MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝEΝΤΕΥΞΗ

Μανώλης Μητσιάς: Θέλω να γυρίσω σε μια μπουάτ, έτσι όπως ξεκίνησα

Λίγο πριν τη μεγάλη επετειακή συναυλία με τίτλο «50 Χρόνια Χρυσάφι» την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ο Μανώλης Μητσιάς μοιράζεται μαζί μας τους σημαντικότερους σταθμούς της προσωπικής και καλλιτεχνικής του διαδρομής.

Ειρήνη Ζαβιτσάνου | 02.11.2022 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΑΡΙΖΑ ΣΥΡΙΓΟΥ

Φθινοπωρινό απομεσήμερο σε γνωστό στέκι της Κηφισιάς. Εκεί που η αίγλη του παλιού αναμιγνύεται με τη γεύση του σήμερα και δημιουργείται ένα χαρμάνι ιδιαίτερο και ξεχωριστό. Ο ήλιος μοιάζει να παίζει κρυφτό με τα κινούμενα σύννεφα ενώ τα κιτρινισμένα φύλλα των δέντρων, που βρίσκονται πεσμένα στο έδαφος, συμπληρώνουν το κάδρο της ιδανικής εικόνας για την κουβέντα που ετοιμαζόμαστε να απολαύσουμε. Είναι μια συνέντευξη που ήθελα να την κάνω καιρό τώρα. Προτιμώ να μην σκέφτομαι τίποτε, απλά να ακούω. Γιατί όταν έχεις δίπλα σου μια από τις πιο ερωτικές φωνές της χώρας και έναν άνθρωπο που έχει γράψει ιστορία στο ελληνικό τραγούδι, σου βγαίνει αυθόρμητα αυτή η επιθυμία: να ακούσω ή μάλλον εξακολουθητικός μέλλοντας: θα ακούω.

Ο Μανώλης Μητσιάς τραγουδάει για πάνω από 50 χρόνια. Τραγουδάει για τον Άνθρωπο, την Ελλάδα, την αγάπη και τον έρωτα, τον πόνο και τον μισεμό, την λησμονιά και τη θύμηση, για όλα όσα μας κρατάνε ζωντανούς και δίνουν νόημα στην ύπαρξή μας.

Από τη Δουμπιά, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στις περίφημες μπουάτ της Πλάκας, χαράζοντας μια σπουδαία μουσική πορεία. Από τις πιο εμβληματικές μορφές που έχει να υποδείξει η χώρα μας στον καλλιτεχνικό χώρο. Ένας ερμηνευτής που έχει συνεργαστεί με δημιουργούς παγκόσμιου βεληνεκούς: Μίκη Θεοδωράκη, ο Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Γκάτσο και τραγούδησε με τα πιο ηχηρά ονόματα της ελληνικής δισκογραφίας. Η καθάρια και αισθαντική φωνή του είναι εκείνη που δημιουργεί αυτόν τον κραδασμό των συναισθημάτων και γίνεται το μέσο για να σε μεταφέρει σε κόσμους και τόπους αλλοτινούς, είτε αναφερόμαστε σε πατρίδες και ιστορικές στιγμές, είτε σε συναισθηματικές καταστάσεις και όνειρα- εκπληρωμένα και μη.

Ο τροβαδούρος που εμπιστεύτηκε ο Θεοδωράκης, αγάπησε ο Γκάτσος και έκανε παρέα ο Χατζιδάκις, παραμένει τόσο «γήινος», προσιτός, γλυκός και ανθρώπινος που σε κάνει να αναλογίζεσαι πόσο όμορφα και αρμονικά είναι συνυφασμένη η σπουδαιότητα του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, με την καλλιτεχνική του οντότητα.

“Μου αρέσει να κριτικάρω τους πολιτικούς, ακόμα και αυτούς που είναι φίλοι μου. Τους τα λέω χύμα.”

