MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
24
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΠΗΓΑΜΕ / ΕΙΔΑΜΕ

Hot or Not #35: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα

Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.

Monopoli Team | 30.10.2022

Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, δοκιμάσαμε νέες γεύσεις, πήγαμε θέατρο, είδαμε σειρές και πολλά άλλα και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!

Όλα όσα μάς άρεσαν

(+) House of the Dragon: Ένα φινάλε πολλά υποσχόμενο

Ο showrunner Ryan Condal τα είπε καλύτερα: «Θέλαμε [το φινάλε] να είναι ενδιαφέρον, σύνθετο… όχι απλώς ένα προπαρασκευαστικό συμπέρασμα για την επόμενη σεζόν». Και πράγματι αυτό το ντόμινο εξελίξεων που πυροδοτήθηκε από το επεισόδιο 9 και πριν απασχολεί το φινάλε με τον πιο δυνατό τρόπο. Με τη κάμερα και το ενδιαφέρον στραμμένο στη Rhaenyra (Emma D’Arcy) το φινάλε περιέχει ό,τι χαρακτηρίζει το κόσμο του Game of Thrones: δράκους, αίμα, γέννες, συμβούλια, οίκους…τόσα και άλλα τόσα. Όλες οι εν εξελίξει πλοκές μία-μία συνθέτουν ένα γεμάτο επεισόδιο άλλοτε ολοκληρώνοντας πλοκές και άλλοτε ανοίγοντας έξυπνα παραθυράκια για την επόμενη. Τι να πει κανείς για τη σκηνή της γέννας και το αντίο της; Για τη σκηνή με το στέμμα με φόντο το Dragonstone; Για την εκρηκτική ξεδίπλωση της βίαιας πλευράς του Daemon (Matt Smith); Για τη μάχη των δράκων; Για το βλέμμα στο τέλος που μας κάνει να θέλουμε το επόμενο επεισόδιο τώρα; Ό,τι και αν σκέφτεται κανείς, μένει με την ικανοποίηση αυτής της σεζόν και τη προσμονή της επόμενης. Ένα φινάλε που πραγματικά τελειώνει με τον χορό τον δράκων. Ακόμα και αν αργήσει, δεδομένου ότι τα γυρίσματα του δεύτερου κύκλου ξεκινούν στις αρχές του 2023, ξέρουμε τουλάχιστον ότι και του (παρα)χρόνου θα είμαστε από αυτούς τους φανατικούς τηλεθεατές. Μέχρι τότε ένα rewatch επιβάλλεται…
Λίνα Ρόκα

(+) Ντον Τζοβάννι: Σπουδαίο έργο, με βαρύ επικαιρικό φορτίο

Παρακολουθώντας τον «Ντον Τζοβάννι» στην πρεμιέρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είναι δύσκολο να σταθεί κανείς μόνο στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της παραγωγής. Χωρίς αμφιβολία, μιλάμε για ένα από τα εξοχότερα λυρικά έργα του κορυφαίου Αυστριακού. Και ευτυχεί εδώ κάτω από την μοντέρνα ματιά του Βρετανού Τζον Φουλτζέιμς, τα ευρηματικά σκηνικά του Ντικ Μπερντ, την άψογη μουσική διεύθυνση του Σλοβάκου Οντρέι Όλος και φυσικά τις καλές ερμηνείες: Ξεχωρίζουν ο Διονύσης Σουρμπής στον επώνυμο ρόλο, η Μυρσίνη Μαργαρίτη ως Ντόνα Άννα, η Τσέλια Κοστέα ως Ντόνα Ελβίρα και ο Γιάννης Γιαννίσης στο ρόλο του Λεπορέλλο.

