Αμστερνταμ
Ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ επιστρέφει μετά από 7χρονη απουσία για να διηγηθεί ένα στόρι που στα χαρτιά, τουλάχιστον, ακούγεται αρκετά δελεαστικό.
Στην Αμερική του ’30, τρεις φίλοι – ένας γιατρός, μια νοσοκόμα και ένας δικηγόρος- κατηγορούνται για τη δολοφονία ενός συνταξιούχου Αμερικάνου στρατηγού.
Όταν η Ιστορία συναντά την σάτιρα
Ένα πραγματικό συμβάν που πήρε διαστάσεις θεωρίας συνωμοσίας στις ΗΠΑ των αρχών των 30ς και σχετιζόταν με την απόπειρα της παρείσφρησης του ναζισμού στα ανώτερα πολιτικά κλιμάκια της χώρας είναι το θέμα του «Άμστερνταμ». Αν μη τι άλλο το στόρι ακούγεται τρομερά ενδιαφέρον αλλά η κινηματογραφική άποψη του Ράσελ δεν είναι χωρίς προβλήματα. Ο αμερικανός σκηνοθέτης λατρεύει τις αληθινές ιστορίες αλλά ακόμη περισσότερο λατρεύει τους αυθεντικούς ανθρώπους.
Με σήμα κατατεθέν της επιτυχίας του τη σύζευξη εκκεντρικού χιούμορ και ανάλαφρου δράματος (μόνο στο «Joy» δεν λειτούργησε), ο πέντε φορές οσκαρικός υποψήφιος Ράσελ προβαίνει σε μια ακόμη ιδιόρρυθμη σάτιρα γύρω από την ανάγνωση της Ιστορίας. Η λοξή ματιά του δεν ποντάρει μόνο στο γυάλινο ψεύτικο μάτι του Κρίστιαν Μπέιλ αλλά και στην πριμοδότηση ιδεών που πάντως δεν φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση.
Το ειδύλλιο μεταξύ της Ρόμπι και του Ουάσιγκτον, η υπερφίαλη αντιμετώπιση του πολιτικού ζητήματος και το άστοχο whodunit γύρω από την ταυτότητα του δολοφόνου, μοιάζουν όχι απλώς αταίριαστα αλλά και ασύνδετα με ένα σενάριο που θέλει να τα πει όλα (έρωτας, ρατσισμός, πατριωτισμός, φιλία, μυστήριο κλπ) αλλά τελικά δεν λέει τίποτα. Σούπερ καστ για πολλά αστεράκια με την εξαιρετική και πάλι Μάργκο Ρόμπι να κλέβει την παράσταση.