Το ξεκίνημα και οι ξεχωριστοί δημιουργοί του σήμερα

Ξεκίνησα με Βυζαντινή μουσική πηγαίνοντας στην εκκλησία του χωριού μου όπου έψελνα

Όταν ήμουν στην Θεσσαλονίκη, πήγαινα πάντα στη Μητρόπολη, στην Αγία Σοφία και καμιά φορά και στον Αγιο Δημήτριο για να ακούω αυτούς τους φοβερούς ψαλτάδες, όπως τον Καραμάνη, τον Ταλιαδόρο, τον Χρύσανθο. Θυμάμαι από μικρό παιδί στο χωριό -δεν είχαμε τότε ούτε τηλέφωνα, ούτε κινητά, ούτε ipad, τίποτε- η μόνη μας διασκέδαση ήταν το τραγούδι για να περάσει η μέρα μας. Ακούγαμε δημοτικά της πατρίδας μου, της Χαλκιδικής καθώς και λαϊκά εκείνης της εποχής: τον Καζαντζίδη, τον Γαβαλά, τον Αγγελόπουλο, όλους τους μεγάλους. Όταν πήγα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, γράφτηκα σε μια χορωδία, ήθελα πάντα να τραγουδάω. Με φίλους μου, εκεί στην γειτονιά μας στην περιοχή Χαριλάου, συνηθίζαμε να κάνουμε καντάδες κάθε βράδυ. Εμένα το τραγούδι μου άρεσε, άσχετα αν τελικά ασχολήθηκα με αυτό για λόγους επιβίωσης.

Θα συμβούλευα τα νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το τραγούδι, να κάνουν αυτό που τους αρέσει!

Υπάρχουν σπουδαίοι συνθέτες και σήμερα. Μπορεί να μην είναι Χατζιδάκις ή Θεοδωράκης αλλά έχουν δώσει δείγματα του ταλέντου τους. Πρωτίστως, υπήρξε η γενιά του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, μετά υπήρξε ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Μούτσης, ο Μικρούτσικος. Σπουδαίοι δημιουργοί! Έπειτα, ήρθε η άλλη γενιά: του Κραουνάκη, της Λίνας, οι Κατσιμιχαίοι, ο Ορφέας Περίδης. Και παιδιά με σπουδαία φωνή επίσης υπάρχουν: ο Λιδάκης, ο Μακεδόνας, ο Μπάσης. Είναι θέμα εμπειριών για να φανεί η αξία τους, αν μπορούν να πουν κι άλλα είδη τραγουδιού.

“Δεν έχω παράπονο, συνεργάστηκα με τους σημαντικότερους ανθρώπους. Νιώθω σχεδόν πλήρης”

Τα χρόνια της χούντας, η φυλακή και η πολιτική

Η γενιά μου ήταν απόλυτα πολιτικοποιημένη. Υπήρχε και η Χούντα τότε και δεν ηρεμούσαμε.

Το 1967, είχαμε μια οργάνωση, μας συλλάβανε, μας δικάσανε και κάθισα 3,5 μήνες μέσα. Έγινε το δικαστήριο, έδωσε μια απαλλακτική διαταγή ο Παπαδόπουλος και βγήκα με αναστολή γιατί είχα δικαστεί για τέσσερα χρόνια. Έχοντας μια τέτοια εμπειρία από την χούντα, βλέποντας το ναζιστικό χαιρετισμό μέσα στο δικαστήριο στη δίκη για τον Παύλο Φύσσα, ένιωσα πολύ άσχημα παιδί μου… Πολύ άσχημα.

Να σου πω και κάτι; Χθες είδα και την δήλωση του γιου του Πλεύρη, του νυν υπουργού υγείας και τον συνεχάρηκα. Χρησιμοποίησε τη λέξη «αποκτήνωση» για να χαρακτηρίσει την πράξη του πατέρα του και πραγματικά μπράβο του! Είναι τρομερό στη σημερινή εποχή να σκοτώνεις άνθρωπο για τις ιδέες του, τρομερό.