Όταν, όμως, τα απανωτά ερεθίσματα της έμφυλης βίας μας ταράζουν καθημερινά, θα ήταν οξύμωρο – αν όχι επιφανειακό – να εξαντλούσαμε την επαφή μας με ένα καλλιτεχνικό έργο στην τέρψη που αυτό μας προσφέρει. Γιατί, ως γνωστόν, ο ήρωας του Μότσαρτ – ένας ευγενής που στο πλαίσιο της έκλυτης, ανόσιας ζωής του δεν διστάζει να βιάζει γυναίκες και να δολοφονεί ανθρώπους – ανεβαίνει 235 χρόνια μετά την πρεμιέρα της όπερας, σε μιαν άλλη εποχή, με άλλες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Το ανέβασμα του «Ντον Τζοβάννι» στον 21ο αιώνα και – δη σε αυτήν την επικαιρικά φορτισμένη στιγμή – είναι μια πρώτης τάξεως άσκηση παρατήρησης για την θέση της γυναίκας μέσα στο χρόνο: Την εδραίωση της πατριαρχικής αντίληψης για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εντός ή εκτός γάμου και την κοινωνική χρησιμότητα της ως «αντικειμένου». Δείτε, ας πούμε, μόνον ένα διάλογο με σημερινά μάτια: Τα λόγια της Τσερλίνα στον αρραβωνιαστικό της Μαζέττο δεν είναι παρά μια αποδοχή της βίας ως αναφαίρετο … γαμήλιο δώρο. Θα μου πείτε, υπάρχει και κάτι που από τα χρόνια του Μότσαρτ μέχρι σήμερα, παραμένει αναλλοίωτο: Η αποτυχία να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε ένα πρόσωπο εξουσίας με, κατ’ εξακολούθηση, παραβατική δράση. Η κάθαρση έρχεται, μόνον, μέσα από τη θεολογική διάσταση στον «Ντον Τζοβάννι». Δεν κατάφερα, φαίνεται, να ‘δω’ την ξέφρενη πορεία του ιππότη στην επιθυμία, ούτε με το φίλτρο της θεώρησης του Λακάν, ούτε του Φρόυντ – δυστυχώς. Ο σημερινός θεατής μοιάζει να πάσχει από την«πολλή πραγματικότητα».
Στέλλα Χαραμή

(+) Το νέο άλμπουμ της Taylor Swift “Midnights”

Το ‘Midnights’ είναι ένα άλμπουμ για το οποίο ανυπομονούσα καιρό. Ένα άλμπουμ του οποίου ο τίτλος μέσα από όλα τα τραγούδια πιστεύω αυτοδικαιώνεται: κάθε τραγούδι, κατ’ εμέ, ταξιδεύει τον ακροατή του στις βραδινές ώρες της μέρας. Όλος ο δίσκος, προσωπικά, με παραπέμπει σε κάποια βραδινή βόλτα, γυρνώντας σπίτι, ίσως, ύστερα από μία μεγάλη έξοδο. Αυτή η επίδραση αποδίδεται στο γεγονός ότι το όνομα του τίτλου είναι εμπνευσμένο από 13 άγρυπνες νύχτες, διάχυτες, στη ζωή της Taylor Swift. Πράγματι, αυτό είναι αρκετά εμφανές. Σχεδόν κάθε τραγούδι παραπέμπει μουσικά σε κάποιο προηγούμενο άλμπουμ της καλλιτέχνιδας, αποπνέοντας παράλληλα μία ατμόσφαιρα πιο σκοτεινή, πιο βραδινή. Εφόσον είναι διακριτικά αλληλένδετο με προηγούμενες κυκλοφορίες της, μουσικά δεν είναι κάτι νέο, δεν έχει κάνει κάτι πρωτοποριακό που να το διαφοροποιεί ως προς το είδος των προηγούμενων άλμπουμ της. Ωστόσο, τον στόχο της τον έχει πετύχει παραπάνω από επαρκώς. Το γεγονός ότι το άλμπουμ είναι μία μεγάλη επιτυχία είναι αυταπόδεικτο αν λάβουμε υπόψιν τις πωλήσεις οι οποίες έχουν ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο στην Αμερική μέσα σε τρεις μέρες. Αγαπημένα τραγούδια δικά μου μέχρι στιγμής: ‘Maroon’, ‘Anti-Hero’, ‘Would’ve,Could’ve,Should’ve’ (το τελευταίο από το 3am Edition).
Ανδρομάχη Αρβανίτη

