Το ομώνυμο έργο του Μποστ για τις επιπτώσεις του «πολιτισμού» στη ζωή και τα έργα του ανθρώπου ενέπνευσε την Ομάδα Θεάτρου Ça Va και τον σκηνοθέτη Βασίλη Καλφάκη, ώστε να ανεβάσουν μια μουσικοθεατρική εκδοχή του, αφιερωμένη στην «οικογένεια». Και κάπως έτσι στήνεται μια νέα «Φαύστα» που καλεί τον θεατή για να του «τραγουδήσει», αυτή τη φορά, μία ιστορία που διηγείται το τραγελαφικό της πραγματικότητας γύρω μας.
Το Ριτσάκι, ένα τετραετές κορίτσι, χάνεται από προσώπου γης μέρα-μεσημέρι, ενώ έχει ξεκινήσει το ψάρεμα με τον πατέρα της. Κάπου εδώ ξεκινάει και το έργο. Ή και όχι…Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να βρουν το κοριτσάκι τους ο Γιάννης και η Φαύστα, οι γονείς του, επιστρέφουν στο σπίτι και στο νοικοκυριό τους. Αυτό το νοικοκυριό έρχεται να ταράξει ο συγγραφέας συθέμελα, προσγειώνοντας μέσα του ένα τεράστιο ψάρι, μέσα από το οποίο ξεπηδά η χαμένη κόρη.
Και κάπως έτσι η φύση εισβάλει μέσα στον πολιτισμό, μαζί με τα «θηρία» της και η οικογένεια βυθίζεται ξανά σε πένθος. Φτιάχνοντας ένα πλεκτό φωνών πάνω στους ομοιοκατάληκτους στίχους της «Φαύστας», ο Βασίλης Καλφάκης και η ομάδα του μάς προσκαλούν σε αυτή τη νέα εκδοχή, σε αυτό το μουσικό αφιέρωμα για την «οικογένεια», σε αυτή την «τρομερή τραγωδία», που είναι γεμάτη δάκρυα και γέλια.
«Μου υπενθύμισε για μία ακόμη φορά την ανάγκη για χιούμορ στην ζωή μας», μάς εξομολογείται ο ίδιος ο σκηνοθέτης για την «συνάντηση» αυτή με τον Μποστ και δεν στέκεται μόνο σε αυτό, αφού μάς αποκαλύπτει – μεταξύ άλλων – τι είναι αυτό που τον γοήτευσε στο βαθιά αυτό ανθρώπινο έργο, αλλά και με τι είδους συναισθήματα θέλει να φύγει ο θεατής από την παράσταση.
Για μία με μιάμιση ώρα – τώρα πια – οι ηθοποιοί ξεκινάνε με ζέσταμα και πρόβα τραγουδιών και μετά οδηγούνται σε μία «άνω κάτω » κίνηση επί σκηνής. Θεοδώρα, Πέλια, Ελένη, Γιάννης, Άρης, Χριστιάνα, Σάντρα και Ιωάννα σε ετοιμότητα. Αφηγούνται μια «τραγωδία τρομερά» μετ’ ασμάτων. Η ιστορία είναι η εξής: Μία κυρία « πολύ ευτυχισμένη» χάνει το κοριτσάκι της «και η απώλεια αυτή την κάνει άνω κάτω». Σ’ αυτό το έργο όμως κάθε νέα σελίδα φέρνει στην κυριολεξία τα πάνω κάτω και οι ηθοποιοί δημιουργούν ένα πλεκτό φωνών για να εξιστορήσουν την πιο ανορθόδοξη ιστορία του Μποστ.
Αρχικά το έναυσμα γι’ αυτό το ανέβασμα δόθηκε ερχόμενος τρίτος από του Μποστ. Το έργο είχε ήδη μελοποιηθεί από τον Ανρί Κεργκομάρ. Δημιουργώντας ένα σύνολο από 38 πολυφωνικά τραγούδια – κρατήθηκαν τα 17- ο Ανρί παρέδωσε ένα λαϊκό «μπαρόκ » έργο. Αυτή την μπαρόκ δημιουργία κληθήκαμε να φέρουμε επί σκηνής ακολουθώντας όμως τον δραματουργικό άξονα του ομότιτλου έργου. Η παράστασή μας είναι μία μουσική διασκευή πάνω στο έργο του Μποστ. Τώρα ο όρος «ιλαροτραγωδία» που επιλέγει ο ίδιος για να υποτιτλίσει την «Φαύστα» είναι από μόνος του ένα κεντρί. Ο Μπόστ ως κεραυνός εν αιθρία στο ελληνικό θέατρο δικαιώνει την ρήση του Σολωμού με το έργο του αυτό: «Είδος μεικτόν, αλλά νόμιμον». Το κωμικό και το τραγικό συμπορεύονται. Ατόφιος μάστορας του θεάτρου ο Μποστ φτιάχνει ένα ιδίωμα που ενώ μπορεί να τα περιλάβει όλα, δεν περιλαμβάνεται.
Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για τη δική σας προσέγγιση στο έργο; Τι είναι αυτό που θέλατε να αναδείξετε και που ενδεχομένως θα κάνει το δικό σας ανέβασμα διαφορετικό από κάθε άλλο ανέβασμα της Φαύστας;Ο Μποστ με την «Φαύστα» επέλεξε να μην εθελοτυφλεί με την σοβαροφάνεια γύρω του.
Η προσέγγιση που επιλέξαμε συντελεστές και ηθοποιοί ήταν μία από κοινού αφήγηση της ιστορίας, φωτίζοντας την επικίνδυνη «γαλήνη» που επιλέγει ο άνθρωπος στη ζωή του. Θα μου πείτε: «Αυτό διαβάζετε εσείς στην Φαύστα;». Εν έτει 2022 αυτό διαβάζουμε εμείς στην Φαύστα. Στο πρόσωπο της Φαύστας καθρεφτίζεται ο κοινός νους. Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. Συμβαίνει πόλεμος και εκείνος κάνει post στο Twitter. Ο πολίτης που υπό άλλες περιπτώσεις θα επικύρωνε τις δημοκρατικές λειτουργίες του πολιτεύματος, επιλέγει να μακροημερεύει μπροστά σε οθόνες. Αισθάνεται γαλήνιος στους τέσσερις τοίχους του. Η κοινωνία δηλαδή ως Φαύστα. Και μία των ημερών από την πολλή αφηρημάδα το παιδί του αφανίζεται. Ο αφανισμός του παιδιών είναι στην ημερήσια διάταξη πια. Αποφεύγοντας την γοητεία του ρόλου, στην παράστασή μας, οι ηθοποιοί επικυρώνουν μια δημοκρατική λειτουργία παίρνοντας την ευθύνη να τραγουδήσουν μαζί τα πάθη μιας οικογένειας. Το διαφορετικό υπάρχει μέσα στην πολυφωνία.
Γιατί να έρθει κάποιος να δει την παράσταση;Η παράσταση όπως και το έργο στο οποίο βασίστηκε είναι ένα κράμα ειδών. Θέατρο, τραγούδι, χορός. Όλα συναντιούνται. Και συναντιούνται σε έναν πρώην βιομηχανικό χώρο που μετατράπηκε σε χώρο παραστατικών τεχνών (ΠΛΥΦΑ). Είναι ευδιάκριτα και σ’ αυτόν τα ίχνη μίας συνάντησης: βιομηχανίας-τέχνης. Στο τέλος όμως καλούμε τον θεατή να συναντηθεί με ένα οκταμελές σύνολο ηθοποιών που θα του τραγουδήσει μία ιστορία που διηγείται ακόμη το τραγελαφικό της πραγματικότητας γύρω μας.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που αποκομίσατε από αυτή τη «συνάντηση» με τον Μποστ;Μου υπενθύμισε για μία ακόμη φορά την ανάγκη για χιούμορ στην ζωή μας. Χωρίς αυτό βασιλεύει μια σοβαροφάνεια γύρω μας που απονεκρώνει κάθε ψίχα ζωής.
Αν σας ζητούσαμε να περιγράψετε το έργο με 3 λέξεις ποιες θα ήταν αυτές;Χιούμορ. Απροσδόκητο. Ρυθμός
Με τι συναισθήματα θα θέλατε να φεύγει ο θεατής από την παράσταση;Πιστεύω πως το θέατρο καθρεφτίζοντας «το τέρας» ελαχιστοποιεί μέρα τη μέρα τα ποσοστά «τέρατος» μέσα μας.