Είναι τρομερό στη σημερινή εποχή να σκοτώνεις άνθρωπο για τις ιδέες του

Μιλώντας και για δικαιοσύνη, παρακολουθούμε όλοι το θέμα με τον βιασμό και την μαστροπεία του 12χρονου κοριτσιού αυτές τις ημέρες. Είναι φρίκη, φρίκη! Πιστεύω χρειάζονται αυστηροί νόμοι. Οι νόμοι αυτοί που σε δέκα χρόνια βγαίνουν έξω είναι κοροϊδία. Η τιμωρία για αυτά πρέπει να είναι εσαεί φυλακή. Η πολιτεία πρέπει να είναι εκεί για να προστατεύσει και δυστυχώς σε πολλά πράγματα η πολιτεία είναι πέραν της δικαιοσύνης. Πρέπει να αλλάξουν οι νόμοι, αυτό πρέπει να γίνει.

Με την πολιτική δεν έμπλεξα ποτέ παρότι είχα πρόταση από όλα τα κόμματα.

Δεν μου άρεσε όμως, γιατί ο πολιτικός δεν κρατάει το λόγο του και εγώ δεν είμαι έτσι, αν τάξω κάτι θέλω να το κάνω. Είμαι πολιτικοποιημένος αλλά όχι από την πλευρά των πολιτικών, από την άλλη. Μου αρέσει να τους κριτικάρω και μάλιστα κριτικάρω άσχημα πολλές φορές και φίλους μου πολιτικούς. Τους τα λέω χύμα.

“Χαίρομαι που με σταματάνε στο δρόμο, με χαιρετάνε εγκάρδια και μιλάμε στον ενικό. Πιστεύω ότι ο κόσμος εκτίμησε την στάση μου γιατί δεν του είπα ψέματα, δεν πουλήθηκα στα τραγούδια να κάνω σουξεδάκια, να βγάλω χρήματα, δεν το έκανα ποτέ αυτό”

Το όνειρο και τα νέα σχέδια

Κατά 99% νιώθω πληρότητα από την πορεία μου.

Υπάρχουν βέβαια και άνθρωποι που δεν συνεργάστηκα λόγω διαφορετικών εταιρειών, όπως Μάνος ο Λοΐζος που ήταν και φίλος μου. Δεν έχω παράπονο, συνεργάστηκα με τους σημαντικότερους ανθρώπους. Νιώθω σχεδόν πλήρης. Και λέω «σχεδόν» γιατί θέλω να κάνω κάτι ακόμη – και δεν αποκλείεται να το κάνω και τον χειμώνα! Θέλω μια μπουάτ, έτσι όπως ξεκίνησα και εκεί να λέω από το πρώτο μου τραγούδι μέχρι το τελευταίο, παρουσιάζοντας στον κόσμο τις αιτίες και τα γεγονότα που συνέβησαν και γράφτηκαν τα τραγούδια. Το κάθε τραγούδι, έχει την δική του ιστορία, έχει από πίσω μια συνάντηση ανθρώπων. Ξέρεις, μέσα από μια περιπέτεια γινόταν τα τραγούδια αυτά. Ήθελα να τα λέω στον κόσμο και να τα μάθει. Να κάνω ένα πρόγραμμα χωρίς πρόγραμμα, να τα αφηγηθώ όλα στο κοινό. Ωραία θα ήταν και στην Θεσσαλονίκη να γινόταν κάτι αντίστοιχο, ώστε να κάνω ένα repeat σε όλα αυτά που έζησα, από εκεί που ξεκίνησα.

Θέλω μια μπουάτ, έτσι όπως ξεκίνησα και εκεί να λέω από το πρώτο μου τραγούδι μέχρι το τελευταίο, παρουσιάζοντας στον κόσμο τις αιτίες και τα γεγονότα που συνέβησαν και γράφτηκαν τα τραγούδια.