(+) The Car: Ο δίσκος που με έκανε να αγαπήσω τους Arctic Monkeys

Δεν υπήρξα ποτέ η μεγαλύτερη fan των Arctic Monkeys. Ακόμα και στη “χρυσή εποχή” του AM που στο ραδιόφωνο άκουγες τον δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος και τα party δεν τελείωναν αν δεν έπαιζε το Do I Wanna Know, δεν με είχαν “αγγίξει” τόσο -αν και θα παραδεχτώ ότι ακόμα και σήμερα λατρεύω το I Wanna Be Yours. Όλα αυτά μέχρι που την προηγούμενη εβδομάδα άκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο το Body Paint, το οποίο μου άρεσε τόσο που άκουσα όλη τους την νέα δουλειά μέσα σε μία ημέρα. Και από τότε το The Car δεν έχει σταματήσει να παίζει. Από το ευρηματικό Sculptures of Anything Goes (που κάτι μου λέει ότι ο Alex Turner έγραψε ως “απάντηση” στους fans που δεν συμφωνούν με αυτή τη “στροφή” τους), μέχρι το άκρως συναισθηματικό There’d Better Be A Mirrorball και το πολύ-πιασάρικο, πολύ-funky I Ain’t Quite Where I Think I Am, το The Car είναι γεμάτο στιχουργικά διαμαντάκια. Η μετα-AM εποχή των Arctic Monkeys είναι εδώ, η μεταμόρφωση του Alex Turner σε κανονικό ροκ σταρ έχει ολοκληρωθεί -και μ’ αρέσει πολύ!
Τατιάνα Γεωργακοπούλου

(+) Ανθρώπινη φωνή: ΄Ενας συγκινητικός μονόλογος για το βράδυ της Δευτέρας

Μια ακόμα δυνατή ερμηνεία επιφυλάσσει η Λουκία Μιχαλοπούλου στο μονόλογο «Ανθρώπινη φωνή» του Ζαν Κοκτώ. Μόνη στη σκηνή του Μικρού Χορν εμφανίζεται στο ρόλο μιας γυναίκας, η ψυχική στάθμη της οποίας φλερτάρει με το έρεβος μετά από ένα χωρισμό. Παρότι, μοιάζει μακρινό  στην εποχή μας το ερώτημα για το ποιος μπορεί να να θυσιαστεί για τον έρωτα, η ερμηνεία της Μιχαλοπούλου δημιουργεί μια οικειότητα με αυτό το πρόσωπο που πείθει τον εαυτό της πως η ζωή της δεν έχει νόημα όταν ο αγαπημένος της, την εγκαταλείπει για μιαν άλλη. Και φυσικά, συγκινεί για την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ψυχής στον ορίζοντα της μοναξιάς. Από τα πιο δημοφιλή έργα του Κοκτώ στην ελληνική σκηνή, η παράσταση ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.
Στέλλα Χαραμή

(+) Μία… γλυκιά Halloween ατμόσφαιρα
Φωτογραφία: Ειρήνη Μωραΐτη

Φωτογραφία: Ειρήνη Μωραΐτη

Πριν από λίγους μήνες, η εμπειρία μου με το Cap Cap δεν ήταν και η καλύτερη, σε θέμα εξυπηρέτησης βέβαια, καθώς οι γεύσεις και η διακόσμηση του αγαπημένου “άντρου” των πειρασμών στο Αιγάλεω δεν απογοητεύουν ποτέ. Παρόλα αυτά, είπα να του δώσω μία ακόμα ευκαιρία, μιας και το Halloween πλησιάζει και το Cap Cap έχει τα κατάλληλα όπλα για να μάς βάλει στο κλίμα. Αυτή τη φορά επιλέξαμε ένα τραπέζι στο ισόγειο και απολαύσαμε τα γλυκά μας παρέα με τον Pennywise και τον Jigsaw! Η όλη εμπειρία μας ήταν πολύ θετική και από τα γλυκά που δοκιμάσαμε ξεχώρισα το Pennywise, ένα skillet κολοκύθας με υπέροχη γέμιση κρέμας cheesecake με μπαχαρικά και καραμέλα, ενώ το lila pause προφιτερόλ Running Up That Choux ήταν μία ευχάριστη και πολύ γευστική έκπληξη. Αν και εσείς λοιπόν αγαπάτε τα γλυκά και το Halloween, αξίζει να επισκεφτείτε το Cap Cap αυτή τη περίοδο.
Ειρήνη Μωραΐτη