Συμπόνιας απέναντι στο γελοίο της ανθρώπινης φύσης μας. Αυτή η γελοιότητα μπορεί να καταλήξει – και έχει αποδειχτεί αυτό – επικίνδυνη. Γελούσαμε με πρόσωπα που στην πορεία των χρόνων κατέληξαν σε θέσεις ισχύος. Επικροτούσαμε το γελοίο και αυτό κατέληξε τραγωδία. Είναι γνώριμες οι γελοίες φιγούρες ηγετών που αποκτήνωσαν την ανθρωπότητα. Το δείγμα δυστυχώς δεν εξαντλήθηκε. Λέει ο Μπωτλαίρ: «Το γέλιο προέρχεται από την ιδέα περί της ανωτερότητας μας». Νιώθουμε στην αρχή ανώτεροι του γελοίου αλλά στην συνέχεια το επικροτούμε. Ασυνείδητα καθρεφτιζόμαστε. Σε ένα έργο όπως η «Φαύστα» αρχίζεις και συμπονάς. Συνειδητοποιείς. Πιστεύω πως το θέατρο καθρεφτίζοντας «το τέρας» ελαχιστοποιεί μέρα τη μέρα τα ποσοστά «τέρατος» μέσα μας.
Έχετε κάποιο αγαπημένο σας απόσπασμα από το κείμενο; Θα θέλατε να το μοιραστείτε μαζί μας;Υπάρχει ένα απόσπασμα που είναι και εναρκτήριο ενός κομβικού τραγουδιού για την παράσταση. Είναι το εξής δίστιχο:
«Ω δυστυχία τρομερά έπεσε στο σαλόνι,
Που φύγαμε απρόσεχτοι κι η Ρίτσα ήτο μόνη».
Κατά τη γνώμη σας η Φαύστα του Μποστ είναι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε την σουρεαλιστική καθημερινότητα που δεν σταματά να μάς εκπλήσσει καθημερινά;Το αποκούμπι που θα βρει ο καθένας για να αντέξει την καθημερινότητα του είναι λίγο ως πολύ επιλογή του. Είμαστε έρμαια των επιλογών μας. Της ελευθερίας μας. Το θέμα είναι να κατανοήσουμε πως η ελευθερία δεν είναι μόνο πηγή δικαιωμάτων αλλά και ευθυνών. Ο Μποστ με την «Φαύστα» επέλεξε να μην εθελοτυφλεί με την σοβαροφάνεια γύρω του. Ίσως και να μην εκπλήσσεται. Και αυτό είναι υπεύθυνη στάση.
Περί αισιοδοξίας θέλω να απαντήσω με πέντε στίχους από ένα ποίημα. Λέγεται «Κατόρθωμα» και ανήκει στην ποιητική συλλογή «Πατέντες επιβίωσης» του Φώτη Κουτρουβίδη που εκδόθηκε φέτος τον Ιούλη:
«Εκατό χιλιάδες χτύποι αρκούν
Και κάτι εκατοντάδες ανάσες
Για να πανηγυρίσω.
Αυτό είναι απόψε
Το κατόρθωμά μου.»
Ας είναι το πρόταγμα η χαρούμενη ζωή και συνύπαρξη και τότε και το θέατρο θα έχει λόγους να εκτιμηθεί για τα έργα του.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο για φέτος;Πέραν της «Φαύστας» συμμετέχω στην παράσταση «Με νύχια και με δόντια» που θα παίζεται από 11 Νοεμβρίου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Είναι τιμή και χαρά να βρίσκομαι μαζί με επτά εξαιρετικούς συναδέλφους επί σκηνής και υπό την καθοδήγηση της Σοφίας Μαραθάκη. Είναι ένα σπουδαίο έργο το οποίο κλείνει ογδόντα χρόνια ζωής και το παρόν που ζούμε το καθιστά πιο σύγχρονο από ποτέ. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα σχέδιο για μια αμιγώς σατιρική παράσταση μες στο ’23. Οψόμεθα.
Ο Βασίλης Καλφάκης σκηνοθετεί την παράσταση «Φαύστα» – Τραγούδια για την Οικογένεια στα Πρώην Πλεκτήρια-Υφαντήρια Αθηνών (ΠΛΥΦΑ).
Πρεμιέρα: 4 Νοεμβρίου
Παραστάσεις: Παρασκευή: 21:30, Σάββατο: 21:00 και Κυριακή: 20:00
Προπώληση: http://www.viva.gr/tickets/theater/fausta-tragoudia-gia-tin-oikogeneia/