Αν το πραγματοποιήσω αυτό το εγχείρημα και με ρωτούσε κάποιος ποιόν θα ήθελα μαζί μου να τραγουδήσει, θα έλεγα τον Δήμο Μούτση που με αυτόν ξεκίνησα στην Πλάκα, την Γαλάνη – δε ζει βλέπεις και ο Γκάτσος που θα ερχόταν κάθε βράδυ να με ακούσει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι αρκετά άρρωστος και δεν βγαίνει έξω. Αυτοί που στην αρχή με παρότρυναν γι’ αυτό το πράγμα: Ο Λίνος Κόκοτος που παίζαμε πιάνο μαζί και τραγουδούσαμε τότε που δεν είχαμε ούτε τσιγάρο να καπνίσουμε, η Πόπη Αστεριάδη, ο Νίκος ο Χουλιαράς, ο Νότης Μαυρουδής, όλοι αυτοί που πέρασαν από την μπουάτ. Από τους πιο νέους: ο Μπάσης, ο Ορφέας Περίδης μου αρέσει πολύ και βέβαια ο Κραουνάκης για να αυτοσχεδιάζουμε κάθε βράδυ!

Το γνωρίζω ότι πλέον έχουν εκλείψει οι μπουάτ και αυτός ο τρόπος διασκέδασης,

όμως να σας πω κάτι; οι μπουάτ τότε ήταν μια κοιτίδα ανάδειξης νέων ταλέντων. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε, τραγουδούσαμε και μέσα στους θεατές πάντα υπήρχε και ένας νέος που ζήταγε να παίξει ένα δικό του τραγούδι. Έτσι έγινε το νέο κύμα.

Το μεγάλο δυστύχημα είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον εταιρείες, δεν υπάρχουν παραγωγοί να τα πάρουν να τα επεξεργαστούν. Γράφει κάποιος κάτι και το ανεβάζει ηλεκτρονικά. Είναι καλό αυτό που γράφεις; Ποιος θα το κρίνει; Επειδή εσύ έχεις ένα ψώνιο στο μυαλό σου πρέπει εγώ να το ασπαστώ;

“Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής του μεροκάματου, των λαϊκών μαγαζιών. Ήθελα να γίνω τραγουδιστής καριέρας, να κάνω δισκογραφία.”

Ο Άνθρωπος Μανώλης και οι ηθικές αρχές

Είμαι πάντα αυτός που ήμουν

Δεν ξέρω αν ήμουν χαμηλών ή υψηλών τόνων, πάντα ήθελα να δείχνω το αληθινό μου πρόσωπο, αυτό που είμαι. Δεν μπορώ να προσποιηθώ και δεν μου αρέσει. Τί να κάνω; Να βγαίνω και να κάνω δηλώσεις; Ποιος είμαι;

Χαίρομαι που με σταματάνε στο δρόμο, με χαιρετάνε εγκάρδια και μιλάμε στον ενικό. Πιστεύω ότι ο κόσμος εκτίμησε την στάση μου γιατί δεν του είπα ψέματα, δεν πουλήθηκα στα τραγούδια να κάνω σουξεδάκια, να βγάλω χρήματα, δεν το έκανα ποτέ αυτό. Ίσως γιατί είχα καλούς γονείς και πήρα αρχές, ειδικά από τον πατέρα μου πήρα όλες τις ηθικές αρχές και τις αξίες της ζωής. Ήταν πρόεδρος στο χωριό, στην κοινότητα για δεκατρία χρόνια και δεν πήρε ούτε μια δραχμή τότε, μέχρι που τον κατήργησε η χούντα.

Το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω είναι ότι υπήρξα συνεπής στις ιδέες και στα λόγια μου.

Τίποτε άλλο δεν με ενδιαφέρει. Δεν μου αρέσει το ψεύτικο.

Ένιωσα πολλές φορές απογοήτευση. Αλίμονο!

Πολλές φορές… όμως δικαιώθηκα μετά. Ήταν στιγμιαίες απογοητεύσεις που τις ξεπέρασα με υπομονή και ελπίδα ότι αυτό που έκανα είναι σημαντικό και θα το καταλάβει κάποτε ο κόσμος. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Εγώ τα ήθελα και τα έκανα όλα. Και τα λάθη δικά μου και οι επιτυχίες δικές μου.

Χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Δήμο Μούτση, στο Νίκο Γκάτσο και στη γυναίκα μου, η οποία τόσα χρόνια ήταν δίπλα μου, μου συμπαραστάθηκε σε όλες τις επιλογές μου και δεν δελεάστηκε από διάφορες προτάσεις που είχα. Πάντα μου έλεγε θα κάνεις αυτό που σου αρέσει.

“O Μάνος είχε μια μοναδική γοητεία. Καθόσουν να πιείς καφέ μαζί του και όταν άρχιζε να μιλάει παραδινόσουν στα λόγια του. Δεν περιγράφεται όλο αυτό.”

Η σχέση με τον Θεοδωράκη και η αδυναμία στον Χατζιδάκι

Ο Θεοδωράκης ήταν η αιτία που έγινα τραγουδιστής.

Θυμάμαι, όταν ξεκίνησα στην Μπουάτ 107 στη Θεσσαλονίκη, έτρεχαν όλοι να με ακούσουν, με θεωρούσαν καλό, ήρθαν εταιρείες δίσκων και διάφοροι. Εγώ όμως ήθελα να πάρω την γνώμη του Μίκη, να μου πει αν αξίζω να γίνω τραγουδιστής.

Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής του μεροκάματου, των λαϊκών μαγαζιών.

Ήθελα να γίνω τραγουδιστής καριέρας, να κάνω δισκογραφία. Πήγα λοιπόν στο Βραχάτι να με ακούσει. Με έβαλε και τραγούδησα και μου λέει «βεβαίως και κάνεις για τραγουδιστής! Θα φύγεις τώρα και θα πας στο εξωτερικό να βρεις την Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη». Δεν μπορούσα ωστόσο να φύγω μιας και ήμουν δικασμένος από τη χούντα.

Εγώ όμως ήθελα να πάρω την γνώμη του Μίκη, να μου πει αν αξίζω να γίνω τραγουδιστής. Δεν ήθελα να γίνω τραγουδιστής του μεροκάματου, των λαϊκών μαγαζιών. Ήθελα να γίνω τραγουδιστής καριέρας, να κάνω δισκογραφία.

Το 1985 θυμάμαι, ο Μίκης ήταν υπεύθυνος των μουσικών προγραμμάτων στην ΕΡΤ τότε και ήταν η εποχή που κάναμε μια περιοδεία στην Αμερική μαζί με την Φαραντούρη και τον Κώστα Καζάκο που απήγγειλε, για το «Άξιον Εστί» και τα «Επιφάνια». Εκεί γνωρίσαμε την απόλυτη αποθέωση, παίξαμε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου που η χωρητικότητα τους ήταν 5.000 άτομα και τα εισιτήρια ήταν προπωλημένα καιρό πριν. Ήταν η μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής μου. Στο γυρισμό λοιπόν, στο αεροδρόμιο Κένεντι θυμάμαι, μου λέει ο Μίκης: «θέλω όταν πάμε στην Αθήνα να κάνουμε τέσσερα τραγούδια, τέσσερα μονάχα γιατί μου φαίνεται ότι ο κόσμος δεν τα αγαπάει πλέον τα τραγούδια μου». – «Μα τι είναι αυτά που λέτε κ. Μίκη»; Τον ρωτάω. – «θα κάνουμε τέσσερα τραγούδια, όπως τα “Επιφάνια” που τα έβγαλα πρώτη φορά με τον Μπιθικώτση», μου απαντά. Γυρνάμε, πάμε πάνω στην ΕΡΤ, ακούω το πρώτο και του λέω: «τα τέσσερα θα είναι τέτοιο ύφος; Δηλαδή αν είναι δώδεκα πειράζει»; Και έτσι έγινε η «Πολιτεία Γ’» που κυκλοφόρησε το 1994 από την «Πόλυγκραμ».

Είχα τεράστια αδυναμία και στον άλλο μεγάλο: τον Χατζιδάκι.