(+) The Boys: Μια ρεαλιστική σειρά πάνω στη θεματική των υπερηρώων

Μετά από χρόνια εντατικής τροφοδότησης με ταινίες υπερηρώων – και ό,τι αυτό συνεπάγεται από πλευράς οξυμμένου πατριωτισμού, υπερεκτεταμένων σεναρίων, μέσων αστείων, ατελείωτων ταινιών του Spiderman, prequels – υποδέχτηκα, λοιπόν, με μεγάλη χαρά τη μεταφορά του κόμικ The Boys από τους Garth Ennis και Darick Robertson. Την ευχαρίστηση που νιώθει κανείς όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια ανασκευή της μυθολογίας των υπερηρώων, διασκεδάζοντας με την οιονεί καλή τους εικόνα, ενώ παράλληλα φαντάζεται τις επιπτώσεις αυτών των “θεϊκών” αυτών όντων στον πραγματικό κόσμο.

Φυσικά, τα κόμικς του Σούπερμαν είχαν ήδη φανταστεί πλοκές όπου ο Καλ Λ έπρεπε να λογοδοτήσει στους πολίτες για το γεγονός ότι μερικές φορές σπάει έναν τοίχο για να σώσει μια γάτα. Όμως το The Boys προχώρησε παραπέρα και δεν είναι μόνο οι υπερήρωες που εκτίθενται στη λογοκρισία, αλλά και το σύστημα του Χόλιγουντ ή των αθλητικών σταρ. Σε αυτόν τον κόσμο, οι υπερήρωες αντλούν τη δύναμή τους από τη δύναμή τους, αλλά κυρίως από τη φήμη τους, η οποία είναι σχεδόν πιο σημαντική από τις ικανότητές τους. Και μπορεί να αναπνέουν κάτω από το νερό ή να εκτοξεύουν λέιζερ για τα στόμια τους, αλλά οι ατιμίες μέσα στους The 7 (η ομάδα με τους ισχυρότερους υπερήρωες) μοιάζουν δύσκολο να παραβλεφθούν σε περίπτωση κακής φήμης στα κοινωνικά δίκτυα.

Οι Τhe 7 είναι αυτή η ένωση υπερηρώων, οι οποίοι σώζουν τον κόσμο παραμένοντας ψύχραιμοι και μένοντας όσο το δυνατόν περισσότερο στη φαντασία, επειδή τα κατορθώματά τους διασκευάζονται σε ταινίες. Μόνο που αυτές οι υπερδύναμες και περιστασιακές διασημότητες προκαλούν ακούσια θάνατο και καταστροφή. Ο A-Train, για παράδειγμα, σκοτώνει κατά λάθος την κοπέλα του Hughie, ενός κανονικού άντρα. Θρηνώντας και ανυπόμονος για εκδίκηση, τον προσεγγίζει κάποιος Μπίλι Μπούτσερ, αποφασισμένος να καταστρέψει αυτό το σωματείο που αντλεί τη δύναμή του από τη εταιρεία Vaught, έναν φαρμακευτικό και ψυχαγωγικό γίγαντα.

Πρόκειται για μια σειρά με 3, εώς τώρα, σεζον, που σίγουρα δεν θα σας απογοητεύσει αν ψάχνετε μια πιο ρεαλιστική superhero ταινία.
Έλενα Μάτσα

(+) The Subtle Art of Not Giving a F*ck
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Mark Manson (@markmanson)

