σκέψεις ή αισθήσεις. Η απουσία των τελευταίων οδηγεί τελικά στην αδυναμία να σχηματίσουμε μνήμες. Και δεν αναφέρομαι στις αναμνήσεις όσο στην αισθητηριακή μνήμη. Η πανδημία υπήρξε ένα σοκ προς αυτή την κατεύθυνση, μας εγκλώβισε σε αποστερημένα περιβάλλοντα. Το σύμπαν της «Ι.Ω» είναι ένας κόσμος που έχει χάσει τις αισθήσεις και την ενσυναίσθησή του. Η ίδια όμως, σε αντίθεση με τους συμπολίτες της, επιλεγεί όλα εκείνα που την κάνουν να αισθάνεται – με κάθε κόστος.
Η ταινία μέσα από την γρήγορη εναλλαγή πλάνων σε ορισμένα σημεία, μέσα από τα zoom in και την χρήση του φιλμ 8 χιλιοστών, και σε συνδυασμό πάντα με το κείμενο, δημιουργεί πολλά συναισθήματα στον θεατή. Πιστεύετε πως η ταινία έχει να κάνει με την αίσθηση που αφήνει στον θεατή; Υπήρξε από μέρους σας η πρόθεση να δημιουργήσετε μία ταινία που να συνομιλεί μέσω των αισθήσεων με τον θεατή;Ένα από τα θέματα τις ταινίας είναι οι αισθήσεις και ο τρόμος, το εκκωφαντικό κενό, το σκοτάδι που προκύπτει από την πνιγηρή απουσία τους. Κάτι τέτοιο θα αντιστοιχούσε με καταβύθιση σε ένα έρημο τούνελ – μια μορφή πρόωρου θανάτου. Ήθελα το φιλμ να είναι μια οπτικοακουστική εμπειρία που πρώτα κανείς νιώθει. Που αφήνει κυρίως το αποτύπωμα στις αισθήσεις, και σε δεύτερο χρόνο στο μυαλό και στις σκέψεις του θεατή.
Σε σχέση με τη φιγούρα της πρωταγωνίστριας, κατά τη άποψη μου εμφανίζεται στην ταινία αρκετές φορές. Είναι θέμα ερμηνείας ποια από τα γυναικεία πρόσωπα είναι η «Γιώτα Τελεία Ωμέγα». Το ίδιο το κείμενο και η εικόνα σου δίνουν ουκ ολίγες αφορμές. Από την άλλη, δεν έχει και τόση σημασία. Ο καθένας μπορεί να χτίσει τη δική του αφήγηση και εκδοχή.
Δυστυχώς, αν η ανθρωπότητα δεν δράσει οργανωμένα και συλλογικά η κλιματική αλλαγή θα είναι – πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζουμε – μη αναστρέψιμη πραγματικότητα.
Θα λέγατε πως τελικά ίσως και να μην απέχουμε πολύ από μια τέτοια συνθήκη;Η λύση φυσικά, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να είναι αυτό που περιγράφει η ταινία: ο «διακτινισμός», η απόδραση και η διαφυγή. Αν η ανθρωπότητα φτάσει στο σημείο να αναγκαστεί να μεταναστεύσει προκειμένου να σωθεί τότε θα έχει – προ πολλού και ολοκληρωτικά – καταστραφεί.
Βασική επιρροή για την ταινία υπήρξαν οι δυο θρυλικές ταινίες του Chris Marker, τόσο το «La Jette» (1962) όσο και φυσικά το υβριδικό ντοκιμαντέρ «Sans Soleil» (1983).
Η ταινία πρόκειται να προβληθεί στον κινηματογράφο «Άστορ». Τι σημαίνει αυτό για εσάς, εάν αναλογιστούμε την σπάνια επιλογή μιας μικρού μήκους ταινίας να προβάλλεται εβδομαδιαία σε κάποιο σινεμά. Πιστεύετε πως αυτή η κίνηση, θα μπορούσε να δώσει έναυσμα για περισσότερες τέτοιες ενέργειες;Το «Άστορ» είναι ένας ιστορικός κινηματογράφος στο κέντρο της Αθήνας. Ομολογώ ότι αισθάνομαι άνετα εκεί. Η όμορφη αίθουσά του φιλοξένησε για 4 ολόκληρα χρόνια τη λέσχη της «Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά», της οποίας υπήρξα αναπόσπαστο μέλος. Γνωρίζω πως ο Μπάμπης Κονταράκης, ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, έχει αδυναμία τόσο στο ελληνικό σινεμά όσο και στο φορμά της μικρού μήκους. Το έχει άλλωστε αποδείξει. Ελπίζω και άλλοι αιθουσάρχες να μπουν στην περιπέτεια, να τολμήσουν και να ακολουθήσουν. Δεν έχουν κάτι να χάσουν.
Την Κυριακή 30 Οκτωβρίου, στις 19:45 στον κινηματογράφο «Άστορ», θα πραγματοποιηθεί Q&A με τον σκηνοθέτη Αλέξη Αλεξίου και την θεατρολόγο-σκηνοθέτη Ασπασία Λυκουργιώτη, το κείμενο της οποίας στάθηκε η αφορμή για την γέννηση της ταινίας αυτής.