O Μάνος είχε μια μοναδική γοητεία. Καθόσουν να πιείς καφέ μαζί του και όταν άρχιζε να μιλάει παραδινόσουν στα λόγια του. Δεν περιγράφεται όλο αυτό. Είχα την τύχη να κάνω τρεις δίσκους με τον Χατζιδάκι και μου ετοίμαζε και τέταρτο αλλά δυστυχώς αρρώστησε και δεν προλάβαμε. Πέρα από τα επαγγελματικά, με τον Μάνο ήταν και η καθημερινή μας επαφή, η παρέα, ο καθημερινός μας καφές αρχικά στου Φλόκα και μετά στο GB Corner μαζί με τον Γκάτσο, ερχόταν σπίτι μου και έπαιζε τάβλι με τον γιο μου. Είχαμε μια στενή επαφή με τον Μάνο. Νομίζω, όπως είπε και ο Μίκης όταν πέθανε ο Χατζιδάκις, ότι ήταν ο πιο έξυπνος Έλληνας.

“Ο Γκάτσος για εμένα υπήρξε ο μεγαλύτερος από όλους. Ήταν ο γκουρού της παρέας”

Τραγούδια και οι ιστορίες τους

«Το ερωτικό» είναι από τα πιο σημαντικά ελληνικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.

Είναι μέσα στα πέντε καλύτερα τραγούδια των τελευταίων εκατό χρόνων. Το είχε έτοιμο ο Θάνος, το είχε γράψει και δοκίμαζε διάφορους τραγουδιστές . Ειδοποίησε και εμένα ένα βράδυ να πάω να με ακούσει στο studio Sierra. Τότε δούλευα στη «Διαγώνιο», στην Πλάκα, μαζί με τον Δήμο (Μούτση), τον Λουκιανό, την Πρωτοψάλτη, την Βιτάλη και πήγα την επόμενη το μεσημέρι. Άρχισα να τραγουδάω και φτάνοντας μέχρι τη μέση, μου λέει ο Θάνος: «stop, stop! Σε παρακαλώ, ξανά από την αρχή». Θα το είπα άσχημα σκέφτηκα. Το είπα άλλη μια φορά από την αρχή και τέλος. Αυτό ήταν, δεν χρειάστηκε επόμενη φορά. Γιατί τα τραγούδια στο στούντιο μπορεί να περάσουν και πέντε ώρες και να μην καταφέρεις να το πεις μέσα σε μια μέρα. Αυτό μου άρεσε τόσο πολύ που βγήκε έτσι, το είπα με τη μια.

Όπως και «το τραγούδι του παλιού καιρού», ένα καταπληκτικό ποίημα του Γκάτσου που το μελοποίησε ο Ανδριόπουλος, το ίδιο έγινε και με εκείνο, μια φορά το είπα και τέλος.
Το «ποτέ μη χτυπάς», το τραγουδάω πενήντα πέντε χρόνια και θα το τραγουδάω συνέχεια. Είναι από την θεατρική παράσταση «Η πόλη μας» του Λουκιανού και της Κωστούλας Μητροπούλου. Ήταν ένα χορόγραμμα της μεγάλης Ραλλούς Μάνου. Ήμουν στρατιώτης θυμάμαι τότε και ήρθε ο Λουκιανός να με πάρει για να πάω στο θέατρο. Πήρα άδεια και είπα τα τραγούδια της «Πόλης» που έγιναν όλα επιτυχίες: «όσο αγαπιόμαστε τα δυο», «η φωτογραφία» «το καλοκαίρι σαν θα ‘ρθει». Ακόμη και σήμερα, όπου και να πάω τα τραγούδια αυτά -ειδικά το «μη χτυπάς», δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην το πω. Γράφτηκε από τον Μάνο Ελευθερίου για την εποχή της χούντας, για κάποιον που είναι εξόριστος και λυπάται για αυτό. Εκεί αναφέρεται το τραγούδι.

Πολύ μεγάλος ο Σεφέρης, πολύ μεγάλος ο Ελύτης αλλά τους έχουμε στη βιβλιοθήκη μας. Τον Γκάτσο τον ακούμε κάθε μέρα από τα τραγούδια του μέσα

Ο «μέντορας» Νίκος Γκάτσος, οι μπουάτ και τα μπουζούκια

Ο Γκάτσος για εμένα υπήρξε ο μεγαλύτερος από όλους.