Έχοντας διαβάσει αρκετά μυθιστορήματα, ποιήματα και λογοτεχνικά βιβλία, πρόσφατα έκανα μια στροφή προς βιβλία που έχουν να κάνουν με την αυτοβελτίωση και την συναισθηματική νοημοσύνη. Το The Subtle Art of Not Giving a F*ck με έπεισε μία φίλη να το διαβάσω καθώς μου είπε ότι έχει πολύ χιούμορ ο τρόπος ο οποίος εξιστορεί ο συγγραφέας διάφορες καταστάσεις της ζωής του. Από τον τίτλο θα έλεγε κανείς ότι είναι ιδιαίτερα παρεξηγήσιμο, κάτι το οποίο κι εμένα ομολογώ ότι με έβαλε σε σκέψεις -ότι δηλαδή το μόνο που μπορεί να κάνουμε ώστε να μην «βυθιζόμαστε» στις αναποδιές που μας τυχαίνουν είναι να αδιαφορήσουμε. Επειδή όμως ένα βιβλίο δεν μπορείς να το κρίνεις από το εξώφυλλο, χρειάζεται να διαβάσεις προσεκτικά το περιεχόμενό του και ύστερα να βγάλεις τα συμπεράσματά σου. Εδώ και χρόνια άπειροι ψυχολόγοι, ψυχοθεραπευτές και σύμβουλοι αυτοβελτίωσης προσπαθούν να μας περάσουν ότι η θετική σκέψη είναι το πιο σημαντικό για να πάνε όλα καλά. Σε αυτό το σημείο έρχεται ο Αμερικάνος blogger Mark Manson να πει «Ας είμαστε ειλικρινείς. Μερικές φορές τα πράγματα είναι όντως χάλια και πρέπει να ζήσουμε με αυτό». Ο Μάνσον εξηγεί πως η βελτίωση της ζωής μας εξαρτάται όχι από την ικανότητα του να φτιάχνουμε λεμονάδα από τα λεμόνια της ζωής, αλλά από το να μάθουμε να χωνεύουμε τα λεμόνια καλύτερα. Αναγνωρίζει ότι ζούμε σ’έναν κόσμο που είναι άδικος, στον οποίο υπάρχουν οι «νικητές» και οι «ηττημένοι». Με άλλα λόγια δεν γίνεται όλοι να είμαστε νούμερο ένα. Αντί όμως να παρακάμπτουμε αυτή την σκληρή αλήθεια, αναφέρει πως θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε τους φόβους, τα ελαττώματα και τους αυτοπεριορισμούς μας, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα της ζωής μας αλλά και την σχέση μας με τον εαυτό μας και τους υπόλοιπους. Παράλληλα, αναλύει για ποια πράγματα θα έπρεπε εν τέλει να νοιαζόμαστε, για ποια όχι και με ποιον τρόπο αυτό καθορίζει την διάθεσή μας και την αυτοπεποίθησή μας. Αυτή η φράση του βιβλίου μπορώ να πω ότι εμένα προσωπικά μου εντυπώθηκε περισσότερο από όλες: «Η ευελιξία, η ευτυχία και η ελευθερία ανήκουν σε ανθρώπους που ξέρουν για ποια πράγματα να νοιάζονται – και, το πιο σημαντικό, για ποια πράγματα να μην νοιάζονται». Σίγουρα το κατατάσσω στα 10 καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει και το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
Χριστιάνα Τσατσαρώνη

(+) Στην…cult «Μπέμπα» του Μεταξουργείου ένα μεσημέρι Κυριακής

Φωτογραφία: Ευδοκία Βαζούκη

Οι Κυριακές – ειδικά όσο ο καιρός κρατάει ακόμη και δεν λέει να…φθινοπωριάσει – είναι για να παίρνεις τους φίλους σου και να βγαίνεις έξω. Θες βόλτα; Θες φαγητό; Θες καφέ; Θες έναν συνδυασμό όλων αυτών – γιατί όχι; Αυτό το ωραίο, το ξέγνοιαστο έχουν οι Κυριακές. Κι αν ψάχνεις το μέρος εκείνο που θα απολαύσεις τις πιο ωραίες μεσημεριανές γεύσεις, εκείνο το μέρος που θυμίζει στέκι και φέρει εκείνον τον αέρα του «καλτ» τότε η «Μπέμπα» στην οδό Προδίκου είναι για εσένα. Αν έχει καλό καιρό προτίμησε να κάτσεις έξω, στη μικρή αυλίτσα. Αν είσαι τυχερός τότε μπορεί να πετύχεις και live με υπέροχους νοσταλγικούς ήχους μιας άλλης εποχής. Όσο για την κουζίνα, στη «Μπέμπα» θα απολαύσεις δημιουργική, μεσογειακή κουζίνα, την οποία επιμελείται ιδιαίτερα η chef Πέτρα Αδρακτά. Οι τιμές λογικότατες (πολύ βασικό για την εποχή) και το προσωπικό ευγενικό, ευχάριστο και πολύ εξυπηρετικό. Extra tip: Να ζητήσεις οπωσδήποτε το πιάτο με τις πατάτες, τα αυγά και το σύγκλινο – ένα πιάτο που σου φέρνει στο μυαλό κάτι από τα παιδικά σου χρόνια…
Ευδοκία Βαζούκη