Και όπως πολύ σωστά είπε ένας, «πολύ μεγάλος ο Σεφέρης, πολύ μεγάλος ο Ελύτης αλλά τους έχουμε στη βιβλιοθήκη μας. Τον Γκάτσο τον ακούμε κάθε μέρα από τα τραγούδια του μέσα». Ήταν ο γκουρού της παρέας. Έτυχε να φάω με Γκάτσο και Ελύτη μαζί . Ήταν τρομερό! Άκουγα την κουβέντα, έτσι όπως συζητούσαν ήρεμα, ωραία. Έδωσε κάποια στιγμή ο Ελύτης στον Γκάτσο τραγούδια καινούρια για να τα κρίνει. Εκεί δεν μιλάς, μόνο ακούς. Ρουφάς όλες τις στιγμές, ότι μπορείς.

Όταν μου έδιναν υπέρογκα ποσά να πάω στα λαϊκά μαγαζιά και εγώ αρνιόμουν,

πήγαινα την άλλη μέρα και εξομολογούμουν στον Γκάτσο. «Παιδί μου» μου έλεγε, «είσαι επαγγελματίας, πρέπει να πας. Αλλά, εσύ ξέρεις». Αυτή η φράση «εσύ ξέρεις» που συνόδευε τις κουβέντες μας, ήταν ότι πιο σημαντικό. Είναι μεγάλη κουβέντα. Είναι το μότο για τη ζωή, είναι η μεγάλη ρήση του Γκάτσου. Την αποκωδικοποίησα μετά από χρόνια, στο ρεμπέτικο του Ξαρχάκου στο «Δίχτυ» που λέει: «μονάχος βρες την άκρη της κλωστής και αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι». Όσο μπορώ, όσο μπορούσα, το τήρησα αυτό. Συνήθως μονάχος παίρνω τις αποφάσεις μου.

Τα μπουζούκια δεν μου άρεσαν.

Πήγα μια φορά με τον Χάρυ Κλυν, τον Μητροπάνο, την Τσανακλίδου και την επόμενη σεζόν με τον Καλογιάννη. Τα κάναμε μπουάτ τα μπουζούκια! Ε, ένα- δυο χρόνια μετά έφυγα. Δεν άντεξα. Ξέρεις, είναι άλλα τα τραγούδια της ημέρας και άλλα τα τραγούδια της νύχτας. Εμένα μου αρέσουν αυτά της ημέρας. Η μέρα θέλει τραγούδια πιο καθαρά, πιο απλά. Την ημέρα θα τραγουδήσεις τραγούδια που να έχουν την ποιητική τέχνη, πιο πολύ έντεχνα. Το βράδυ η νύχτα με το ποτό σε οδηγεί σε άλλες καταστάσεις. Ίσως εκείνες τις στιγμές και εκείνες τις ώρες να είναι απαραίτητα κι αυτά…

“Το 1975 η Μπέλλου άφησε τον Τσιτσάνη και ήρθε μαζί μου στο «ZOOM» και μάλιστα μου είπε: «για χατίρι σου θα αφήσω τον γέρο μου και θα έρθω»

Η Μπέλλου, ο Τσιτσάνης, ο Σαμαράς και τα… ζάρια

Η Σωτηρία είχε ανέβει πάνω στην Θεσσαλονίκη να τραγουδήσουμε μαζί σε μια μπουάτ, στην Barbarella. Μόλις με άκουσε μου λέει: «Ρε πιτσιρίκο, θα σε πάρω μαζί μου στην Αθήνα» και πραγματικά με πήρε. Πήγαμε στο κέντρο «Ποσειδών» στις Τζιτζιφιές όπου συνεργάστηκα για πολύ λίγο. Επειδή δεν μου άρεσαν τα λαϊκά μαγαζιά, έφυγα πήγα στην Πλάκα, σε μπουάτ. Εκεί με τραβούσε η ιδιοσυγκρασία μου σαν τραγουδιστής. Το 1975 άφησε τον Τσιτσάνη και ήρθε μαζί μου στο «ZOOM» και μάλιστα μου είπε: «για χατίρι σου θα αφήσω τον γέρο μου και θα έρθω»! συνεργαστήκαμε, κάναμε μια περιοδεία τότε στην Ελλάδα, αργότερα ξανακάναμε μια άλλη περιοδεία με την Σωτηρία και τον Σταύρο Ξαρχάκο. Την θεωρούσα δικό μου άνθρωπο την Σωτηρία, όπως κι εκείνη εμένα.