(+) “Το παιδί της Τρικυμίας” της Margaret Atwood: Ένα ευφυές ταξίδι στον κόσμο του θεάτρου και της λογοτεχνίας

Φωτογραφία: Νατάσα Μιχελάκου

Η Margaret Atwood, στο πλαίσιο της πρόσκλησης του Hogarth Shakespeare Project, όπου ζήτησε από διάσημους συγγραφείς να ξαναγράψουν έργα του Σαίξπηρ, μάς πρόσφερε αυτόν τον «θησαυρό» με τίτλο «Το παιδί της Τρικυμίας». Ένα βιβλίο που βασίζεται στο πασίγνωστο θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, «Η Τρικυμία». Ένα βιβλίο αρκετά ευκολοδιάβαστο με τρομερό σασπένς. Ένα βιβλίο άκρως συγκινητικό και ευφυές που συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Ο Φίλιξ Φίλιπς, ο ήρωας του βιβλίου, είναι πετυχημένος σκηνοθέτης και αποφασίζει να ανεβάσει το πρωτότυπο αυτό έργο του Σαίξπηρ. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Χρησιμοποιεί τους ήρωες του έργου και την πλοκή για να στήσει μια καλοστημένη παγίδα, μια ψευδαίσθηση, όπου τα όρια πραγματικότητας-φαντασίας είναι δυσδιάκριτα. Σκηνοθετεί μια διαδραστική θεατρική παράσταση, μέσα σε μια ήδη υπάρχουσα θεατρική παράσταση, «Να δημιουργείς μια αυταπάτη μέσα από διπλές καταστάσεις: ένα από τα αρχαιότερα μαγικά κόλπα του θεάτρου.» για δύο σκοπούς: Πρώτον, για να εκδικηθεί τους εχθρούς του και κυρίως τον βοηθό του Τόνι, ο οποίος τον εκθρόνισε από την θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεατρικού φεστιβάλ του Μακέσιγουεγκ, πριν 12 χρόνια. Αυτή η πράξη τον βούτηξε περισσότερο στην θλίψη, κυρίως γιατί δεν θα μπορούσε να ανεβάσει το σαιξπηρικό έργο που προετοίμαζε καιρό και τον θεράπευε, εφήμερα βέβαια, από την απώλεια της Μιράντας του, της τρίχρονης κόρης του. Με την εκθρόνιση του λοιπόν δεν μπορούσε να επιτεύξει τον δεύτερο σκοπό του ανεβάσματος της Τρικυμίας. Την υπερνίκηση του θανάτου, την ανάσταση της Μιράντας του μέσα από το ίδιο το έργο και την σαιξπηρική Μιράντα.

Η ευκαιρία να ανεβάσει την πολυπόθητη «Τρικυμία» τού δίνεται ξανά, έπειτα από 12 χρονιά αυτοεξορίας. Η «Τρικυμία» ανεβαίνει μέσα από το σωφρονιστικό ίδρυμα Φλέτσερ και το πρόγραμμα Αλφαβητισμός μέσα από τη Λογοτεχνία. Ο θίασος απαρτίζεται από κρατούμενους που τούς βαραίνουν κυρίως ποινικά αδικήματα. Ο Φίλιξ υποστηρίζει τον θεραπευτικό ρόλο της Τέχνης, για αυτό και επιλέγει σαιξπηρικά έργα ούτε πολύ ανώδυνα, ούτε πολύ επώδυνα, αλλά έργα που να μπορούν οι κρατούμενοι να αντλούν μέσα από την εμπειρία τους. Πιστεύει πως μέσα από την Τέχνη θα έρθουν αντιμέτωποι με τα τραύματα τους, θα σκάψουν μέσα τους και θα βρουν την αλήθεια τους. «Να παρατηρεί τόσα πολλά πρόσωπα που παρατηρούσαν το καθένα το πρόσωπο του ενώ υποκρινόταν πως ήταν κάποιος άλλος: Ο Φίλιξ το έβρισκε αυτό παράξενα συγκινητικό. Για μία και μόνη φορά στη ζωή τους, αγαπούσαν τον εαυτό τους.» Εμείς γινόμαστε μάρτυρες του ταξιδιού του ανεβάσματος της παράστασης και του Φίλιξ Φίλιπς. Ένα ταξίδι εκδίκησης, ένα ταξίδι που αναδεικνύει τον θεραπευτικό ρόλο της Τέχνης, ένα ταξίδι συνειδητοποίησης και συγχώρεσης. Καθώς και απελευθέρωσης, λύτρωσης. Ένα βιβλίο τόσο τρυφερό που υμνεί την ζωή και ότι τίποτα τελικά δεν χάνεται. Εξάλλου «είμαστε όλοι φτιαγμένοι από υλικά ονείρων
Νατάσα Μιχελάκου

(+) “Το μικρό χρονικό τρέλας” του Κορτώ

Photo by Ελένη Πάικου

Πάντα ευχάριστος στην ανάγνωση, με τρόπο γραφής που βγάζει μια πηγαία οικειότητα, ο Αύγουστος Κορτώ καταφέρνει πολλές φορές να μιλήσει στην καρδιά των αναγνωστών του, πότε με αναρτήσεις στα social media, πότε με τα βιβλία του.

Ο συγγραφέας, που του αρέσει να θίγει κοινωνικά θέματα ή θέματα που αφορούν τον τομέα της ψυχικής υγείας, διηγείται συχνά μέσα από τα βιβλία του δικές του προσωπικές εμπειρίες, πάντα με τον δικό του αυθόρμητο λόγο.

Προχθές λοιπόν έπεσε στα χέρια μου “Το μικρό χρονικό τρέλας”, ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, που ενώ στην αρχή ξεκίνησα να το ξεφυλλίζω, εν τέλει το διάβασα από την αρχή.

Όπως γράφει κα ο ίδιος -” Το μυαλό μου – ο κόσμος μου – γκρεμίστηκε, και τη θέση του πήρε μια παντοδύναμη ψύχωση, που σαν παράσιτο με ξενιστή τον ίδιο μου τον εαυτό, τρεφόταν και θέριευε με τις παρανοϊκές ιδέες που γεννούσε ασταμάτητα: ήμουν ο νεός Δαλάι Λάμα, ο Φύλακας στη σίκαλη, πληρωμένοι δολοφόνοι παραμονεύαν στο κατόπι μου.” Στα πλαίσια μιας κατάθλιψης λοιπόν, ο Πέτρος, (Αύγουστος Κορτώ) ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ζει τον σκοτεινό Δεκέμβρη της Αθήνας του 2008, το δικό του παραλήρημα, πιστεύοντας πως είναι ο νέος Δαλάι Λάμα, έχοντας την ψευδαίσθηση πως παρακολουθείται διαρκώς, σε μια προσπάθεια να πείσει τους φίλους του, τον σύντροφο του και τον πατέρα του, πως η πραγματικότητα του “στέκει”.

Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα δύσκολο και παραπλανητικό, ο Πέτρος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ψυχωτικό επεισόδιο που περνάει, το παρελθόν της μητέρας του και τη σύγκρουση με τους δικούς της δαίμονες πάνω στο κομμάτι της ψυχικής υγείας και φυσικά ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον δικών του ανθρώπων και του ψυχιάτρου του, που τον νοιάζονται και γίνονται γέφυρα, ώστε να περάσει ξανά στην πλευρά της λογικής.