Κάναμε παρέα και πιο μετά. Κάποιες φορές ήταν και ο Σαμαράς στην παρέα. Θυμάμαι, όταν του ζήτησε η Μπέλλου να τον συναντήσει, ο Σαμαράς ήταν τότε υπουργός εξωτερικών. Υπήρχε το Μακεδονικό ως έντονο θέμα, εκείνος φλεγόταν, είχε τρία ραντεβού με υπουργούς εξωτερικών αλλά τα ακύρωσε όλα για να την δει. Του είχε δώσει ραντεβού τις 18.00 και τον έστησε μισή ώρα γιατί την είχε πάρει ο ύπνος! Ήταν πολύ φίλοι με τον Αντώνη, είχαν επαφή, μέχρι και στο νοσοκομείο πήγαινε και την έβλεπε και οικονομικά ενδεχομένως να την βοήθησε. Όταν πέθανε η Σωτηρία, μου λέει ο Αντώνης θα πάμε στην κηδεία. Πάμε λοιπόν, εγώ εκείνος και η Τάνια Τσανακλίδου. Πάμε στη Μητρόπολη και μου λέει εκεί μια φίλη της, η Γεωργία: «ρε Μανώλη έχει βάλει κάτι μέσα, ένα μικρό δεματάκι. Δεν ξέρω τί είναι αυτό, μήπως είναι κανένα χρήσιμο πράγμα»; «να το ανοίξουμε», της λέω. Ε, το ανοίγουμε και βλέπουμε μέσα ένα ζευγάρι ζάρια (γέλια)!

«50 χρόνια Χρυσάφι» 4 Νοεμβρίου στο Μέγαρο μουσικής Θεσσαλονίκης

Τραγουδάω στις 4 Νοεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με αφορμή τα 50 (και) χρόνια της μουσικής μου πορείας. Τί να πρωτοχωρέσει σε μια τέτοια παράσταση; Πραγματικά, αυτό σκέφτομαι. Θα είναι και φίλοι μου πολλοί επάνω και εκεί θέλω τρόπον τινά να εξομολογηθώ μέσα στον κόσμο- γιατί από εκεί ξεκίνησα, αυτοί με στηρίξανε- θέλω να τους «γυρίσω» στην «Μπουάτ 107», να τους πω κάποια πράγματα που έζησα εκείνη την εποχή, να θυμηθούμε με τους μεγαλύτερους.

Για εμένα, είναι εξαιρετικά συγκινητική αυτή η στιγμή. Από το ρεπερτόριο, υπάρχουν τραγούδια που τα λέω κάθε φορά αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο αγαπημένο, γιατί θα αδικήσω σίγουρα πολλά. Το πρώτο, το αγαπημένο μου που από εκεί ξεκίνησα: η «Ελευσίνα», όλα του Μίκη, του Χατζιδάκι. Ποιό να πω; Του Λουκιανού ή του Κραουνάκη; Να σου πω για τα χιλιάδες γράμματα που πήρα για το «όσο αγαπιόμαστε τα δυο» που μου έλεγαν νέοι της εποχής ότι με αυτό ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν… Όλα αυτά τα αγαπώ. Μια γενιά ολόκληρη…

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Μανώλης Μητσιάς – «50 χρόνια χρυσάφι»
Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης – Αίθουσα Φίλων Μουσικής Μ1
Παρασκευή 4 Νοεμβρίου στις 21:00

Εισιτήρια από 10 ευρώ στο viva & στο ταμείο του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης

Περισσότερα από Πρόσωπα