Ένα βιβλίο γραμμένο με αυτοσαρκασμό και αμεσότητα, που λειτουργεί συγκινητικά και λυτρωτικά, χωρίς ταμπού. Το προτείνω κυρίως για την ειλικρίνεια του, τα μηνύματα που περνάει και το καυστικό χιούμορ του.
Ελένη Πάικου

(+) Οι Παστρικές: Μια διαχρονική και άκρως συγκινητική ιστορία στο Θέατρο Τέχνης

Μια πανανθρώπινη και διαχρονική ιστορία από εκείνες που επαναλαμβάνονται σαν σπαρακτική «ηχώ» που διατρέχει τόπους, χρόνους και πολιτισμούς- παραμένοντας στην ουσία της πάντα ίδια και αναλλοίωτη- είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στο τελευταίο της ανέβασμα την Τρίτη που μάς πέρασε, στη σκηνή Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης. Επρόκειτο για την παράσταση «Οι παστρικές» σε κείμενο – σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη. Μια σκηνική σύνθεση, η οποία, μέσα από πρωτότυπα κείμενα, ιστορικά ντοκουμέντα, μαρτυρίες, μουσική και τραγούδια, εξιστορεί τα βιώματα των γυναικών προσφύγων της Μικράς Ασίας, εκείνων που γνώρισαν τη φρίκη του πολέμου, τη βία, τον ξεριζωμό, την απώλεια. Εκείνων που άφησαν πίσω τη ζωή που ήξεραν, τα όνειρα και τις συνήθειες τους και βρέθηκαν σε έναν άλλον τόπο- την Ελλάδα του Μεσοπολέμου- αναγκασμένες να ξεκινήσουν από το «μηδέν», ζώντας μέσα σε συνθήκες πλήρους ανέχειας, ερχόμενες αντιμέτωπες με τη ξενοφοβία, την άγρια εκμετάλλευση και την έμφυλη ανισότητα. Γυναίκες ευάλωτες και δυνατές ταυτόχρονα, μόνες κυριολεκτικά ή μεταφορικά, κλήθηκαν να σηκώσουν στους ώμους τους ένα βάρος αβάσταχτο σε μια Ελλάδα αρκετά αφιλόξενη. Υπέμειναν δοκιμασίες, λοιδορήθηκαν, είδαν τις ελπίδες τους να συντρίβονται, το σώμα και την ψυχή τους να «κατασπαράζεται». Ωστόσο έβρισκαν τη δύναμη να συνεχίσουν μέχρις όπου τους «βγάλει» ο δρόμος.

Η αφήγηση συγκινησιακά φορτισμένη- καταλυτικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η υπέροχη και εμπνευσμένη από τα ακούσματα της Μικράς Ασίας μουσική της Αυγερινής Γάτση– αγγίζει μιας από τις πιο θλιβερές πτυχές της ελληνικής ιστορίας με τρόπο ειλικρινή, κοιτάζοντας κατάματα τη ζοφερή πραγματικότητα χωρίς να καταφεύγει σε «ωραιοποιήσεις», άλλοτε με θλίψη, άλλοτε με πικρό χιούμορ ή δηκτικότητα. Οι κακουχίες, τα βάσανα και ο πόνος αυτών των γυναικών- ανάμεσα τους και η σκληρή αντιμετώπιση από τους ντόπιους- «γνώριμα» στο πέρασμα των αιώνων, όπως πολύ εύστοχα υπογραμμίζεται κατά τη διάρκεια της παράστασης. Από τις Δαναΐδες του αρχαίου μύθου, ο οποίες μετά τη φυγή τους από την Αίγυπτο ζήτησαν άσυλο στη χώρα των προγόνων τους, το Άργος- εξαιρετική η χρήση αποσπασμάτων από τις «Ικέτιδες» του Ασιχύλου- έως τις γυναίκες του Αφγανιστάν και της Ουκρανίας, η προσφυγιά είναι ένα βίωμα που δυστυχώς δεν πρόκειται να εξαλειφθεί όσο υπάρχει ανάγκη οι άνθρωποι να βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο από τον πόλεμο και τις διώξεις. Γιατί, άλλωστε, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα για όλους ανεξαιρέτως να μπορούν να αναζητήσουν μια «γωνιά» σε αυτόν τον πλανήτη για να «ξαποστάσουν», να ζήσουν ειρηνικά, να ονειρευτούν, να αγαπήσουν, να γελάσουν, να κλάψουν… Να έχουν μια ζωή. Ένα καλύτερο μέλλον. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Αριστούλα Ζαχαρίου

Περισσότερα από Στην Πόλη